«Η έξοδος από την ευρωζώνη
(μαζί με τη στάση πληρωμών, την εθνικοποίηση των τραπεζών και την αναδιανομή
του πλούτου) αποτελεί κόκκινη γραμμή για μια μαχόμενη αριστερή απάντηση στην
κρίση όχι γιατί μας παρασύρουν ο Σαμαράς, ο Βενιζέλος και τα αστικά
συγκροτήματα, αλλά γιατί μας επιβάλλεται από την ίδια την πραγματικότητα»
Oι κυρίαρχες δυνάμεις του
δικομματισμού και οι τροϊκανοί επικυρίαρχοι σύρθηκαν σε εκλογές με το φόβο του
τερματοφύλακα πριν από τα πέναλτι. Αντιλαμβάνονται ότι η προσωρινή άπνοια του
λαϊκού κινήματος είναι μόνο η σιωπή πριν από την επόμενη θύελλα. Τα λαϊκά
στρώματα υπολογίζουν, όχι αβάσιμα, ότι σ’ αυτές τις εκλογές η ψήφος μπορεί να
γίνει φονική σαν σφαίρα, κάτι που συμβαίνει μια φορά στα πενήντα χρόνια σε
συνθήκες κοινοβουλευτισμού.
Tου Πέτρου Παπακωνσταντίνου από την εφημερίδα "ΠΡΙΝ"
Μια σιωπηλή εξέγερση της
κάλπης, που θα οδηγήσει σε πολιτικό λιντσάρισμα του μνημονιακού πολιτικού
κόσμου, δεν μπορεί βέβαια, σ’ αυτή τη φάση, να λύσει το θέμα της διακυβέρνησης
προς όφελος του λαού. Μπορεί όμως να αποδιοργανώσει το αστικό πολιτικό σύστημα,
να προκαλέσει παραλυτική όξυνση των αντιθέσεων στο εσωτερικό των ελληνικών και
ευρωπαϊκών κέντρων, να ισχυροποιήσει σοβαρά τον λαϊκό παράγοντα και την
Αριστερά. Μια τέτοια εξέλιξη θα ενισχύσει την πιθανότητα πραγματικών, και όχι
κάλπικων, εξεγέρσεων από τον Ιούνιο και μετά, όταν αρχίσει ο καταιγιστικός
βομβαρδισμός της Εφορίας και των νέων, βάρβαρων μέτρων που έχουν ήδη
προαναγγελθεί.
Ωστόσο οι λογικές ως ένα
βαθμό προσδοκίες δεν δικαιολογούν άγνοια κινδύνου- άλλωστε, τα θηρία γίνονται
δέκα φορές πιο επικίνδυνα όταν τραυματίζονται και εγκλωβίζονται. Η τεχνητή
δημιουργία κλίματος ανωμαλίας, χάους και ιδεολογικής τρομοκρατίας βρίσκεται
πάντα στην ημερήσια διάταξη, έστω κι αν οι μηχανορράφοι κινδυνεύουν να καούν οι
ίδιοι από την πυρκαγιά που ετοιμάζουν. Ίσως μάλιστα παρόμοια σενάρια να είχαν
ήδη δρομολογηθεί αν η αυτοκτονία του Δημήτρη Χριστούλα και η παρ’ολίγον
δολοφονία του Μάριου Λώλου δεν είχαν προκαλέσει τόση συγκίνηση, καταδικάζοντας
σε αποτυχία και τις απόπειρες εκτροπής της λαϊκής οργής στους συνήθεις
αποδιοπομπαίους τράγους, μετανάστες και απεργούς. Εν αναμονή καλύτερων ιδεών
και ευκαιριών, οι κυρίαρχες δυνάμεις επιχειρούν να ανασυνταχθούν στη «γραμμή
Μαζινό» του αστισμού, τον ευρωπαϊσμό, θέτοντας ως καθοριστικό διακύβευμα των
εκλογών το δίλημμα: Ευρώ ή χάος.
