Για το θέμα της ασφάλισης –συνταξιοδότησης ήδη από τον Ιούνιο του 2007 είχαμε δημοσιεύσει τις θέσεις μας (
διαβάστε εδώ 1, 2, 3) και είχαμε προειδοποιήσει για αυτά που τώρα λαμβάνουν χώρα.
Στην χθεσινή συνάντηση του Υπουργού Απασχόλησης με τη ΕΣΗΕΑ φάνηκαν ακόμα πιο καθαρά οι προθέσεις της κυβέρνησης για το σύνολο των ασφαλισμένων.
Η «ήπια προσαρμογή» του κ. Μαγγίνα σημαίνει:
1).Οι ασφαλισμένοι πριν τις 31/12/1982, με την πάροδο μιας πενταετίας από την ψήφιση του νόμου, θα βγαίνουν στη σύνταξη με τους όρους που βγαίνουν οι ασφαλισμένοι μεταξύ της περιόδου 1982-1992. Πρακτικά, αυτό θα οδηγήσει στο να χάσουν τη δυνατότητα να αποχωρούν και να λαμβάνουν πλήρη σύνταξη με 35ετία χωρίς όριο ηλικίας και θα υποχρεώνονται να συμπληρώνουν και το 58ο έτος της ηλικίας τους οι άνδρες και το 55ο οι γυναίκες.
2).Εκεί που οι σχεδιασμοί θα επιφέρουν συντριπτικό πλήγμα είναι στη γενιά που ασφαλίστηκε στο Ταμείο μεταξύ 1982- 1992. Οι εργαζόμενοι αυτοί, σε βάθος μιας πενταετίας, θα υπαχθούν στο καθεστώς που ισχύει για τους ασφαλισμένους μετά το 1993. Πράγμα που σημαίνει ότι η έξοδος στη σύνταξη προϋποθέτει τη συμπλήρωση των 65 χρόνων, εκτός ορισμένων μικρών κατηγοριών (μητέρες με ανήλικα).
3).Αδιευκρίνιστο παραμένει τι θα γίνει με το ύψος των συντάξεων γι' αυτή την κατηγορία ασφαλισμένων (1982-1992), αλλά και για τους μετά το 1993 για τους οποίους ο συντάξιμος μισθός υπολογίζεται στην τελευταία διετία. Εδώ οι αλλαγές είναι πιθανόν να αφορούν το σύνολο των ασφαλισμένων, ανεξάρτητα σε ποιο ταμείο θα ενταχθούν και μετά τις ενοποιήσεις, αφού η κυβέρνηση έτσι και αλλιώς εξετάζει την αλλαγή του υπολογισμού της σύνταξης όχι στην πενταετία, αλλά σε ευρύτερη χρονική περίοδο (π.χ. 10ετία).
4).Υπό απειλή τίθενται και οι πόροι των Ταμείων, καθώς η κυβέρνηση σχεδιάζει την παρακράτηση του 10% των λεγόμενων «κοινωνικών πόρων» - αν και στην πράξη πρόκειται για εισφορές - την οποία θα αποδίδει στο ταμείο «κοινωνικής ασφάλισης». Εδώ φαίνεται ότι η κυβέρνηση θέλει να επαναλάβει την ιστορία του ΛΑΦΚΑ. Να παρακρατεί δηλαδή κεφάλαια από ταμεία που είναι σε μια σχετικά εύρωστη θέση και να τα διοχετεύσει στον νέο «κουμπαρά» για να αντιμετωπιστούν μελλοντικά τα όποια αναλογιστικά «προβλήματα» προκύψουν στο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης.
ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ;
Είχαμε επισημάνει από τον Ιούνιο του 2007 «Είναι δεδομένο πως η κυβέρνηση της επόμενης τετραετίας, προκειμένου να μη θερίσει θύελλες από τις αντιδραστικές αλλαγές τις οποίες θα επιχειρήσει ξανά να επιβάλει, είναι έτοιμη να ανεβάσει ξανά στη σκηνή το θίασο του “κοινωνικού διαλόγου”.Οι μαχητικές εκφράσεις του συνδικαλιστικού κινήματος και όλοι οι εργαζόμενοι δεν πρέπει και πάλι να βρεθούμε θεατές στο ίδιο έργο της εκτόνωσης και της υποταγής».
