kouvelakis from
blog www.aformi.wordpress.com on
Vimeo.
Αφορμή γι αυτή την ανάρτηση ( στην ουσία πρόκειται για αναδημοσίευση) μας έδωσε μια δημοσίευση του ιστολογίου «Βαθύ Κόκκινο» και μια αντίστοιχη του ιστολογίου «με αφορμή…»
Και ένα άρθρο του Στάθη Κουβελάκη που δημοσιεύτηκε στις 5 Σεπτεμβρίου στην εφημερίδα "Εποχή"
Του
Στάθη Κουβελάκη
«Οποιος διαλέγει την άρνηση και τον πεσιμισμό βγαίνει κερδισμένος στις προβλέψεις και χαμένος στη ζωή του»
Στρατής Τσίρκας[1]
Ο απολογισμός της πρώτης φάσης την κινητοποιήσεων εναντίον της κυβερνητικής πολιτικής και του Μνημονίου είναι το αντικείμενο μιας συζήτησης που έχει ξεκινήσει στο εσωτερικό της Αριστεράς από την αρχή του καλοκαιριού. Σχηματοποιώντας τα επιχειρήματα, μπορούμε να διακρίνουμε δύο θέσεις: σύμφωνα με την πρώτη, οι κινητοποιήσεις μπορεί να μην κατάφεραν να ανέτρεψουν τα μέτρα, σηματοδοτούν όμως την επανεμφάνιση στο προσκήνιο του λαϊκού παράγοντα και την ευρύτατη απόρριψη των κυβερνητικών επιλογών από την κοινωνική πλειοψηφία. Η επιτυχία της κυβέρνησης είναι στην ουσία πύρρειος νίκη, και η κατάσταση θα ήταν πολύ διαφορετική αν οι ηγεσίες του συνδικαλιστικού κινήματος είχαν δείξει μια πιο μαχητική στάση. Αυτή η φάση ήταν ένας «πρώτος γύρος» προθέρμανσης, το θερμό φθινόπωρο που προμυνήεται θα δώσει μια καινούργια, και καλύτερη, ευκαιρία για τη διαμόρφωση ευνοϊκότερων συσχετισμών για το λαϊκό κίνημα. Σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη, η προηγούμενη φάση ισοδυναμεί με καθαρή ήττα, που αναδυκνύει βαθύτερες και μονιμότερες αδυναμίες των λαϊκών δυνάμεων: γραφειοκρατικοποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος (σ. κ.) και περιορισμένη εμβέλειά του εκτός του δημόσιου τομέα, καθυστέρηση στην κατανόηση των δεδομένων της κρίσης από την πλευρά της Αριστεράς, ιδεολογική ανεπάρκεια και ανυπαρξία αξίοπιστης εναλλακτικής πρότασης.
Κοινωνική σύγκρουση εν μέσω αριστερής αφασίας;
Μέχρις ενός σημείου, οι δύο αυτές θέσεις είναι συμπληρωματικές: σίγουρα η κυβέρνηση πέτυχε την απρόσκοπτη ψήφιση των μέτρων αλλά τα στηρίγματα της πολιτικής της στην κοινωνία είναι ισχνά. Οι κινητοποιήσεις δεν έφεραν μέχρι τώρα αποτέλεσμα, είναι όμως απίθανο να σταματήσουν εδώ. Από την άλλη πλευρά, θα ήταν τουλάχιστον ανεύθυνο να μην επισημάνουμε τα ανοιχτά ερώτηματα που προέκυψαν από την έκβαση της πρώτης φάσης. Ζαλισμένοι από τη σφοδρότητα και το συνολικό χαρακτήρα της επιθεσης, οι οργανωμένες λαϊκες δυνάμεις, και πρώτα απ’όλα τα συνδικάτα, φάνηκαν αμήχανα, χωρίς στρατηγική και ικανότητα σχεδιασμού των κινήσεων τους. Το πρόβλημα είναι πολύ ευρύτερο από την αναμφισβήτητη, και απαράδεκτη, υποχωρητικότητα και ηττοπάθεια των ηγεσιών, προπαντός της ΓΣΕΕ. Οσοι περίμεναν την επανάληψη του σενάριου του 2001, όταν ένα μεγάλο λαϊκό ξέσπασμα, ξεπερνώντας τα όρια των συνδικαλιστικών χειρισμών, ανάγκασε την κυβέρνηση Σημίτη σε αναδίπλωση στο ασφαλιστικό, διαψεύστηκαν. Μετά την κορυφαία στιγμή της 5ης Μάη, η πορεία των διαδοχικών 24ωρων κινητοποιήσεων ήταν σταθερά φθίνουσα. Και όμως, παρά το προφανές αδιέξοδο αυτής της τακτικής, κανένας κλάδος δεν φάνηκε σε θέση να μπεί σε μια τροχιά παρατεταμένης κινητοποίησης ικανής να δημιουργήσει μια άλλη δυναμική. Ούτε μπορούμε να πούμε ότι, παρά την έντονη δυσαρέσκεια, συχνά και οργή, σημειώθηκε μια αγωνιστική διάθεση στους εργασιακούς χώρους, την οποία να χρειάστηκε να αναχαιτήσουν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες.