Όπως είναι γνωστό, στο Β’
Παγκόσμιο Πόλεμο οι Γερμανοί κατάφεραν να τσακίσουν τους Γάλλους μέσα σε
ενάμιση μήνα χωρίς να δώσουν καμία μάχη πάνω στη φοβερή και τρομερή γραμμή
Μαζινό- την παρέκαμψαν μέσω Ολλανδίας, Βελγίου και δάσους των Αρδεννών. Σήμερα,
η μαχόμενη Αριστερά δεν διαθέτει την πολυτέλεια της παράκαμψης γιατί το θέμα
του ευρώ ορθώνεται αναγκαστικά μπροστά μας όχι από κάποια αντιιμπεριαλιστική ή
εθνικιστική ιδεοληψία, αλλά από την ίδια την πραγματικότητα της κρίσης στην
ευρωζώνη. Από την άλλη πλευρά, η ριζοσπαστική και κομμουνιστική Αριστερά δεν
έχουν κανένα λόγο να συγκεντρώσουν όλη τη δύναμη πυρός πάνω στο πιο ευνοϊκό για
τον αντίπαλο πεδίο. Οφείλουν να δώσουν τη μάχη του ευρώ με τον αστισμό στο
πλαίσιο μιας συνολικής πρότασης για την αντιμετώπιση της κρίσης, την παραγωγική
ανασυγκρότηση και τη δημοκρατική αναγέννηση της Ελλάδας προς όφελος των
εργαζομένων, στην προοπτική του σοσιαλισμού.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει
να τονισθεί είναι ότι ο «κίνδυνος» να φύγουμε από το ευρώ λόγω «εκλογικού
ατυχήματος» αποτελεί εκφοβιστικό τρικ του δικομματισμού, αντάξιο πολιτικών
παπατζήδων. Από τη μία πλευρά, οι δυνάμεις που τάσσονται υπέρ της εξόδου από
την ευρωζώνη- ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής, Αριστερό Ρεύμα
του Συνασπισμού, μικρότερες αριστερές οργανώσεις- απέχουν πολύ από το να
διεκδικούν την κυβερνητική και πολύ περισσότερο την πραγματική εξουσία, έστω κι
αν το ποσοστό του κόσμου που υποστηρίζει την απαλλαγή από τον ευρωζουρλομανδύα
ξεπερνά κατά πολύ την εκλογική τους βάση. Από την άλλη, οι κυρίαρχες δυνάμεις
της ΕΕ ουδεμία θεσμική δυνατότητα διαθέτουν να εξοστρακίσουν από την ευρωζώνη
μια χώρα αν η ίδια δεν έχει αποφασίσει να αποχωρήσει. Μπορούν βεβαίως να
αλλάξουν δικτατορικά το θεσμικό πλαίσιο, αλλά αυτό θα προκαλέσει θύελλα
αντιδράσεων, θα κλιμακώσει ανεξέλεγκτα τη σοβούσα κρίση του ευρώ και πιθανότατα
θα προκαλέσει διάσπαση της ίδιας της Ένωσης. Η Ελλάδα θα φύγει από το ευρώ μόνο
με δική της κυρίαρχη απόφαση, είτε όταν η ηγεμονική μερίδα του κεφαλαίου βρεθεί
σε αδιέξοδο, είτε (όπως θα θέλαμε εμείς) όταν η λαϊκή πλειοψηφία πεισθεί από
την ίδια της την πείρα για την αναγκαιότητα της ρήξης.
Μια επαναστατική Αριστερά,
αντάξια των σκοπών και του μέλλοντός της δεν μπορεί να αισθάνεται ερωτευμένη
ούτε με το ευρώ, ούτε με τη δραχμή. Ιστορικός της ορίζοντας είναι ένα σύστημα
οργανωμένης κοινωνικής αυτοδιαχείρισης, που θα μειώνει το ρόλο των
εμπορευματικών- χρηματικών σχέσεων μέχρι την πλήρη εξάλειψή τους. Φυσικά,
πρόκειται για μακροπρόθεσμο στρατηγικό στόχο, που δεν βρίσκεται στην ημερήσια
διάταξη, αλλά αυτό δεν τον καθιστά θρησκευτικό «εικόνισμα». Αντίθετα,
νοηματοδοτεί άμεσες, τακτικές επιδιώξεις που πρέπει να βρουν τη θέση τους σε
ένα αριστερό, αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα αντιμετώπισης της κρίσης με πυρήνα
την προστασία και διεύρυνση του δημόσιου αγαθού. Για παράδειγμα: Δωρεάν
μετακίνηση με τα μέσα μαζικής μεταφοράς για τον εργατικό πληθυσμό, τους
ανέργους και τους φοιτητές, δωρεάν, καθολική πρόσβαση στο Ίνερνετ, αποκλειστικά
δημόσια και δωρεάν υγεία και παιδεία, εθνικοποίηση στον τομέα του φαρμάκου,
διατίμηση και επιδότηση βασικών ειδών διατροφής κ.α.
