Bρισκόμαστε σε μια συγκυρία
όπου το ύψος των διακυβευμάτων είναι τεράστιο,
όπου
ο αντίπαλος έχει πολύ
περισσότερα να χάσει από απλώς κάποια κεφάλαια.
Αυτό είναι που εξηγεί και
γιατί το εκλογικό αποτέλεσμα και την ανοιχτή πολιτική κρίση που το συνόδευσε,
ακολουθεί η μετ’ επιτάσεως τοποθέτηση του ερωτήματος «ευρώ ή χάος» από το
αστικό μπλοκ και μάλιστα με την ένταση ενός τρομοκρατικού διπόλου απέναντι στα
λαϊκά στρώματα, καθώς το ερώτημα συνοδεύει η απαραίτητη μυθολογία για το πώς θα
είναι μια κοινωνία εκτός ευρώ: το κράτος δεν θα έχει να πληρώσει μισθούς και
συντάξεις, τα σούπερ μάρκετ δεν θα έχουν τρόφιμα στα ράφια, τα παιδιά δεν θα
έχουν σχολείο να πάνε, τα νοσοκομεία δεν θα έχουν φάρμακα…
Με λίγα λόγια, πρόκειται
ουσιαστικά για την κοινωνία εκείνη που οι άνθρωποι θα είναι πάλι λύκοι.
Με
όρους κλασικής πολιτικής φιλοσοφίας, η έξοδος από το ευρώ παρουσιάζεται από το
αστικό πολιτικό προσωπικό περίπου ως επιστροφή στη φυσική κατάσταση του Χομπς.
Εκεί όπου απουσιάζει η πολιτική κοινότητα, το κράτος, όπου δεν υφίσταται
συμβόλαιο μεταξύ των δρώντων υποκειμένων και αυτά εμπλέκονται σε έναν «πόλεμο
όλων εναντίον όλων», που όπως διδάσκει ο Χομπς έχει βαρύ τίμημα: όχι απλώς τη
διαρκή απειλή του θανάτου, αλλά κυρίως την διακύβευση της ατομικής ιδιοκτησίας…
Είναι όμως τυχαίο το
δίπολο που το θέτουν οι αστικές δυνάμεις; Όχι.
Είναι ακριβώς το
στρατηγικό διακύβευμα που αναδεικνύεται γι’ αυτές, που καθορίζει την εξέλιξη
των πραγμάτων στη συγκυρία.
Είναι το υλικό εκείνο σημείο στο οποίο
συναρθρώνονται οι ριζικά ανταγωνιστικές ταξικές στρατηγικές, το σημείο που
συνιστά από τη μία, για το κεφάλαιο, την εγγύηση της θεσμικής ισορροπίας και
της οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας, και από την άλλη, για μια δυνάμει
λαϊκή κοινωνική συμμαχία των καταπιεσμένων στρωμάτων, τη δυνατότητα για έναν
εντελώς ανοιχτό ορίζοντα γεγονότων, άρα τη δυνατότητα τόσο τακτικής όσο και
στρατηγικής εξυπηρέτησης των συμφερόντων της.
Είναι λοιπόν σαφές ότι ο
αντίπαλος πάει τη δημόσια συζήτηση στη στρατηγική, θέτει στο τραπέζι ανοιχτά το
ερώτημα για την πορεία του τόπου.
Αν είναι όμως έτσι, γιατί το κάνει, γιατί
αποκαλύπτει το τόσο υψηλό διακύβευμα της συγκυρίας;
Γιατί θεωρεί ότι αυτό αποτελεί το αδύναμο
σημείο της τρέχουσας πρότασης κυβερνητικής διαχείρισης της Αριστεράς όπως
εκφράζεται από το ΣΥΡΙΖΑ
και, ταυτόχρονα,
γιατί είναι το σημείο στο οποίο
διατηρεί ακόμα σημαντική ιδεολογική υπεροχή.
Και μάλιστα,
η ιδεολογική αυτή
υπεροχή δεν διακυβεύεται καν από τον κυρίαρχο πολιτικό εκπρόσωπο της λαϊκής
δυναμικής.