Οι συνδικαλιστές ηγετικές ομάδες στη ΓΣΕΕ, την ΑΔΕΔΥ, αλλά και πολλές ομοσπονδίες, όλα τα χρόνια ευθυγραμμίζονταν πλήρως με τις λογικές της ανταποδοτικότητας, συμφώνησαν με το ν. Ρέππα (που τώρα προκλητικά αρνούνται να ζητήσουν την κατάργησή του), επιζήτησαν την «αξιοποίηση» των αποθεματικών των ταμείων μέσω του τζογαρίσματος στην κεφαλαιαγορά, δεν είπαν κουβέντα για τη συνολική πολύχρονη ληστεία των ταμείων και υποτάχτηκαν στις επιλογές του κεφαλαίου. Δεν προετοίμασαν, ούτε σκοπεύουν να προετοιμάσουν τους εργαζομένους για την απόκρουση της επίθεσης, ενώ η ΓΣΕΕ κατέληξε στην εξωφρενική θέση για «έσοδα από αποκρατικοποιήσεις για τη στήριξη των αποθεματικών», τασσόμενη ανοιχτά υπέρ του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων της ΝΔ!
Γι’ αυτό αποτελεί πρόκληση η στάση των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ να πουν ναι στο διάλογο και να διαφωνούν μόνο στη διαδικασία.
Κανένας διάλογος δεν μπορεί να υπάρξει με τις αντιλαϊκές πολιτικές.
Το κίνημα των εργαζομένων πρέπει να βγει στο προσκήνιο τώρα.
Χρειαζόμαστε μια μεγάλη έκρηξη διαρκείας, σαν και αυτή του 2001 και ακόμη μεγαλύτερη, για να καταλάβει η κυβέρνηση ότι δεν πρόκειται να αφήσουμε να χαθούν ιστορικές κατακτήσεις του εργατικού κινήματος, όπως ήταν η κοινωνική ασφάλιση.
Το δρόμο τον έδειξαν πέρσι οι φοιτητές και οι εκπαιδευτικοί που με τον αγώνα διαρκείας τους απέτρεψαν την αναθεώρηση του άρθρου 16 του συντάγματος και την νομιμοποίηση των ιδιωτικών ΑΕΙ. Για να γίνει αυτό απαιτείται η πιο πλατιά αγωνιστική ενότητα των ίδιων των εργαζομένων. Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι κι οι εργαζόμενες πρέπει να πάρουν την υπόθεση του αγώνα στα χέρια τους. Να παλέψουμε με όλες τις δυνάμεις μας για τη συγκρότηση ενός ενιαίου μετώπου ικανού να ανατρέψει τις αντιλαϊκές πολιτικές. Η αντιασφαλιστική επίθεση μας πλήττει όλους και μόνο ο ενιαίος αγώνας και η αλληλεγγύη μπορεί να οικοδομήσουν αποτελεσματικό μέτωπο αντίστασης και ανατροπής της κυρίαρχης πολιτικής.
Δεν πρέπει να αφήσουμε τίποτα στην τύχη του, δεν έχουμε καμιά εμπιστοσύνη ότι η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ μπορούν να οργανώσουν αποτελεσματικά τη μαζική οργανωμένη πάλη των εργαζομένων.
Όσοι αναφέρονται στη δυνατότητα ενός ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος οφείλουν να κάνουν ό,τι μπορούν για την οργάνωση μιας αποτελεσματικής – ενωτικής πάλης. Με συνελεύσεις σε κάθε χώρο δουλειάς, αγωνιστικές αποφάσεις, με επιτροπές αγώνα σε κάθε περιοχή, με απεργίες και άλλες κινητοποιήσεις αποφασιστικές και συντονισμένες, μπορούμε να αποκρούσουμε τα σχέδια της κυβέρνησης, μπορούμε να ανατρέψουμε τις αντιασφαλιστικές ρυθμίσεις, μπορούμε να επιδιώξουμε έναν ευρύτερο συντονισμό σωματείων – Εργατικών Κέντρων – Ομοσπονδιών, χωρίς αποκλεισμούς, όλων όσοι συμφωνούν ότι η επίθεση μπορεί και πρέπει να αποκρουσθεί.
Σε πείσμα όσων λένε οι απολογητές του κεφαλαίου, εμείς θεωρούμε ότι η κοινωνική ασφάλιση είναι δικαίωμα κάθε εργαζομένου, δημόσιο κοινωνικό αγαθό και υποχρέωση του κράτους. Στην κοινωνική ασφάλιση δεν έχουν θέση οι νόμοι της αγοράς και του κέρδους. Ο πρώτος λόγος ανήκει στις εργατικές ανάγκες και δικαιώματα.