Μεσοπρόθεσμα, στην κλίμακα
μιας μεταβατικής, εργατικής- λαϊκής εξουσίας, μια διεθνιστική Αριστερά δεν
νομιμοποιείται να επενδύσει προνομιακά στο εθνικό νόμισμα υπό το πρίσμα της
απόσυρσης από το διεθνή καταμερισμό εργασίας στο ιγκλού της “αυτοδύναμης ανάπτυξης”
και του εμπορικού πολέμου με τις άλλες χώρες. Ειδικά για μια μικρή χώρα σαν την
Ελλάδα, η προοπτική του σοσιαλισμού θα γινόταν αφάνταστα πιο εύκολη στο πλαίσιο
μιας ισότιμης ένωσης εθνών, με μεταβιβάσεις πόρων προς τις φτωχότερες περιοχές,
μεταφορά τεχνογνωσίας και εξειδίκευση στη βάση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων
και της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Το να περιμένει, όμως,
κανείς να μεταβληθεί το σημερινό ευρωσφαγείο των μισθωτών σε παραδεισένια Ένωση
ισότιμων εθνών χωρίς επαναστατικές ανατροπές είναι μεγαλύτερη αφέλεια από το να
περιμένει τον Άγιο Βασίλη. Για να ενωθούμε, πρέπει πρώτα να χωρίσουμε γιατί
αυτό επιβάλλει όχι η ιδεολογική καθαρότητα κάποιας σέχτας, αλλά η ανάγκη
επιβίωσης του ελληνικού λαού. Εδώ η αντίφαση των αριστερών ευρωπαϊστών είναι αξεπέραστη:
Λένε όχι στο Μνημόνιο, ναι στη στάση πληρωμών- αλλά επιμένουν ότι όλα αυτά
μπορεί να γίνουν στο πλαίσιο του ευρώ και της ΕΕ. Πιστεύουν αλήθεια ότι η
Μέρκελ, ο Σαρκοζί (ή ο Ολάντ) και ο Ντράγκι θα επιτρέψουν στην Ελλάδα να τους
φεσώσει χωρίς κυρώσεις- π.χ χωρίς να κόψουν τις αγροτικές επιδοτήσεις και τα
προγράμματα στήριξης, χωρίς να δεσμεύσουν τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία στο
εξωτερικό, χωρίς να διώξουν την Ελλάδα από όλα τα όργανα αποφάσεων της Ένωσης,
χωρίς μ’ άλλα λόγια να πυροδοτήσουν μια συνολική ρήξη που αναγκαστικά θα
οδηγήσει τη χώρα εκτός ευρωζώνης και εκτός ΕΕ; Αλλά κι αν υποθέσουμε ότι υπήρχε
μία στο εκατομμύριο πιθανότητα να γίνει κάτι τέτοιο, η παραμονή στο ευρώ θα
ακύρωνε με μεμιάς όλα σχεδόν τα πλεονεκτήματα της στάσης πληρωμών: Τη
δυνατότητα να κόβουμε χρήμα στο Εθνικό Νομισματοκοπείο για να καλύψουμε, στη
δύσκολη μεταβατική περίοδο, το πρωτογενές έλλειμμα και την υποτίμηση του
εθνικού νομίσματος για την ανόρθωση της παραγωγικής βάσης, του τουρισμού και
των κατασκευών.
Εν κατακλείδι: Η έξοδος
από την ευρωζώνη (μαζί με τη στάση πληρωμών, την εθνικοποίηση των τραπεζών και
την αναδιανομή του πλούτου) αποτελεί κόκκινη γραμμή για μια μαχόμενη αριστερή
απάντηση στην κρίση όχι γιατί μας παρασύρουν ο Σαμαράς, ο Βενιζέλος και τα
αστικά συγκροτήματα, αλλά γιατί μας επιβάλλεται από την ίδια την
πραγματικότητα. Οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς που
συγκλίνουν, έστω και από διαφορετικές στρατηγικές αφετηρίες, σε ένα τέτοιο
πρόγραμμα οφείλουν να συμπαραταχθούν σε ενιαίο μέτωπο, στις εκλογές και κυρίως
μετά από αυτές, δίνοντας πολιτική προοπτική και αυτοπεποίθηση στα λαϊκά
στρώματα που αγωνιούν και υποφέρουν. Ιδιαίτερα οι δυνάμεις που βρέθηκαν στα
ίδια χαρακώματα από το Δεκέμβρη του 2008 και μετά (και υπέστησαν γι αυτό πολιτικό
λιντσάρισμα από το κατεστημένο) δεν έχουν καμμία δικαιολογία να συνεχίσουν να
βαδίζουν χωριστά. Η τρομερή συμπύκνωση του πολιτικού χρόνου σ’ αυτή την τόσο
σκληρή εποχή δεν μας αφήνει την πολυτέλεια να επιλέγουμε τελικά το σωστό, μόνο
αφού έχουμε εξαντλήσει όλη τη γκάμα των λανθασμένων επιλογών.