Είναι επίσης αδύνατο να μη συσχετίσουμε αυτή δυστοκία των αντιστάσεων «από τα κάτω» με την αδυναμία παρέμβασης της πολιτικής Αριστεράς «από τα πάνω». Είναι βέβαια θετικό ότι οι δύο βασικές δυνάμεις της ελληνικής Αριστεράς απορρίπτουν κατηγορηματικά την κυβερνητική πολιτική, αλλά είναι μάλλον προφανές ότι, σε μια τέτοια έκτακτη συγκυρία, η κατεγγελία δεν αρκεί. Και ενώ χρειάζονται προτάσεις και πρακτικές νέου τύπου, που να απαντούν στα πιεστικά ερωτήματα της κοινωνίας, ο λόγος της Αριστεράς μοιάζει μάλλον με... αφωνία. Με χαρακτηριστικό τρόπο, το ΚΚΕ έσπευσε να αποσύρει από τη γραμμή του κάθε στοιχείο που θα μπορούσε να αποτελέσει μεταβατικό στόχο (γύρω από «αντι-μονωπωλιακά» και αντι-ΕΕ αιτήματα) και προβάλλει ως «λύση» την ίδια του την ενίσχυση και τη χιλιαστική επαγγελία της «λαϊκής εξουσίας» και του «σοσιαλισμού». Καταγγέλει μάλιστα με ιδιαίτερη σφοδρότητα τα αιτήματα για στάση πληρωμών, έξοδο από την ευρωζώνη και εθνικοποίηση τραπεζών ως «κεϋνσιανά» και «διαχειριστικά». Στον Συνασπισμό και τον ΣΥΡΙΖΑ, πέρα από την πολυγλωσσία, φαίνεται να κυριαρχεί η ταλάντευση ανάμεσα σε συνδικαλιστικού τύπου αιτήματα (υπεράσπιση μισθών και συντάξεων και αυξημένη φορολογία του κεφαλαίου) και σε παραπομπή της συνολικότερης λύσης σε «ευρωπαϊκό επίπεδο», δηλαδή σε κάτι αντίστοιχο με τη Δευτέρα Παρουσία της «λαϊκής εξουσίας και οικονομίας» του ΚΚΕ. Χωρίς να λείπουν από τις προτάσεις αυτού του χώρου και στοιχεία όντως διαχειριστικής λογικής όπως ο στόχος της αναδιαπραγμάτευσης του χρέους μέσα στα υπάρχοντα πλαίσια και χωρίς τις μονομερείς κινήσεις (όπως η άρνηση αποπληρωμής του) που θα μπορούσαν να ανατρέψουν τους σημερινούς συσχετισμούς.
Για αυτούς τους λόγους, και αρκετούς άλλους που δεν έχουμε το χώρο να αναπτύξουμε (όπως η πολύπλευρη αδυναμία του σ. κ., οι δυσκολίες υπέρβασης των τάσεων κατακερματισμού του κοινωνικού ιστού που εντείνει η κρίση) δεν μπορεί να αποκλειστεί η κατάληξη αυτού του πρώτου γύρου της κοινωνικής αντιπαράθεσης σε μια ακόμη «χαμένη άνοιξη» του λαϊκού κινήματος. Χωρίς καθοδήγηση και ένταξη σε πολιτικό σχέδιο, η εξέγερση των Ιουλιανών του 1965, που κανένας οργανωμένος φορέας δεν προκάλεσε ή θέλησε, παρ’ότι σημάδεψε βαθειά την λαϊκή συνείδηση, στάθηκε ανίκανη να αποτρέψει την πορεία προς την δικτατορία. Ακόμη και το «θερμό φθινόπωρο» που πολλοί προεξοφλούν μπορεί λοιπόν να αποτύχει όχι μόνο στους στόχους του (κάτι τέτοιο είναι ούτως ή άλλως ένα ανοιχτό ενδεχόμενο οποιασδήποτε αντιπαράθεσης) αλλά ακόμη στην δυνατότητα σύνδεσης με υπολογίσιμες αριστερόστροφες πολιτικές δυναμικές. Δεν λείπουν εξ’άλλου πρόσφατα αντίστοιχα παραδείγματα αποσύνδεσης του «πολιτικού» από το «κοινωνικό», από τον ελληνικό Δεκέμβρη του 2008 μέχρι το αργεντίνικο «κασερολάζο» του 2001 ή τη πλούσια εμπειρία αγώνων στη Γαλλλία από το 1995 εως το 2006.
