Είναι
ξεκάθαρο αυτές τις μέρες ότι ζούμε ιστορικές στιγμές. Η πύκνωση του ιστορικού
χρόνου είναι τέτοια που οι κρίσιμες αποφάσεις που θα ληφθούν είτε σε ατομικό,
είτε σε συλλογικό επίπεδο θα καθορίσουν σε μικρότερη ή μεγαλύτερη κλίμακα τις
ζωές μας για το επόμενο διάστημα.
Τα πράγματα είναι σίγουρα
είναι εξαιρετικά κρίσιμα. Είναι ξεκάθαρο ότι το κεφάλαιο και οι υποτακτικοί
του, η αστική τάξη κι οι σύμμαχοί τους, δεν θα ριψοκινδυνέψουν στο ελάχιστο την
εφαρμογή πολιτικών που, είτε το θέλουν αυτοί που τις προτείνουν, είτε όχι, θα
βάλουν σε κίνδυνο την στρατηγική επιλογή του ελληνικού κεφαλαίου για συμμετοχή
στην ζώνη του Ευρώ και την Ε.Ε.
Όποιος αριστερός άνθρωπος
έχει την ψευδαίσθηση ότι η καταγγελία των μνημονίων θα είναι περίπατος το
λιγότερο είναι αφελής. Οι μάχες που θα δοθούν στους δρόμους, στις πλατείες,
στους χώρους δουλειάς και εκπαίδευσης θα είναι σκληρές, επώδυνες και θα
συνεπάγονται κάθε είδους απώλειες.
Αν η παραπάνω διαπίστωση
είναι σωστή τότε θα πρέπει να εκτιμήσουμε τη στάση της Αριστεράς μπροστά σε
αυτή την προοπτική.
Το ΚΚΕ και ιδιαίτερα η
ηγεσία του βυθίζεται όλο και πιο πολύ στην αυτιστική περιχαράκωση που το έχει
βάλει στη γωνία οργανωτικά και κοινωνικά όλα αυτά τα χρόνια. Αδυνατεί να
ασκήσει πολιτική, δηλαδή να έρθει σε σχέση (αυτός είναι ο ορισμός της
πολιτικής) με αυτούς στους οποίους απευθύνεται. Από το να προσπαθεί να
μετατρέψει - ως οφείλει ως κομμουνιστικό κόμμα – την τάξη από τάξη καθαυτή σε
τάξη για τον εαυτό της μετατρέπεται το ίδιο από κόμμα καθαυτό σε κόμμα για τον
εαυτό του. Μοιάζει όλο και πιο πολύ να έχει μπει στο δωμάτιο με τους
αντικριστούς καθρέπτες και αντικρίζοντας τα αλληλοαντανακλώμενα είδωλα μιλάει
για μέτωπο και λαϊκή εξουσία.
Ο -εκλογικά- μεγαλύτερος
πόλος της Αριστεράς σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι ξεκάθαρο ότι έχει καβαλήσει το κύμα
της λαϊκής διαμαρτυρίας και διάθεσης για απαλλαγή από τα δεινά που έφεραν στο
λαό και στον τόπο τα μνημόνια ως απάντηση των κυρίαρχων στην καπιταλιστική
κρίση.
Άντεξε στην πίεση των
κυρίαρχων για να ξαναβάλει από το παράθυρο ΠΑΣΟΚ και ΝΔ στην εξουσία και πολύ
ορθά διαχειρίστηκε τη διερευνητική εντολή προσπαθώντας (δεν ενδιαφέρει εδώ η
ειλικρίνεια των προθέσεων) να βάλει στη συζήτηση πέρα από κόμματα συνδικάτα κι
άλλους φορείς των εργαζομένων.
Από δω και μπρος όμως το
πράγμα άρχισε να στραβώνει. Και δε μιλάμε φυσικά για τις κατηγορίες που οι
κυρίαρχοι προσάπτουν στον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα. Μιλάμε για την κατά τα
άλλα θεμιτή προσπάθεια να μεγαλώσει την επιρροή του στην κοινωνία για να κάνει
πράξη την ατζέντα του.
Φάουλ πρώτο. Η πρόταση για
Αρσένη ως υπηρεσιακού πρωθυπουργού δεν ήταν μια αθώα παρασπονδία. Ήταν ξεκάθαρα
διαπιστευτήρια προς το σύστημα, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει αντισυστημικούς στόχους.
Ότι μπορεί να συνυπάρξει ακόμη και με το πρώην στέλεχος του ΔΝΤ και εισηγητή
της νεοφιλελεύθερης απορρύθμισης στην εκπαίδευση, Γεράσιμο.
Φάουλ δεύτερο. Η
προσπάθεια κυρίως σε επίπεδο μικρομεσαίων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ να λεηλατήσουν
οτιδήποτε κινείται στα Αριστερά του. Και μια και ξέρουν κατά τεκμήριο ότι αυτοί
που έχουν την δυνατότητα να ακούσουν (κοινωνικά και πολιτισμικά βρίσκονται στην
ΑΝΤΑΡΣΥΑ), έχουν αποδυθεί σε ένα άνευ προηγουμένου αγώνα να τσιμπήσουν ότι
μπορούν.
