Με προοπτική αναπόδραστη φαντάζει όσο
περνάει ο καιρός η αποπομπή της Ελλάδας από την ευρωζώνη με πρωτοβουλία της
Γερμανίας.
Τα σχετικά δημοσιεύματα όπως κι οι παρεμβάσεις γερμανών αξιωματούχων
πληθαίνουν, δείχνοντας ότι πρόκειται για κάτι πολύ περισσότερο από τις
υστερικές, σε βαθμό γραφικότητας, κραυγές του γερμανο-βιετναμέζου
αντικαγκελάριου Φίλιπ Ρέσλερ, που προσπαθεί με αυτό τον τρόπο να αυξήσει την
πολύ χαμηλή επιρροή του κόμματός του.
Ακόμη όμως και τα επιχειρήματα που
επικαλέστηκε ο επικεφαλής του κόμματος των Ελεύθερων Δημοκρατών στην τελευταία
του δημόσια παρέμβαση, την Κυριακή 29 Ιουλίου, είχαν την ιδιαίτερη σημασία
τους. Αντίθετα με το παρελθόν, δεν εμφάνισε την αποπομπή της Ελλάδας ως απειλή
ή τιμωρία για την υποτιθέμενη απροθυμία της να εφαρμόσει τα αντιλαϊκά μέτρα.
Ισχυρισμός, ο οποίος εντελώς άκριτα επαναλαμβάνεται και στο εσωτερικό της
Ελλάδας προκειμένου να δημιουργήσει τις απαραίτητες ενοχές και την αναγκαία
συναίνεση για την επιβολή της λιτότητας, που είναι πέρα για πέρα αβάσιμος κι
εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Τρόικας. Αυτή τη φορά ο Ρέσλερ υποστήριξε ότι «η
έξοδος της Ελλάδας δεν μας τρομάζει πια». Με άλλα λόγια, οι προετοιμασίες της
γερμανικής κρατικής μηχανής έχουν ολοκληρωθεί, τα κόστη κι οι αλυσιδωτές
αντιδράσεις έχουν υπολογιστεί μέχρι κεραίας και δεν υφίσταται ο κίνδυνος των
ανεξέλεγκτων συνεπειών που υπήρχε μέχρι πρόσφατα ή τουλάχιστον δεν υφίσταται
στον ίδιο βαθμό.
Αποπομπή από την ευρωζώνη
Αλλαγή στάσης μαρτυρούν επίσης και τα
επιχειρήματα που εκπορεύονται από το Βερολίνο για τη διαχείριση του ελληνικού
ζητήματος. Μέχρι πρόσφατα αυτό που ακούγαμε διαρκώς ήταν η καθησυχαστική
διαβεβαίωση πως η παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη αποτελεί την καλύτερη λύση
για να μην αμφισβητηθεί το κεκτημένο της ευρωζώνης. «Η Ελλάδα έσωζε το ευρώ»,
εν ολίγοις, ακόμη κι αν η παραμονή της στην ευρωζώνη δεν ήταν πρώτη επιλογή.
Τις τελευταίες εβδομάδες όμως η επιχειρηματολογία έχει αλλάξει άρδην. Από την
καρδιά του Τέταρτου Ράιχ αυτό που ακούγεται είναι ότι μια πιθανή αποπομπή της Ελλάδας
αποτελεί το αναγκαίο τίμημα για να συνεχίσει να υπάρχει η ευρωζώνη.
Η Ελλάδα
δηλαδή αντιμετωπίζεται από την Γερμανία σαν η σαβούρα που πρέπει να πεταχτεί
για να συνεχίσει το ταξίδι του το κοινό νόμισμα και να μη βυθιστεί. Τούτη η
θέση προφανώς δεν θα είχε ωριμάσει αν η τρίτη και η τέταρτη οικονομία της
ευρωζώνης, δηλαδή Ιταλία και Ισπανία, με ένα δυσθεώρητο δημόσιο χρέος κι οι δύο
τους ύψους 2,8 τρισ. ευρώ, δεν έφθαναν στο χείλος του γκρεμού, όπου βρίσκονται
τους τελευταίους μήνες.