Οποια απ’τις δύο εκδοχές που αναφέραμε κι αν αποδειχθεί σωστή, φαίνεται πάντως βέβαιο ότι χωρίς σοβαρή προσπάθεια ανάλυσης των αδυναμιών του κινήματος δεν υπάρχει περίπτωση υπέρβασής τους. Ως συμβολή στο προχώρημα της συζήτησης, και κυρίως στη διατύπωση εναλλακτικών προτάσεων, θα διατυπώσουμε στη συνέχεια μερικές παρατηρήσεις εστιασμένες σε ορισμένες βαθύτερες συνισταμένες της συγκυρίας, και πιό συγκεκριμένα στη μορφή και τη στρατηγική της πολιτικο-κοινωνικής σύγκρουσης που τη διαπερνά.
Η πολιτική κεντρικότητα της σύγκρουσης
Επισημάναμε προηγουμένως ότι η αδυναμία απάντησης του σ. κ. και το γενικότερο κλίμα στους εργασιακούς χώρους παραπέμπουν σε κάτι βαθύτερο από την ηττοπάθεια των ηγεσιών και της γραφειοκρατικοποιημένης στελέχωσης. Υπήρξε από την αρχή μια δυσπιστία σε ότι αφορά την ικανότητα του σ.κ. να ανατρέψει την κυβερνητική επίθεση, μια δυσπιστία κυρίαρχη σε όλα τα στρώματα των εργαζομένων και που εξηγεί την απουσία ριζοσπαστικότερων πρωτοβουλιών (όπως απεργίες διαρκείας, διακοπές λειτουργίας υπηρεσιών στην Κοινή Ωφέλεια, καταλήψεις κλπ), όπως εξηγεί με μια έννοια και την μαζική, και ανοδική, συμμετοχή στις πρώτες 24ωρες κινητοποιήσεις (ο συσχετισμός δύναμης δεν επέτρεπε κάτι διαφορετικό). Αυτή η στάση δεν αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, δείγμα «ψευδούς», ή ανεπαρκώς ριζοσπαστικής, συνείδησης και τούτο γιατι απορρέει από βασικά χαρακτηριστικά που αφορούν την ίδια τη μορφή της αντιπαράθεσης. Με το Μνημόνιο δεν έχουμε να κάνουμε με μια συνηθισμένη αντιλαϊκή κυβερνητική πολιτική (όπως ο νόμος Γιαννίτση για το ασφαλιστικό), ή, πολύ περισσότερο, με κάποια επιμέρους σύγκρουση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας (σε θέματα π.χ. μισθών, απολύσεων, συνθηκών εργασίας) αλλά με μια συνολική και βίαιη τομή στα θεμέλια του «κοινωνικού συμβολαίου». Εξ’ου και οι όψεις «κράτους εξαίρεσης» και «κατάστασης έκτακτης ανάγκης», με αιχμή την ανατροπή των βασικών όρων διαπραγμάτευσης της εργατικής δύναμης, που εμπεριέχει, ακόμη και από νομική/ συνταγματική άποψη, η ψήφιση και εφαρμογή του πακέτου των οικονομικών μέτρων[2].
