Την Πέμπτη το πρωί, στο
Μεταξουργείο, μια 90χρονη γυναίκα και ο 50χρονος άνεργος γιος της, ο Αντώνης,
ανέβηκαν στην ταράτσα της πολυκατοικίας τους κι έπεσαν στο κενό.
Η σύνταξη του
ΟΓΑ της μάνας (340 ευρώ) δεν έφτανε για να ζήσουν, ενώ στο πρόβλημα της πείνας
ήρθαν να προστεθούν και βαριά προβλήματα υγείας.
της Μαριάννας Τζιαντζή από την εφημερίδα "ΠΡΙΝ"
Ο Αντώνης Περρής ή Antony P. ήταν
μουσικός. Τους τελευταίους πέντε μήνες είχε αναρτήσει στην ιστοσελίδα
stixoi.info, εκατοντάδες ποιήματά του με την ακόλουθη σημείωση: «Τα τραγούδια
μου είναι ακόμη ανέκδοτα. Για νέα μελοποίησή τους, κατόπιν συμφωνίας μαζί μου».
Μαζί και ο αριθμός του κινητού του για κάθε ενδιαφερόμενο.
Ανέκδοτα ήταν τα τραγούδια του,
όμως οι τελευταίοι του στίχοι διαβάστηκαν από δεκάδες ίσως και εκατοντάδες
χιλιάδες μάτια.
Αντί για μουσική, ένας γδούπος.
Το ποίημα του αποχαιρετισμού,
που έχει τίτλο «Μη μείνει απ’ αυτούς κανείς» και αναρτήθηκε μια μέρα πριν τη
διπλή αυτοκτονία, είναι μια συναισθηματική και πολιτική διαθήκη, που
απευθύνεται σε όλους.
Οι «αυτοί» είναι οι «λωποδύτες, οι τραπεζίτες κι οι
αγιογδύτες κι όλοι τους οι υποτακτικοί».
Στίχοι για τη γυναίκα, τον έρωτα,
την Αθήνα, το χρήμα, το 1821, στίχοι με ευχές για τα Χριστούγεννα και το Νέο Έτος.
Συνήθως με διευκρίνηση του είδους του τραγουδιού: ζεϊμπέκικο, slow rock,
ρούμπα, χασάπικο, eurodance. Τραγούδια «χιουμοριστικά», «κοινωνικο-θρησκευτικά,
«κοινωνικο-πολιτικά», σύμφωνα με τη δική του ταξινόμηση.
Στην ίδια ιστοσελίδα, ο Αντώνης
περιγράφει τα προσωπικά του αδιέξοδα, παρόμοια με αυτά που αντιμετωπίζουν οι
περισσότεροι από εμάς. Ας μην τα επαναλάβω αφού, όπως λέει ένας φίλος, που μόνο
ανάλγητο δεν θα τον χαρακτήριζα, «πρέπει να κάνουμε οικονομία στις
συγκινήσεις».
Πώς όμως να κάνεις οικονομία στην οργή και στην ντροπή;
Με τον πιο δραματικό τρόπο βγήκαν
από το συρτάρι οι στίχοι του Αντώνη. Αντί να παρουσιαστούν σε κάποιο τάλεντ
σόου, του τύπου «Ελλάδα έχεις ταλέντο», φτάνουν τώρα σ’ εμάς με τον δημιουργό
τους αφανισμένο.
Σίγουρα κάποιος θα βρεθεί να μελοποιήσει το τελευταίο ρεφρέν:
«Δίχως έλεος, λοιπόν,
δίχως οίκτο,
χτύπα τους πριν
αφανιστείς,
γιατί αλλιώς μέσ’ στη
μιζέρια
και μέσ’ στο άδικο θα
ζεις».