Μια παλιά φωτογραφία…
Κάπου μακριά ακούγονται
παιδικές φωνούλες διεκδίκησης …
Κι από κάπου αλλού μια
μελωδία γλυκιά, παραπονιάρικη, όπως εκείνες που άκουγα χρόνια πολλά πριν…
Ο χρόνος ακινητοποιείται
σιγά-σιγά μες τη ραστώνη του μεσημεριού…
Αγναντεύοντας στον
ορίζοντα, τα πουλιά πετούν ακόμα…
Κι οι ανθρώπινες φιγούρες
κινούνται ακόμα… σκιές κάτω απ’ τον ήλιο…
Χωρίς πρόσωπα … Κάθε μια
φιγούρα μόνη… προς διαφορετικούς δρόμους, διαφορετικές κατευθύνσεις…
Είναι μια μέρα όπως οι
περισσότερες…
Η ζωή συνεχίζεται… η ζωή
τραβάει την ανηφόρα…
Κάθε ένας μας το δρόμο
του…
Μέσα στην ανοιξιάτικη
μελαγχολία της μοναξιάς μας…
Μητέρα… ψέλλισα… σε μια
προσπάθεια να πιαστώ κάπου… Όμως δεν ήταν εκεί… παρά μόνο η θύμισή της, κι αυτή
ξεθωριασμένη…
Μητέρα… Πώς θα ήταν αν
υπήρχε, άραγε…
Τι θα έκανε εκείνη στους χαλεπούς καιρούς μοναξιάς
κι απαξίωσης της μοναδικότητας της ύπαρξης που ζούμε…
Θα ήταν από κείνους που
φεύγουν διαλέγοντας αξιοπρέπεια?
Όπως εκείνος… ??? Αν
ζούσε, την ηλικία του θα είχε…
Ανασκάλεψα τα συρτάρια…
Βρήκα τις φωτογραφίες της… στη συγκέντρωση… Στις πλάτες κάποιων, αδύνατη,
νευρώδης, με τα σγουρά της μαύρα μαλλιά να ξεχωρίζουν μες την πορεία, να
φωνάζει… να υπερασπίζεται το δίκιο της δουλειάς, των απολυμένων, των κατατρεγμένων
της εποχής της… Με δυνατή ματιά, με ένταση που μπορούσε ν’ απεικονιστεί σε μια
ασπρόμαυρη παλιά φωτογραφία… Με αποφασιστικότητα και πάθος που μπορούσα να
νιώσω τόσα χρόνια μετά…
Την είχα ρωτήσει κάποτε…
«Γιατί φωνάζατε?»... θεωρώντας γραφική τη φωτογραφία… Είχε σκοτεινιάσει η ματιά
της… «Για να ζήσετε εσείς καλύτερα», μου απάντησε, και δεν κατάλαβα ποτέ το
λόγο της…
Γιατί η ζωή μου ήταν
δεδομένη… Γιατί η ελευθερία ήταν δεδομένη… η δουλειά μου και τα εργασιακά
δικαιώματα ήταν δεδομένα και για μένα και για πολλούς άλλους…
Για κείνην όμως ήταν
προϊόν αγώνα… κι αίματος…
Είναι στιγμές που πιάνω
τον εαυτό μου να χαίρομαι που έφυγε νωρίς…
Παρ’ ότι μου λείπει…
Δεν ξέρω αν θα μπορούσε να
ξεκινήσει απ’ την αρχή…
Δεν ξέρω αν θα μπορούσε να
το αντέξει αυτό που ζούμε… Αν θα μπορούσε να βλέπει τους δικούς της κόπους,
τους κόπους και το αίμα των γονιών της να προδίδονται τόσο βάρβαρα…
Δεν ξέρω… δεν ξέρω κι εγώ
αν μπορώ να αρχίσω ξανά… Ξέρω μόνο ότι πρέπει…
Γιατί αλλιώς δε θα μπορώ
ν΄ αντέξω το βλέμμα των δικών μου παιδιών…
Γιατί αλλιώς θα πρέπει
απλά να φύγω…