Με άλλα λόγια πρόκειται για μια ολομέτωπη αντιπαράθεση μεταξύ της πολιτικής εξουσίας (καθώς και των εγχώριων και διεθνών στηριγμάτων της) και του σύνολου σχεδόν της κοινωνίας, με το κύριο βάρος να πέφτει βέβαια στον κόσμο της μισθωτής εργασίας (και των συνταξιούχων), αλλά που επεκτείνεται σε πολύ ευρύτερα «ενδιάμεσα» στρώματα, συμπεριλαμβανομένου του πυρήνα των παραδοσιακών στηριγμάτων του κυρίαρχου μπλοκ, ακόμη και σε τμήματα του κεφαλαίου. Οι πολιτικές και ιδεολογικές προεκτάσεις αυτής της ανατροπής είναι τερράστιας εμβέλειας, αυτό που θέλαμε ωστόσο να υπογραμμίσουμε αφορά την ίδια τη μορφή της σύγκρουσης, από την οποία απορρέει και ο εξ’αρχής πολιτικός χαρακτήρας των κοινωνικών αγώνων που τη χαρακτηρίζουν. Δεν υπάρχει, με άλλα λόγια, περιθώριο για την ανάπτυξη, σε μια πρώτη φάση, ενός κλασσικού διεκδικητικού αγώνα, συνδικαλιστικού τύπου, ο οποίος κατόπιν διευρύνεται, αποκτά ενδεχομένως πολιτικές εκφράσεις και αντίκτυπο στην κεντρική πολιτική σκηνή. Στη σημερινή φάση, κάθε κινητοποίηση, μερικού έστω χαρακτήρα (π.χ. η διαμαρτυρία ενάντια στις ελλείψεις προσωπικού και υλικών μέσων στα σχολεία και τα νοσοκομεία), θέτει άμεσα υπό αίρεση το γενικότερο πλαίσιο που ορίζει η πολιτική του Μνημονίου. Οπως έλεγε ο Νίκος Πουλαντζάς για τα δικτατορικά καθεστώτα, λόγω «της μορφής τους ακριβώς, κάθε οικονομικός αγώνας (...) έπαιρνε ολοφάνερη πολιτική χροιά: από την ύπαρξη του και μόνο, αποτελούσε πράξη αντίστασης στο καθεστώς»[3].
Η άλλη όψη όμως αυτής της άμεσης πολιτικοποίησης των κοινωνικών κινητοποιήσεων είναι ότι κάθε επιμέρους αγώνας εξαρτάται καθοριστικά από τον κεντρικό πολιτικό συσχετισμό, σε ότι αφορά τον τρόπο διεξαγωγής του, την έκβασή του, ακόμη και την έναρξη του. Αυτή η όψη είναι βέβαια που θέτει σήμερα και τα μεγαλύτερα προβλήματα στην Αριστερά: γιατί η απουσία ενεργούς παρέμβασης, η εσωστρέφεια και η ροπή στην ρουτίνα του κλασικού εκλογικο-πολιτικού παιχνιδιού από την πλευρά της Αριστεράς έχει άμεσα, και παραλυτικά, αποτελέσματα στην ίδια την ύπαρξη και την ποιότητα των κοινωνικών κινητοποιήσεων. Για να το πούμε πιο απλά, ο πύχης είναι τόσο ψηλά ώστε να είναι εξ’αρχής αντιληπτό ότι χωρίς κατάλληλο πολιτικό «κοντάρι» η απόπειρα άλματος μοιάζει μάταιη. Ενώ όλα δείχνουν ότι όσοι θεωρούν τα μέτρα δίκαια ή ευεγερτικά αποτελούν μειοψηφία, για να ξεσπάσει μια συλλογική αντίδραση είναι απαραίτητη η πεποίθηση, έστω θολή και αντιφατική, ότι το Μνημόνιο δεν είναι μονόδρομος, ότι υπάρχει άλλη προοπτική, που να είναι ταυτόχρονα «άλλη», και όχι παραλλαγή της υπάρχουσας, και «προ-οπτική», στόχος υλοποιήσιμος και συγκεκριμένος (με αυτή την έννοια ορατός), και όχι απλό σύνθημα για ζύμωση ή αφηρημένη υπόσχεση επίγειου Παράδεισου.