Μπορεί όμως σε αυτό το
τρομοκρατικό, όπως τίθεται, δίλημμα, η Αριστερά να κλείνει τα μάτια, να
απαντάει πως δεν υφίσταται;
Μπορεί να μένει μόνο στο τρομοκρατικό σκέλος του
και να μην επιχειρεί να το μετασχηματίσει, να μην επιχειρεί να τροποποιήσει τον
κοινό νου, να μην εκμεταλλευτεί το πλεονέκτημα που της δίνει πλέον ο αντίπαλος,
ότι δηλαδή
έβαλε τη συζήτηση μέσα στο πεδίο της πολιτικής και έφυγε από τη,
βαθιά ηγεμονευόμενη από τη στρατηγική του, συζήτηση γύρω από τα λογιστικά
δεδομένα, ότι αναγκάστηκε να κάνει πολιτικό επίδικο την ίδια την ουσία της;
Και αν η Αριστερά με αυτή
την τακτική δεν χάνει μόνο την ιστορική ευκαιρία να μπει η αντιπαράθεση πολύ
πιο βαθιά στο πεδίο της στρατηγικής, μήπως τελικά άθελά της, στην προσπάθεια να
αποκρούσει τις επικοινωνιακές επιθέσεις και την τρομοκρατία που συνοδεύει το
δίλημμα, απλώς το αναπαράγει και το επιτείνει;
Μήπως,
η καλύτερη λύση
απέναντι στην τρομοκρατία του αντιπάλου δεν είναι να χώνουμε το κεφάλι μες το
χώμα, κάνοντας ότι δεν βλέπουμε γύρω μας,
αλλά
το βάθεμα της συζήτησης για τον
άλλο δρόμο, για το πού μπορεί να πάει αυτή η κοινωνία, το τι δυνατότητες μπορεί
να ανοίξει μια οικειοθελής, προγραμματισμένη και προετοιμασμένη έξοδος από το
ευρώ και την ΕΕ;
Μήπως
πρέπει ως Αριστερά να απαντήσουμε εμείς
ότι η έξοδος από το ευρώ δεν θα μας κάνει λύκους, ότι τους δρόμους δεν θα
λυμαίνονται συμμορίες με καλάζνικοφ,
αλλά το αντίθετο,
ότι μπορεί να ανοίξει τη
δυνατότητα για έναν λαό να εκτοπίσει τις συμμορίες που τώρα λυμαίνονται τόσο
τους δρόμους, όσο και την εξουσία και τον κόπο του;
Άλλωστε,
όσο και να
επιχειρεί η Αριστερά να πείσει ότι πρόκειται για ένα πλαστό δίλημμα,
ακόμη
και
οι πιο καλόπιστοι οπαδοί της κατανοούν ότι η παραμονή στο ευρώ και πάλι δεν αποτελεί
κανενός είδους βεβαιότητα.
Ότι, ακόμη
και αν η έξοδος
είναι πολύ ακριβή για να συμβεί ή σκοντάφτει πάνω σε θεσμικά κωλύματα, δεν
είναι απαραίτητο ότι αυτοί οι λόγοι επαρκούν για να αποφευχθεί,
δεν είναι
απαραίτητο
ότι δεν θα κυριαρχήσει και πάλι η πολιτική, ότι η έξοδος δεν θα
έρθει με πρωτοβουλία της ΕΕ για λόγους πολιτικής ευστάθειας του συνολικού της
πολιτικοοικονομικού οικοδομήματος.
Και είναι σαφές
ότι μια
τιμωρητική έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ, και (ενδεχομένως) την ΕΕ,
θα γίνει
με τέτοιους επαχθείς όρους που θα αποτελέσει ένα μήνυμα προς όλους τους λαούς
της Ευρώπης, θα φτιάξει ένα παράδειγμα προς αποφυγήν που θα παίξει σπουδαίο
ρόλο στη σταθερότητα της υπόλοιπης ΕΕ.
Άλλωστε,
περισσότερο ακόμη
από το τι θα κάνει η Ελλάδα, κρίσιμο οικονομικά για την ΕΕ και τη Γερμανία
είναι να μη σκάσει η Ισπανία, η Ιταλία και η Γαλλία, αλλά και σε τελική ανάλυση
να μη διακυβευτεί ο συνολικός πολιτικός και οικονομικός μηχανισμός που δίνει
στη Γερμανία το συγκριτικό της πλεονέκτημα και σημαντικά περιθώρια κερδοφορίας.
Το κρίσιμο είναι να μη
σκάσει συνολικά η ευρωζώνη και η ΕΕ.
Και αν ο λαός δεν είναι προετοιμασμένος
για αυτή την έξοδο, έστω και ιδεολογικά,
αν εμείς εξοβελίζουμε όπως ο διάολος
το λιβάνι οποιαδήποτε συζήτηση,
αν δεν αναγνωρίζονται καν τα πιθανά ενδεχόμενα,
τότε οι δυσκολίες που θα την συνοδεύσουν (οι οποίες θα είναι και πολύ
χειρότερες από αυτές που αντιμετωπίζαμε σε μια οργανωμένη οικειοθελή και
προετοιμασμένη έξοδο)
θα βιωθούν από τα λαϊκά στρώματα ως συντριπτική ήττα της
δυναμικής που ανέπτυξαν, ως ένα τεράστιο λάθος.
Και εκεί δεν θα έχουμε
μόνο το τέλος αυτής της δυναμικής.
Θα έχουμε επίσης και την ανασυγκρότηση της
αστικής στρατηγικής πάνω στα ερείπια των «αριστερών τυχοδιωκτισμών» (όπως θα
τους λένε) και την πλήρη απαξίωση της Αριστεράς συνολικά.
Θα έχουμε τη βίαιη
επιστροφή της λογιστικής έναντι της πολιτικής…
Γιατί ας μην το ξεχνάμε:
στα νούμερα οι αστοί έχουν την ηγεμονία.
Η δική μας δυνατότητα για
αυτή την ηγεμονία δεν εξαντλείται απλώς στην έκφραση της δυσαρέσκειας, αλλά στη
στρατηγική έκφραση των συμφερόντων του λαού, στην προοπτική, στην τροποποίηση
του κοινού νου, στην άρση των βεβαιοτήτων που συνοδεύουν τα διλήμματα.
Και αν ο αντίπαλος μας
εκφοβίζει προβάλλοντας το μέλλον μας εκτός ευρώ ως σκηνή από τη βίαιη και
αβέβαιη προϊστορία της οργανωμένης πολιτικής κοινότητας,
εμείς πρέπει να
αντιτάξουμε σε αυτό τη «γενική βούληση» του Ρουσσώ, τη δυνατότητα σύστασης ενός
νέου πολιτικού σώματος που να ορίζει για τον εαυτό του πού θέλει να πάνε τα
πράγματα…