του Methexis από το ιστολόγιο "Παραλληλογράφος"
Στην αρχή ήρθε
χαμογελαστό, μας πλησίασε γεμάτο σκέρτσο και κομπλιμέντα. Το αφήσαμε
χαρούμενοι, θαμπωμένοι από την ομορφιά της υπόσχεσης του. Σε λίγο το συνηθίσαμε,
το δεχτήκαμε και τέλος το ξεχάσαμε. Γίναμε κι εμείς εικόνα του, φορέσαμε
πλουμιστές προβιές και μάθαμε υπερήφανα να βελάζουμε στις προσταγές του.
Όταν άρχισε σιγά σιγά να
κρέμεται από πάνω μας σαν αλυσίδα, σαν κατάρα, καταλάβαμε. Δεν ήταν πλέον όμορφο,
ούτε καλοσυνάτο. Φωνάξαμε τότε δυνατά, πίσω να τρέξουμε, να βρούμε λύση, ξανά
το χτεσινό κουστούμι του να βάλει. Εκείνο που μας άρεσε, εκείνο που μας βόλεψε.
Μα ήταν αργά, με ψέμα και
αγριάδα μας ανάγκασε έτσι να το δεχτούμε, γιατί ήταν λέει καλύτερα για μας, για
το καλό μας. Και τότε μαζευτήκαμε πολλοί, και θάρρος πήραμε ο ένας απ’ τον
άλλο, και πάλι βάλαμε φωνές, κατάρες ρίξαμε και αφορισμούς, και παρακάλια
ενίοτε.
Και πάλι μας αγνόησε και
ορθώνοντας την τρομερή του φύση, μας έριξε κατάχαμα βάζοντας όλο του το μένος,
και καταπρόσωπο μας έγρουξε πως όλα τέλειωσαν πια, να το δεχτούμε. Αλλιώς θα
μας αφάνιζε. Και το πιστέψαμε. Από φόβο, από ντροπή;
Και τώρα;
Οι μάσκες έπεσαν, οι
δικαιολογίες τέλος. Κάθε ενδοιασμός ξεπεράστηκε, κάθε αμφιβολία διαλύθηκε. Το
ωμό πρόσωπο του Συστήματος έπαψε να μας γρυλίζει δείχνοντας μας τα αποτρόπαια
κοφτερά του δόντια. Τώρα πια τα έχει μπήξει βαθιά μέσα στη σάρκα μας, διψώντας
για το αίμα μας, για το μεδούλι της ραχοκοκαλιάς μας.
Δεν παίρνει πια από
παρακάλια, μήτε από φοβέρες και κατάρες. Τώρα ήρθε η ώρα να παλέψουμε το φόβο
μας, τις ίδιες τις συνήθειες μας. Ώρα να ορθώσουμε το είναι μας στη πρόκληση,
να πάρουμε στα χέρια σίδερο, φωτιά και να χιμήξουμε πάνω του με λύσσα και
αυταπάρνηση, μέχρι να ξεψυχήσει.
Ακόμα κι αν δεν βγούμε
ζωντανοί, θα ζήσουν τα παιδιά μας.
Αλλιώς…
Η κουβέντα για την
ειρηνική αντίσταση άρχισε να με κουράζει. Τα θρησκευτικά και αστικά παραμύθια
για τον «έντιμο» και «σωστό» τρόπο διεκδίκησης των δικαιωμάτων μου, δεν πιάνουν
τόπο. Έμαθα αργά ίσως και επίπονα, πως τον αντίπαλο τον πολεμάς με τα ίδια μέσα,
με την ίδια λύσσα, με την ίδια πονηριά. Το παιχνίδι του είναι στημένο και ο
μόνος τρόπος να τον κερδίσεις είναι να ανατρέψεις τους κανόνες του. Στον
αντίπαλο δεν χαρίζεσαι, δεν τον λυπάσαι και πάνω απ’ όλα δεν τον εμπιστεύεσαι.
Κάθε έκφανση του Συστήματος
πρέπει να τσακιστεί, να εξαφανιστεί, αν θέλουμε να επιβιώσουμε σε τούτον τον
άνισο πόλεμο. Καμιά θυσία δεν υπερτερεί της επιβίωσης, κανένας φόβος
μεγαλύτερος από εκείνον για τη ζωή μας. Και ναι, το Σύστημα βάλθηκε να μας
εξοντώσει, ψυχολογικά και σωματικά. Απαιτεί την απόλυτη υποταγή μας στην
ένδεια, στο πόνο και τη δυστυχία, χωρίς να του καίγεται καρφί αν πεινάμε,
αρρωσταίνουμε ή αν πεθαίνουμε σαν τα κοτόπουλα στον καύσωνα.
Πολιτικοί, δημοσιογράφοι,
παπάδες, τραπεζίτες, βιομήχανοι, δικαστικοί όλοι συνένοχοι στο πλάνο. Όλοι
βαλμένοι να μας πιούν το αίμα, και το αίμα όλων των Λαών. Και μείς;
Πόσο θα πάρει να
καταλάβουμε πως άρχισε πόλεμος αμείλικτος, ταξικός με μόνο στόχο τον πλουτισμό
των λίγων στις πλάτες των πολλών; Δεν θέλουν τα νησιά μας, τα μνημεία μας, τον
ορυκτό μας πλούτο. Τα θέλουν όλα. Όλα τα νησιά και τα μνημεία και τα ορυκτά και
το πλούτο όλων των Λαών, όλου του Κόσμου. Το έχουν ξανακάνει, εκατοντάδες
χρόνια τώρα, σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Μέχρι κι ανθρώπους εμπορεύονται. Μόνο
που όσο το έκαναν αλλού δεν μας ένοιαζε, δεν θέλαμε να ξέρουμε, νομίζαμε πως
δεν μας αφορούσε.
Τώρα είναι εδώ, και δίπλα
μας, στους γείτονες, και λίγο παραπέρα, παντού. Τι θα κάνουμε;
Θα προτιμήσουμε να
γλύφουμε απ’ το πάτωμα τα ψίχουλα που ρίχνουν; Θα συνεχίσουμε να σκύβουμε το
σβέρκο, τη ραχοκοκαλιά; Θα βλέπουμε καρτερικά το διπλανό μας ν’ αργοπεθαίνει;
Πόσους άστεγους ακόμα
θέλουμε να δούμε, πόσους συνανθρώπους μας να ψάχνουν στα σκουπίδια, πόσους
νέους άνεργους με σμπαραλιασμένα όνειρα, πόσους να ξενιτεύονται; Πόσοι αθώοι
«διαφορετικοί» από μας θα γίνουν εξιλαστήρια θύματα; Τι περιμένουμε λοιπόν; Να
φτάσουμε κι εμείς στη θέση τους;
Ήρθε η ώρα να διαλέξουμε.
Ή εμείς ή αυτοί. Βία στη βία της εξουσίας.
«νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι
καιροί,
με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος
προχωρεί»