Αυτό σημαίνει και η πολιτική κεντρικότητα της τρέχουσας αναμέτρησης: ο καθένας περίπου καταλαβαίνει ότι η ανατροπή των μέτρων δεν είναι συμβατή η παραμονή αυτής της κυβέρνησης στην εξουσία. Με αυτή την έννοια, η σύγκρουση θέτει άμεσα θέμα εξουσίας, κατ’αρχήν κυβερνητικής, και, δεδομένου του συνολικού χαρακτήρα των επίδικων, κοινωνικής, με την έννοια της βαθειάς αλλαγής των ταξικών συσχετισμών. Η σημερινή κρίση θέτει, για πρώτη ίσως φορά μετά την μεταπολίτευση, θέμα αλλαγής κοινωνίας αλλά αυτή ακριβώς είναι και ταυτόχρονα και η τερράστια δυσκολία που έχουν να αντιμετωπίσουν σε όλες τις δυνάμεις που είναι στρατευμένες σε μια τέτοια αλλαγή. Γιατί η εκδίωξη αυτής επικίνδυνης κυβέρνησης από ένα επαρκώς ισχυρό κίνημα σημαίνει ότι υπάρχει ένα πρόπλασμα έστω εναλλακτικής λύσης, με όρους στόχων, μίνιμουμ συνεκτικής ατζέντας και, τέλος, φορέων διατεθειμένων να αναλάβουν την υλοποίησή τους. Η πρόκληση είναι κυριολεκτικά ιστορική, και, ας μην το κρύβουμε, είναι βαρύ το φορτίο που καλείται να επωμιστεί αυτή την στιγμή η ελληνική αριστερά.
Η στρατηγική διάσταση της σύγκρουσης
Οπως επισημάναμε προηγουμένως, από την πλευρά της κυβέρνησης, της ΕΕ και του ΔΝΤ, η συντελούμενη ανατροπή έχει στοιχεία «κράτους εξαίρεσης», «καθεστωτικής» σκλήρυνσης με απρόβλεπτες θεσμικές επιπτώσεις. Αυτό σημαίνει διεξαγωγή ενός «πολέμου θέσεων», με γρήγορες, θεαματικές κινήσεις, που αποσκοπούν στον εντυπωσιασμό των αντιπάλων, τη δημιουργία αισθημάτων δέους, ματαιότητας κάθε αντίστασης, με στόχο μια σχετικά γρήγορη και κατά κράτος επικράτηση. Σε αυτό τον πόλεμο ο αυστηρός έλεγχος του χρόνου και των πεδίων που διεξάγεται κάθε φορά η κύρια σύγκρουση είναι καθοριστικής σημασίας. Μπορούμε να πούμε ότι, μέχρι τώρα, η κυβερνητική πλευρά πέτυχε τους στόχους της, με λιγοστές απώλειες (η κατάσταση στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ παραμένει υπό έλεγχο) και διατηρώντας διαρκώς την πρωτοβουλία των κινήσεων. Καθοριστικό στοιχείο των υπολογισμών της είναι ότι οι κοινωνικές αντιδράσεις θα έχουν έναν αποσπασματικό χαρακτήρα, είτε κινούνται εντός των καθιερωμένων, και γραφειοκρατικά χειραγωγούμενων, πλαισίων που θέτουν οι κεντρικές επιλογές του σ.κ., είτε ξεφεύγουν απ’αυτές, παίρνοντας πιο άμεσα συγκρουσιακό, έως και βίαιο, χαρακτήρα, στερούμενες όμως διάρκειας, πλειοψηφικής δυναμικής και οργανωτικής συγκρότησης. Θα πρέπει να μας προβληματίσει η έκβαση της 5ης Μάη, τόσο για το πρωτοφανές για τέτοια κοινωνική σύνθεση εξεγερσιακό δυναμικό που ανέδειξε όσο και για την κατάληξη της: η αυτο-ακύρωση της δυναμικής από τα αποτελέσματα της (ακραία μειοψηφικής) βίας και το ενδεχόμενο εγκλωβισμού στο γνωστό δίπολο αστυνομική καταστολή/ κλεφτοπόλεμος θερμόαιμων ομάδων.
Με δύο λόγια, η κυβέρνηση ξέρει ότι, παρά τα ισχνά στηρίγματα που διαθέτει (και, πολύ περισσότερο: που δημιουργεί) η πολιτική της, με βάση το συνολικότερο σημερινό συσχετισμό, οι κοινωνικές δυνάμεις που συγκρούονται μ’αυτήν δεν έχουν (τουλάχιστον άμεσα) τη δυνατότητα να απαντήσουν με τον δικό τους «πόλεμο θέσεων» σ’αυτόν που έχει εξαπολύσει η ίδια. Έχοντας διδαχθεί από τον Δεκέμβρη του 2008, ξέρει επιπλέον ότι δεν έχει τίποτε το ιδιαίτερο να φοβηθεί από στιγμιαία ξεσπάσματα, έστω μεγάλων διαστάσεων, όταν αυτά δεν έχουν συνέχεια και πολιτικο-οργανωτική συγκρότηση. Αντίθετα μάλιστα, μπορεί να αποβούν χρήσιμα στην περαιτέρω ενεργοποίηση των ούτως ή άλλως εξέχουσας σημασίας στην τρέχουσα συγκυρία κατασταλτικών μηχανισμών, και, κυρίως, στη νομιμοποίηση της δράσης τους μέσω πρόκλησης αντανακλαστικών «αποκατάστασης του νόμου και της τάξης» στα πιο συντηρητικά τμήματα της κοινωνίας.