Με άλλα λόγια, η Γερμανία φαίνεται να επιλέγει τον
ακρωτηριασμό της Ελλάδας έτσι ώστε η γάγγραινα που απειλεί την ευρωζώνη να μην
μεταδοθεί σε άλλα μέλη, που αν πλήττονταν οι κίνδυνοι τότε για την ίδια θα ήταν
πολύ μεγαλύτεροι. Γι’ αυτόν ίσως τον λόγο οι αναφορές στην Ελλάδα απουσιάζουν
συστηματικά από κάθε δημόσια ανακοίνωση που συντάσσεται τον τελευταίο καιρό με
ευθύνη της Γερμανίας: Από τα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ στις 29
Ιουνίου μέχρι την ανακοίνωση που εξέδωσαν οι Σόιμπλε και Γκάιτνερ στην πρόσφατη
συνάντησή τους, με αφορμή την επίσκεψη του αμερικανού υπουργού Οικονομικών στην
Ευρώπη.
Τη δική της σημασία είχε κι η δημόσια
παρέμβαση ομάδας γερμανών οικονομολόγων μεταξύ των οποίων ήταν ο πρώην
επικεφαλής οικονομολόγος της Ντόιτσε Μπανκ, Τόμας Μάγιερ, ο πρόεδρος του
Ομοσπονδιακού Συνδέσμου Μεσαίων Επιχειρήσεων, Μάριο Οχόβεν, κ.α. Με βάση
δημοσίευμα της οικονομικής εφημερίδας Χάντελσμπλαντ οι γερμανοί οικονομολόγοι
πρότειναν την παράλληλη κυκλοφορία ευρώ και νέας δραχμής. Με βάση το σχέδιο
τους η ισοτιμία της δραχμής θα υποτιμηθεί σημαντικά έναντι του ευρώ και θα
είναι κυμαινόμενη ενώ οι συντάξεις και πιθανά οι δημόσιοι υπάλληλοι θα
πληρώνονται σε δραχμές.
Πρόκειται για ένα σχέδιο καταστροφικό, το
οποίο πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία!
Γερμανικά σχέδια
Κατ’ αρχάς αυτό που πρέπει να ομολογηθεί,
πριν από οποιαδήποτε άλλη συζήτηση, είναι ότι το γερμανικό σχέδιο έρχεται να
διαχειριστεί την εγγενή αποτυχία της ευρωζώνης. Συνιστά ένα σχέδιο Β που
καλείται να εκ των υστέρων να περιορίσει τις ζημιές για τα γερμανικά συμφέροντα
από μια ολοένα και πιο ορατή ρήξη της ευρωζώνης, όπως την προανήγγειλε κι ο
αμερικάνος νομπελίστας οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν σε συνέντευξή του στην
γερμανική τηλεόραση την 1η Αυγούστου όταν πρόβλεψε πως εντός του
2012 η Ελλάδα θα έχει εξέλθει της ευρωζώνης. Στην ίδια μάλιστα συνέντευξη δεν
παρέλειψε να καταλογίσει και τις δέουσες ευθύνες στην Γερμανία, δείχνοντας με
αυτό τον τρόπο ότι οι αιτίες δεν βρίσκονται στην ελλιπή εφαρμογή των μέτρων
λιτότητας, αλλά στον σχεδιασμό της ευρωζώνης. Ως θέμα χρόνου είχε χαρακτηρίσει
την έξοδο της Ελλάδας και πρόσφατη έκθεση της Citigroup ανεβάζοντας τις
σχετικές πιθανότητες στο 90% από 50%-75% που ήταν προεκλογικά. Τότε θα ανέμενε
κανείς ότι η εκλογική επιτυχία των φιλο-Μνημονιακών κομμάτων θα μείωνε αν δεν
εξάλειφε την πιθανότητα εξόδου από την ευρωζώνη. Το γεγονός ότι συνέβη το
αντίστροφο δείχνει τελικά ότι κάτι σάπιο υπάρχει στην ευρωζώνη κι όχι στην
Ελλάδα.