Δεν κάνουν βέβαια τίποτε
άλλο από αυτό που έκαναν προεκλογικά με τη λογική της χαμένης ψήφου και του
μπαμπούλα της αυτοδυναμίας που θα ερχόταν για τη ΝΔ αν έμεναν πολλοί ψήφοι
εκτός βουλής. Τη δουλειά τους κάνουν θα έλεγε κανείς. Κάποιος άλλος που
συμφωνεί αρχικά με το ζήτημα που θέτει το παρόν κείμενο θα κατέφευγε σε ηθικού
τύπου επιχειρήματα περί «ηθικής της αριστεράς» και ειλικρινών συναγωνιστικών
σχέσεων μεταξύ των κομμάτων και των οργανώσεων που κατά το μάλλον ή ήττον το
τελευταίο διάστημα πάλεψαν από τα ίδια ή από πολύ κοντινά μετερίζια τον κοινό
αντίπαλο, τις κυβερνήσεις του μαύρου μετώπου. Χωρίς να θεωρήσω άνευ αξίας το
«ηθικό» επιχείρημα θα προσπαθήσω να θεμελιώσω σε πιο πολιτική βάση την
λανθασμένη επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να πάρει ότι μπορεί σε εκλογικό ποσοστό από την
ΑΝΤΑΡΣΥΑ του 1,2 %.
Αν παραδεχθούμε ότι στόχος
του ΣΥΡΙΖΑ είναι, μέσω κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, να ανατρέψει τα μνημόνια,
αξίζει τον κόπο και την επιθετική τακτική για ένα 0,5 % η διάρρηξη σχέσεων που
οικοδομήθηκαν χρόνια στους δρόμους;
Αν παραδεχθούμε ότι
πραγματικός στόχος είναι να ξεφύγει ο λαός και οι εργαζόμενοι από την
δικτατορία των αγορών, τη στιγμή που θα εκδηλωθεί η λυσσαλέα και με κάθε μέσο
επίθεση των μηχανισμών τους στους συναγωνιστές του ΣΥΡΙΖΑ (συλλογικά και
ατομικά), θα αισθάνονταν περισσότερο ή λιγότερο ασφαλείς με μια ισχυρή πολιτικά
και κοινωνικά ΑΝΤΑΡΣΥΑ;
Αν παραδεχθούμε ότι μέσα
στο ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει σήμερα διαπάλη για το που θα πάει το πράγμα, για όσους
θέλουν να πάνε τη γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ όχι στις λογικές της συνέπειες αλλά σε μια συνεπή
πορεία, τι θα βοηθούσε καλύτερα; Μια ανύπαρκτη εξωτερική στο ΣΥΡΙΖΑ αριστερή
αντιπολίτευση ή μια ισχυρή πολιτικά και κινηματικά αριστερή αντιπολίτευση που
θα τον τραβά από το μανίκι κάθε φορά που οι συσχετισμοί στο εσωτερικό του θα
τον οδηγούν σε παραστρατήματα; Εκτός, η από τώρα προσπάθεια αποδυνάμωσης κάθε
κριτικής φωνής από τα αριστερά του προοιωνίζει ανομολόγητες καθεστωτικές
προσδοκίες για το αύριο. Αναλογικά δηλαδή, είναι το ίδιο στην ορθότητά του
επιχείρημα που χρησιμοποίησε ο ΣΥΡΙΖΑ για τη μη συμμετοχή του σε οικουμενική ή
σχεδόν οικουμενική για να επηρεάσει δήθεν την ασκούμενη πολιτική.
Φυσικά, αυτό το κείμενο
δεν έχει σκοπό να απαντήσει στα παραπάνω ερωτήματα.
Απευθύνεται στους
συναγωνιστές του ΣΥΡΙΖΑ που έχουν πέσει στην παγίδα «…να μαζέψουμε ότι μπορούμε
τώρα» μη σκεπτόμενοι τις συνέπειες που θα έχει η τακτική τους καθώς και στους
φίλους και λίγους συντρόφους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που πιστεύουν ότι οι καλές σχέσεις
οικοδομούνται όχι με ξεκάθαρα λόγια και κριτική, όχι με αυτόνομη παρουσία αλλά
με διάχυση στο κύμα που όσο και να μας χαροποιεί δεν μας πρέπει ως κομμουνιστές
κι ως αριστερούς απλά να ευχαριστιόμαστε το γαργαλητό των φυσαλίδων και τον
ίλιγγο της ταχύτητάς του και να μην προσπαθούμε να δούμε προς τα πού πάει.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα συμμετάσχει
και σε αυτές τις εκλογές αφού διερευνήσει και τη δυνατότητα συνεργασίας με
άλλες αντι ΕΕ δυνάμεις όχι για να συγκρατήσει κάποιο ποσοστό αλλά γιατί ξέρει
δυο πράγματα:
1ον ότι το
δίλλημα έχει τεθεί κι από τα πάνω κι από τα κάτω. Και δεν είναι απλά μνημόνιο ή
αντί-μνημόνιο. Είναι ΕΕ ή έξω από αυτήν και μάλιστα σε αντικαπιταλιστική
κατεύθυνση.
2ον όχημα για
την επαναστατική διέξοδο από την κρίση δεν θα είναι ένα συνεχές της αριστεράς
αλλά ο αντικαπιταλιστικός πόλος, το μέτωπο εκείνο που θα μιλήσει και θα
προετοιμάσει την αντικαπιταλιστική ανατροπή. Για να ανοίξει η εποχή του
σοσιαλισμού που δεν γνωρίσαμε, η εποχή που θα αφήσει πίσω της την εκμετάλλευση
και τη βαρβαρότητα.