Πως μπορεί λοιπόν το λαϊκό κίνημα να αντιπαρατεθεί με όρους νίκης σε έναν αντίπαλο που ελέγχει τις βασικές στρατηγικές παράμετρους και εξαπολύει διαρκώς καινούργιες επιθέσεις; Είναι κατ’αρχήν προφανές τι δεν μπορεί να κάνει: ο «πόλεμος κινήσεων» που διεξάγει ο αντίπαλος δεν του αφήνει περιθώριο για στρατηγική αργών κινήσεων, συσσώρευσης δυνάμεων, πρόταξης γραμμών άμυνας κλπ. Δεν υπάρχει λοιπόν δυνατότητα καθαρού αμυντικού «πολέμου θέσεων» αλλά ούτε και άμεσης μετωπικής επίθεσης. Το σημείο εκκίνησης παραμένει αμυντικό, και αυτό πρέπει να υπογραμμιστεί στο βαθμό που, όπως τονίζει και πάλι ο Πουλαντζάς, οι κλασικοί του μαρξισμού «στηρίζουν τις πολιτικές και στρατιωτικές αναλύσεις τους πάνω στην ασυμμετρία σχέσης μεταξύ επίθεσης και άμυνας: ολόκληρη η στρατηγική τους εκτίμηση βασίζεται πάνω σ’αυτή τη διαφορά»[4]. Η μορφή όμως της σύγκρουσης, που ορίσαμε με όρους πολιτικής κεντρικότητας, επιτάσσει τη διεύρυνση και μετατροπή της άμυνας σε αυτό που ο Μάο ονομάζει «επιθετική άμυνα», την γρήγορη εναλλαγή φάσεων άμυνας και επίθεσης, ικανές να σπάσουν τον κλοιό ενός ισχυρότερου και χωρο-χρονικά κυρίαρχου αντιπάλου και να τον οδηγήσουν σε δυσμενή για αυτόν πεδία αναμέτρησης, όπου ενδέχεται να υποστεί επιμέρους (αλλά καθοριστικής σημασίας για την ανατροπή του συσχετισμού) ήττες.
Στην τρέχουσα αναμέτρηση ξέρουμε για παράδειγμα ότι η κυβέρνηση είναι καταδικασμένη σε μια τακτική «διαρκούς επίθεσης». Και τούτο γιατί αν υποστεί ένα πλήγμα, σε ένα επιμέρους έστω μέτωπο (π.χ. στα μέτρα για την παιδεία, στο ξεπούλημα κάποιων τμημάτων της δημόσιας περιουσίας), οι συνέπειες θα είναι συνολικότερες: θα έχει υποστεί πλήγμα η ιδέα της πολιτικής της ως αναπότρεπτου οδοστρωτήρα, που απορρέει από την κατηγορηματική προσταγή της αποδοχής των μέτρων ως μονόδρομου, ως ένα είδος φυσικής αναγκαιότητας, πέρα από τους κανόνες της πολιτικής, δηλαδή της δυνατότητας επιλογής και εναλλακτικών λύσεων. Γι αυτό και μια στρατηγική «παρατεταμένου λαϊκού πολέμου», για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Μάο, φαίνεται, στις παρούσες συνθήκες, η ενδεδειγμένη για την ανατροπή των σχεδιασμών και, τελικά, της ίδιας της εξουσίας της.
Πέντε προϋποθέσεις ενός νικηφόρου «παρατεταμένου λαϊκού πολέμου»
Η επιτυχία αυτής της στρατηγικής επιλογής εξαρτάται από ορισμένους όρους, τους οποίους πρέπει τώρα, συνοπτικά έστω, να αποσαφηνίσουμε.