Η αλήθεια είναι πως το σχέδιο παράλληλης
κυκλοφορίας δύο νομισμάτων στην Ελλάδα (ευρώ και δραχμής) πρωτοεμφανίστηκε
επίσημα και τεκμηριωμένα σε έκθεση της Ντόιτσε Μπανκ με ημερομηνία 18 Μαΐου
2012 και τίτλο: «Το Geuro: Ένα παράλληλο νόμισμα για την Ελλάδα;». Και σε αυτή
την έκθεση παρατηρούμε ότι και στην έκθεση της Citigroup: Το σενάριο της εξόδου
από την ευρωζώνη, έστω σε μια ενδιάμεση κι όχι καθαρή μορφή, και της εισαγωγής
του νέου νομίσματος θα υλοποιούταν αν κέρδιζαν οι πολιτικές δυνάμεις που
απέρριπταν το Μνημόνιο, οπότε θα τερματιζόταν η παροχή βοήθειας από το
εξωτερικό και για να αντιμετωπιστούν τότε οι ανάγκες πληρωμών η ελληνική
κυβέρνηση θα αναγκαζόταν να εκδώσει το δικό της νόμισμα: το Geuro, κατά την
Ντόιτσε Μπανκ.
Εφιάλτης η διπλή κυκλοφορία
Τρεις μήνες λοιπόν μετά, επανέρχονται τα
σενάρια που είχε διατυπώσει η γερμανική τράπεζα, παρότι η κυβέρνηση που εξελέγη
είναι της απόλυτης αρέσκειας του Βερολίνου.
Το σενάριο της διπλής κυκλοφορίας
συνιστά την γερμανική απάντηση στην προοπτική εξόδου της Ελλάδας από την
ευρωζώνη και πρέπει να αποτραπεί με κάθε τρόπο, καθώς επί της ουσίας θα σημάνει
την διχοτόμηση της οικονομίας σε δύο ζώνες:
Σε μια ζώνη δραχμής και σε μια ζώνη
ευρώ, που μπορεί μεταξύ τους να μην χωρίζονται από σινικά τείχη, θα εκπροσωπούν
ωστόσο η μια την ζώνη της φτώχειας κι η άλλη τη ζώνη του πλούτου.
Η πρώτη θα
αποτελείται από μισθωτούς του δημόσιου κι ιδιωτικού τομέα και συνταξιούχους,
που θα πληρώνονται στο νέο εθνικό νόμισμα, το οποίο θα είναι υποτιμημένο ακόμη
και κατά 50% έναντι του ευρώ, όπως προτείνει η έκθεση της Ντόιτσε Μπανκ.
Η
δεύτερη ζώνη θα αποτελείται από τα πιο διεθνοποιημένα τμήματα της οικονομίας
που θα εξακολουθούν να χρησιμοποιούν το ευρώ για τις συναλλαγές με το
εξωτερικό, το διεθνές εμπόριο και την αγορά πολυτελών ακόμη κι επώνυμων αγαθών,
από είδη ρουχισμού μέχρι διαρκή καταναλωτικά αγαθά όπως ηλεκτρικές συσκευές.
Περιττό δε να ειπωθεί πως όπου έχει συμβεί κάτι τέτοιο – αναγκαστική, παράλληλη
κυκλοφορία δύο ή και περισσότερων νομισμάτων για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα
ρευστότητας κι έλλειψης μέσων νομισματικής ανταλλαγής, όπως για παράδειγμα στην
Αργεντινή το 2001 – αφθονούσαν οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών κυρίως
(εστιατόρια, εμπορικά κέντρα, κ.α.) που δεν δέχονταν το «εθνικό», υποτιμημένο
νόμισμα, λόγω του ότι έχανε καθημερινά μέρος της αξίας του κι εδώ ακριβώς είναι
που διαμορφώνονταν οι ζώνες του οικονομικού απαρτχάιντ.
Η ουσιαστικότερη
λειτουργία όμως της διπλής κυκλοφορίας, είναι ότι θα διασφαλίσει την συνέχιση
της αποπληρωμής του δημόσιου χρέους.
