Γιάννης Μάντζαρης*
Το
αποτέλεσμα των τελευταίων εκλογών χρωματίζεται από το μαζικό βήμα αποστοίχισης
του λαού από τους δύο πυλώνες του μεταπολιτευτικού συστήματος γεγονός που
κλονίζει συθέμελα το κοινωνικό και πολιτικό κατεστημένο στην χώρα. Ο ελληνικός
λαός όχι μόνο καταβαράθρωσε το ΠΑΣΟΚ και την ΝΔ σε πρωτοφανή ποσοστά, αλλά δεν
στήριξε και τις υπεπροβεβλημένες παραπληρωματικές τους δυνάμεις (ΔΗΣΥ, ΛΑΟΣ,
Κοιν. Συμφωνία). Το αριστερό πρόσημο που η αντίδραση αυτή πήρε (κυρίως μέσω του
ΣΥΡΙΖΑ), δεν μπορεί παρά να υποδηλώνει ότι το στοίχημα για την αριστερά είναι
ανοιχτό και οι προοπτικές μάλλον αισιόδοξες.
Το ρήγμα μεταξύ αυτών που κυβερνούν και του λαού
είναι ανοιχτό, και ολοένα βαθαίνει στο έδαφος της κοινωνικής κρίσης. Μια νέα περίοδος πολιτικής και
κοινωνικής αστάθειας, μια νέα περίοδος αναμέτρησης των δυνάμεων που διαμόρφωσαν
την πραγματικότητα την οποία σήμερα ζούμε με τις δυνάμεις του λαού ξεκινά πολύ
πιο οξυμένα.
Η αναμέτρηση αυτή δεν θα τελειώσει με τις εκλογές (άλλωστε ιστορικά αυτό ποτέ δεν έχει γίνει), όσο
και αν είναι θελκτικό ένα τέτοιο σενάριο ομαλής μετάβασης. Η νίκη του λαού
περνά και από τις εκλογές, αλλά πρωταρχικά καθορίζεται από την συνέχιση του
αγώνα, την κλιμάκωσή του, την μαχητική στάση της πλειοψηφίας του λαού στις
γειτονιές, στην δουλειά, απέναντι σε όλους αυτούς οι οποίοι τρέφονται από την
σημερινή διαχείριση. Η συνθήκη αυτή δεν αφορά μια αριστερή εμμονή για αγώνες,
αλλά μια αναγκαιότητα που καθορίζεται από την δύναμη και την επιρροή αυτών που
έχουμε απέναντί μας.
Η νίκη επίσης περνά μέσα
από την λαϊκή συστράτευση σε ένα σαφές πρόγραμμα πάλης το
οποίο θα βάζει τις απαιτούμενες ρήξεις, χωρίς να ισορροπεί στο
τεντωμένο σκοινί της άρχουσας τάξης και του λαού, αλλά θα τοποθετείται ξεκάθαρα
από την πλευρά των φτωχών, των εργαζόμενων, των ανέργων, των συνταξιούχων. Ένα
τέτοιο πρόγραμμα περιγράφεται από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά στα σημεία του και από
άλλες δυνάμεις και περιλαμβάνει την:
- Άμεση κατάργηση του μνημονίου, των δανειακών συμβάσεων και εκδίωξη των επιτρόπων της τρόικας. Στοιχειώδες αίτημα όλων των κοινωνικοπολιτικών συγκρούσεων που αναπτύχθηκαν τα τελευταία χρόνια, αίτημα λαϊκό, καθολικό το οποίο δεν μπορεί και δεν πρέπει καν να μπαίνει σε συζήτηση.