1) Η πολιτική κεντρικότητα της σύγκρουσης επιτάσσει κατ’αρχήν τη διαμόρφωση εναλλακτικής προγραμματικής πρότασης, με πυρήνα προτάσεις οικονομικής πολιτικής, που τοποθετείται με ηγεμονική στόχευση στα επίδικα της συγκυρίας, δηλαδή στα θέματα του χρέους, της ενσωμάτωσης στους μηχανισμούς της ΕΕ, του ρόλου των τραπεζών, της δημοκρατικής λειτουργίας και του κράτους κλπ. Σε αυτό αποσκοπούν, κατά τη γνώμη μας, οι προτάσεις με αιχμή την μονομερή άρνηση αποπληρωμής του χρέους («στάση πληρωμών» για λόγους συντομίας και μόνο), την ανοιχτή δημόσια εξέταση της σύνθεσης και δομής του και στόχο την παραγραφή του μεγαλύτερου μέρους του, την έξοδο από την ευρωζώνη, την εθνικοποίηση των τραπεζών, τη φορολογία του κεφαλαίου και την προστασία του λαϊκού εισοδήματος.
Μια τέτοια αντιπρόταση συνολικού χαρακτήρα μπορεί να λειτουργήσει ως «θερμοκοιτίδα» για την ανάπτυξη των αγώνων, δίνοντας τους μια αίσθηση προοπτικής και καθιστώντας συγκεκριμένη και αξιόπιστη (και όχι απλά καταγγελτική) την αμφισβήτηση των κυρίαρχων απόψεων.
2) Μια τέτοια πρόταση προσφέρει επίσης τη βάση για τη συγκρότηση του ευρύτατου μετώπου πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που είναι αναγκαίο για την ανατροπή του κεντρικού συσχετισμού δύναμης. Το μέτωπο αυτό μπορεί να λειτουργήσει ως πρόπλασμα για τη δημιουργία ενός εναλλακτικού κοινωνικού μπλοκ, ικανού να υλοποιήσει την προαναφερθείσα πρόταση, να χαράξει μια διαφορετική πορεία για τη χώρα και να οικοδομήσει τις απαραίτητες διεθνείς συμμαχίες, τόσο με κοινωνικο-πολιτικά υποκείμενα (που παρακολουθούν ήδη με προσοχή, και ελπίδα, τον αγώνα του ελληνικού λαϊκού κινήματος) όσο και με κράτη.
3) Η ικανότητα επίτευξης νικών εξαρτάται σε καθοριστικό βαθμό από την ικανότητα του κινήματος να διευρύνει το πεδίο της αντιπαράθεσης στους καινούργιους χώρους που ανοίγει ο ολοκληρωτικός χαρακτήρας της συντελούμενης επίθεσης και που άρχισαν ήδη να διαφαίνονται στις αναδυόμενες κινηματικές εμπειρίες: τοπικές πρωτοβουλίες στις γειτονιές που συνδυάζουν πρακτική αλληλεγγύη και διεκδίκηση, άμεση δράση κατά της ακρίβειας και του ξεχαρβαλώματος των δημόσιων υπηρεσιών, κίνημα διοδίων και αντιστάσεις στην ιδιωτικοποίηση και την καταστροφή του δημόσιου χώρου σε πόλη και ύπαιθρο, χωρίς να ξεχνάμε τα καίρια μέτωπα της δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας παιδείας. Αυτή η διεύρυνση δεν πρέπει βέβαια να λειτουργεί αντιπαραθετικά με τον πρωταγωνιστικό ρόλο που καλείται να παίξει ο κόσμος της εργασίας και το σ.κ., από τους οποίους εξαρτάται τελικά η δυνατότητα αλλαγής του κεντρικού συσχετισμού.
4) Η επιτυχία της «επιθετικής άμυνας» εξαρτάται εξ’ίσου και από την ικανότητα των λαϊκών δυνάμεων να απορρυθμίσουν τον χειρισμό του χρόνου από την κυβέρνηση, να την οδηγήσουν σε αλλαγή των σχεδίων της και, σε τελευταία ανάλυση, να επιβάλλουν την δική τους χρονικότητα: ένα χρονοδιάγραμμα κινητοιήσεων που εντάσσει τους επιμέρους αγώνες σε μια διάρκεια, που συνδυάζει στιγμές κορύφωσης («επίθεσης») με φάσεις όσο το δυνατό πιο συντεταγμένης αναδίπλωσης, που είναι σε θέση να συγκεντρώνει σε μια συγκεκριμένη στιγμή τις δυνάμεις στο πιο αδύνατο σημείο του αντιπάλου (π.χ. σε ένα μέτρο ακόμη πιο επαχθές από τα υπόλοιπα). Μόνο μια τέτοια χρονική στρατηγική μπορεί να απομακρύνει το ενδεχόμενο εγκλωβισμού της κοινωνικής διαμαρτυρίας σε ξεσπάσματα χωρίς προοπτική, που ξεθυμαίνουν αφού έχουν διανύσει τον κύκλο τους χωρίς να έχουν επιφέρει τα επιδιωκώμενα αποτελέσματα και χωρίς να έχουν αφήσει πίσω τους μορφές οργανωτικής αποκρυστάλλωσης της αγωνιστικής εμπειρίας.