Εν κατακλείδι θα πρόκειται για ένα νέο
εφιάλτη, made in Germany κι αυτός, που θα έρθει να σφραγίσει τον δρόμο ριζοσπαστικών,
φιλολαϊκών μεταρρυθμίσεων που θα μπορούσαν να δρομολογηθούν ως απάντηση στην
επόμενη μέρα της ρήξης της ευρωζώνης κι οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν ακόμη
κι ανταγωνιστικό χαρακτήρα απέναντι στα γερμανικά συμφέροντα.
Εναλλακτικό σχέδιο
Δεδομένης της προοπτικής αποπομπής της
Ελλάδας από την ευρωζώνη και των εφιαλτικών σεναρίων που καταστρώνει το Τέταρτο
Ράιχ έτσι ώστε ακόμη κι η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη να μην βλάψει τα
συμφέροντά του, αποκτά ξεχωριστή σημασία η διαμόρφωση ενός εναλλακτικού σχεδίου
για τότε που θα διασφαλίζει πως η έξοδος από το ευρώ δεν θα είναι χειρότερη από
την παραμονή σε αυτό. Δεν θα συνοδεύεται δηλαδή από έκρηξη της ανεργίας,
ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου, συνεχείς μειώσεις μισθών και συντάξεων κι
εξαφάνιση του κράτους πρόνοιας, όπως επιβάλλουν τα Μνημόνια.
Συστατικά στοιχεία
ενός τέτοιου προγράμματος θα ήταν η καταγγελία των Μνημονίων και των δανειακών
συμβάσεων, η σύσταση ανεξάρτητης επιτροπής λογιστικού ελέγχου που θα επιτρέψει
την διαγραφή μεγάλου μέρους του δημόσιου χρέους τεκμηριώνοντας τον παράνομο ή
απεχθή χαρακτήρα του κι επίσης: Απόρριψη κάθε σχεδίου παράλληλης κυκλοφορίας
δύο νομισμάτων που θα μονιμοποιούσε την υποβάθμιση της ελληνικής οικονομίας
στον διεθνή καταμερισμό και θα έδινε διαρκή και μη αντιστρεπτό χαρακτήρα στην
ραγδαία υποβάθμιση της ζωής των φτωχών στρωμάτων όπως συνέβη τα δύο τελευταία
έτη. Επομένως, επίσημη κυκλοφορία εθνικού νομίσματος που λίγες εβδομάδες μετά
την εξαγγελία του θα μπορούσε να εισαχθεί σε όλες τις συναλλαγές και θα
αντικαταστήσει πλήρως το ευρώ. Η ισοτιμία αυτού του νομίσματος θα όφειλε για
ένα ακαθόριστο χρονικό διάστημα, το οποίο θα αποφασιστεί όμως από την ελληνική
κυβέρνηση και κανέναν άλλον, να είναι διοικητικά καθορισμένη και σε σχέση 1
προς 1 με το ευρώ (παρά το γεγονός ότι η ισοτιμία του κοινού νομίσματος είναι
αναντίστοιχη με τα θεμελιώδη μεγέθη της ελληνικής οικονομίας) έτσι ώστε να
προφυλαχθεί η αγοραστική δυνατότητα των κατοίκων της χώρας.
Απαράβατοι όροι για
να εφαρμοστεί με επιτυχία ένα τέτοιο σχέδιο είναι η εξασφάλιση του δημόσιου
ελέγχου του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η επιβολή εμποδίων στην είσοδο και
την έξοδο κεφαλαίων από την χώρα, άνω ενός σημαντικού ποσού π.χ. 10.000 ή
15.000 ευρώ. Πολλά ακόμη μέτρα εξ ίσου σημαντικά θα μπορούσαν να προστεθούν
όπως για παράδειγμα η στήριξη των λαϊκών εισοδημάτων που θα επιτρέψει την
επανεκκίνηση της παγωμένης εγχώριας αγοράς. Υπεράνω όλων όμως βρίσκεται η
ανάγκη να πάψει η πρωτοβουλία των κινήσεων και το προνόμιο της κατάστρωσης
σχεδίων να βρίσκεται σε όσους μας οδήγησαν στο σημερινό χάλι κι εξακολουθούν
ακόμη και σήμερα, χωρίς να αναλαμβάνουν καμιά ευθύνη, να επεξεργάζονται
εναλλακτικά, μελλοντικά σχέδια.