- Μονομερή διαγραφή του χρέους. Η θηλιά στον λαιμό του ελληνικού λαού δεν λύνεται, κόβεται. Όρος για οποιαδήποτε πολιτική αναδιανομής είναι η ξεκάθαρα η μη αναγνώριση του χρέους
- Έξοδος από την ΟΝΕ-ΕΕ. Είναι κάτι παραπάνω από σαφές σήμερα ότι η ΟΝΕ και η ΕΕ δεν είναι η αναβάθμιση του βιοτικού επιπέδου του λαού, αλλά η καταβαράθρωσή του. Δεν είναι μια ιδεοληψία, δεν είναι ένα «όραμα», είναι η ΕΚΤ και η Comission, φιγούρες όπως ο Σόιμπλε και ο Γιούνκερ, είναι η παράδοση των ζωών μας στις «αγορές», στα συμφέροντα του τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου.
- Εθνικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων. Στα πλαίσια ενός σχεδίου όπου προτεραιότητα είναι οι ανάγκες των πολλών και όχι τα κέρδη των λίγων, το πέρασμα στην δημόσια ιδιοκτησία και των κοινωνικό έλεγχο κρίσιμων τομέων της παραγωγής είναι όρος θεμελιώδης.
Η Αριστερά πρέπει να
σταθεί απέναντι στις ιστορικές της ευθύνες. Και ιστορικές ευθύνες δεν είναι η
αναπαραγωγή ενός λαϊκού φαντασιακού που επιδιώκει την επιστροφή στην πρότερη
κατάσταση, που εξαντλημένο οικονομικά και κοινωνικά αποζητά την διέξοδο από την
κόλαση στην οποία ΕΚΤ-ΕΕ-ΔΝΤ το έχουν καταδικάσει. Ιστορικές ευθύνες είναι και
το να λες τα πράγματα με το όνομά τους έστω και αν καταρχήν μπορεί να ξενίζουν.
Καθήκον της αριστεράς ειδικά σε τέτοιες συνθήκες είναι να πείθει, να
οργανώνει, να εμπνέει, να διαμορφώνει τις διεξόδους και τους όρους στην
κοινωνία για μια νικηφόρα έκβαση της επερχόμενης αναμέτρησης.
Γιατί σε διαφορετική περίπτωση δεν κάνει πολιτική αλλά πολιτικαντισμό, δεν
πορεύεται με μια αριστερή αλλά με μια αστική λογική. Και αυτό δεν μπαίνει από
την μπάντα μιας πολιτικής ηθικής, αλλά από την πραγματική αγωνία για την
επιτυχία ενός τέτοιου σχεδίου. Το να διατηρεί κανείς τόσο κρίσιμες και
εκρηκτικές αντιφάσεις (βλ. ΣΥΡΙΖΑ) άλυτες στο εσωτερικό του αποτελεί ωρολογιακή
βόμβα όχι για τον εαυτό του (το οποίο μπορεί να είναι δικαίωμά του), αλλά για
το ίδιο το κίνημα, για την έκβαση της μάχης.
Το στοίχημα το οποίο
παίζεται τα τελευταία 2½ χρόνια, και θα παιχτεί και στις εκλογές υπερβαίνει το
εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ ακόμη και αν σήμερα φαίνεται να περνά κυρίως μέσα από
αυτόν. Αποτελεί ένα βαθύ κοινωνικό και ταξικό αίτημα ανατροπής, αποτελεί την
αντανάκλαση της κοινωνικής πόλωσης. Οι πολιτικές επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ το
τελευταίο διάστημα (άσχετα αν αυτό αποτυπωθεί στις κάλπες) ενσπείρουν
αμφιβολίες στον λαό για το αν και κατά πόσον έχει την πολιτική βούληση να
υλοποιήσει μια τέτοια στρατηγική.
Προφανώς κανείς δεν μπορεί
να προδιαγράψει αυστηρά την εξέλιξη της ταξικής πάλης και την τοποθέτηση των
πολιτικών φορέων μέσα σε αυτήν (ιδιαίτερα για την αριστερά) ακριβώς διότι οι
πολιτικές δυνάμεις είναι κομμάτι της, δρούνε εντός της και όχι από τα έξω.