5) Τέλος, ο «παρατεταμένος» χαρακτήρας του λαϊκού αγώνα προϋποθέτει και μια αντίστοιχη οργανωτική υποδομή: ως γνωστόν κανένα κίνημα δεν μπορεί να αντέξει και, πολύ περισσότερο, να νικήσει χωρίς οργάνωση. Το θέμα είναι βέβαια αχανές και δεν έχουμε χώρο να το αναπτύξουμε. Θα περιοριστούμε σε μερικές μόνο επισημάνσεις: η ιδέα του μετώπου που τονίσαμε προηγούμενα εμπεριέχει την διπλή ιδέα μιας μορφής ενωτικής σύγκλισης σε αγωνιστική κατεύθυνση οργανωμένων δυνάμεων διαφορετικού χαρακτήρα και, ως ένα βαθμό, προσανατολισμού μαζί με αυτήν της άρθρωσης της «από τα πάνω» μετωπικής συγκρότησης με τον «από τα κάτω» συντονισμό των πρωτοβουλιών. Για να το πούμε διαφορετικά, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να καταπολεμηθεί τόσο η αυταπάτη μιας λαϊκής αυτενέργειας χωρίς διαμεσολαβήσεις και έξω από κάθε υπάρχουσα μορφή κοινωνικο-πολιτικής συγκρότησης όσο και ο πειρασμός της αυτάρκειας ενός καρτέλ οργανώσεων και φορέων, έστω και στη βάση ενός ικανοποιητικού προγράμματος.
Με δεδομένη την κατάσταση των κοινωνικών και πολιτικών οργανώσεων πρέπει επίσης να τονισθεί η επιτακτική ανάγκη πειραματισμού και ανανέωσης των οργανωτικών μορφών και πρακτικών με στόχο την αναζωογώνηση των υπαρκτών αλλά και τη δημιουργία καινούργιων, ικανών να διεισδύσουν σε χώρους (και είναι πάμπολοι) που στερούνται κάθε οργανωτικής παρουσίας: ας σκεφτούμε την κατάσταση του σ.κ. στο μεγαλύτερο μέρος του ιδιωτικού τομέα, τη νεολαία έξω από τα πανεπιστήμια, τους μετανάστες, τον κόσμο της γειτονιάς.
Ολα αυτά μπορεί να μοιάζουν εξαιρετικά φιλόδοξα και δύσκολα. Αλλά κανείς δεν ισχυρίστηκε ότι, μετά τα όσα συνέβησαν στον προηγούμενο αιώνα, η επιστροφή της Αριστεράς σε μια λογική νικηφόρου αγώνα θα ήταν μια εύκολη υπόθεση. Αρκεί να είμαστε τουλάχιστον σε θέση να βλέπουμε κι εμείς, από τη δική μας πλευρά, μέσα στη συγκυρία της επερχόμενης καταστροφής τα ψήγματα του καινούργιου, την αίσθηση της κρισιμότητας των στιγμών, τη δυνατότητα μιας υπέρβασης. Ωστε να πάψει επιτέλους, για να γυρίσουμε στα αρχικά λόγια του Τσίρκα, η επιβεβαίωση της απαισιοδοξίας του νου να αποτελεί τη μόνη αντιστάθμιση των χαμένων στοιχημάτων ζωής.
Αθήνα, 30 Αυγούστου 2010
[1] Σ. Τσίρκας, Η χαμένη άνοιξη, Κέδρος, 1976, σελ. 227.
[2] Βλέπε το σημαντικό άρθρο του Δημήτρη Μπελαντή «Η κατάλυση του Συντάγματος», Εποχή, 16/5/2010.
[3] Ν. Πουλαντζάς, Η κρίση των δικτατοριών, Παπαζήσης, 1976, σελ. 106.
[4] Ν. Πουλαντζάς, Φασισμός και δικτατορία, Ολκός, 1975, σελ. 103.