Ωστόσο αν η λογική της Κασσάνδρας που περιμένει στην γωνιά της την αποτυχία
είναι λάθος, η μερική ανάγνωση της πραγματικότητας που καταλήγει να χαϊδεύει τα
αυτιά μιας άτολμης στάσης, μιας προβληματικής πρότασης είναι επίσης εσφαλμένη.
Τα δείγματα προβληματικών
επιλογών της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι αρκετά. Είναι η δήλωση νομιμοφροσύνης με
την πρόταση Αρσένη για υπηρεσιακό πρωθυπουργό, η δειλία να πει ότι το ελληνικό
κράτος δεν θα πρέπει να πληρώσει το ομόλογο των 435εκ. (την στιγμή που ο
Βενιζέλος στην σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών τοποθετήθηκε υπέρ της μη
αποπληρωμής του), το «στρογγύλεμα» της γραμμής σε σχέση με την καταγγελία του
μνημονίου, η δέσμευση για μη μονομερείς ενέργειες, η συμμαχία με στελέχη του
ΠΑΣΟΚ που είχαν κομβικό ρόλο στην υλοποίηση του μνημονίου (βλ. Κατσέλη). Κυρίως
όμως είναι η επιλογή, της διαχείρισης της αντιπαράθεσης μετά την 6η
Μαίου, με το εγχώριο και διεθνές κατεστημένο με όρους τηλεοπτικούς και όχι με
όρους δρόμου. Όλα αυτά τα στοιχεία αφήνουν ερωτηματικά για την κατεύθυνση
στην οποία τελικώς θα κινηθεί.
Δυστυχώς μια αριστερά που
θα φέρνει αταλάντευτα στο προσκήνιο τις απαραίτητες τομές και ρήξεις, αλλά
κυρίως μια τέτοια κοινωνική συμμαχία όπως περιγράφηκε παραπάνω, δεν έχει ακόμα
οικοδομηθεί με τους όρους που θα έπρεπε, γεγονός που αφήνει ενεργές (ή και
καλλιεργεί) τις αυταπάτες του λαού, όσο και αν αυτές αντικειμενικά σπάνε.
Οι μάχες του επόμενου
χρονικού διαστήματος απαιτούν ένα κίνημα και μια αριστερά η οποία να μπορεί να
στέκεται όρθια, απέναντι στον αντίπαλο χωρίς αναδιπλώσεις.
Μια αριστερά που δεν είναι
σεχταριστική, αλλά μπορεί βλέπει θετικά και χωρίς φόβο τα κοινωνικά στρώματα τα
οποία αντιστέκονται.
Που δεν προτάσσει τον
αριστερό εμφύλιο αλλά την συντροφική κριτική.
Που δεν υποστέλλει στα
πλαίσια των «πολιτικών χειρισμών» την σημαία της αντίστασης, κάτω από την οποία
χιλιάδες κόσμου μάτωσαν τα τελευταία χρόνια.
Που δεν αντιλαμβάνεται την
πολιτική ως την «τέχνη του εφικτού» αλλά παντρεύει το όραμα για μια άλλη
κοινωνία με τις σύγχρονες και άμεσες λαϊκές ανάγκες.
Το επίδικο της συγκρότησης
μιας τέτοιας αριστεράς αναπόδραστα θα μπει το επόμενο χρονικό διάστημα τόσο
στην κοινωνία όσο και στις υπόλοιπες αριστερές δυνάμεις κάτω από το βάρος των
επικείμενων εξελίξεων.
Η ενίσχυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στον δρόμο και την
κάλπη, ενισχύει αυτή ακριβώς την προοπτική η οποία όσο και αν στον σημερινό
ορυμαγδό δεν φαίνεται άμεση, είναι ουσιαστικά κρίσιμη και θα αποτελέσει το
κλειδί των εξελίξεων.
*Μέλος Πανελλαδικού
Συντονιστικού ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α.