Θυσία στο βωμό της
ιδιωτικής κερδοφορίας γίνεται η Αγροτική Τράπεζα, μετά την εσπευσμένη μεν,
παρότι αναμενόμενη, ανακοίνωση διαχωρισμού της σε «καλή» και «κακή» τράπεζα (με
την πρώτη να συγκεντρώνει τα κερδοφόρα στοιχεία κι η δεύτερη τα ζημιογόνα) και
την πώληση του πρώτου κομματιού στην Τράπεζα Πειραιώς, την προηγούμενη
Παρασκευή 27 Ιουλίου.
Η πώληση της ΑΤΕ φέρει φαρδιά – πλατιά την υπογραφή του
Μνημονίου και της Τρόικας καθώς η ιδιωτικοποίησή της αποτελούσε σαφέστατο όρο
του Μνημονίου κι ας υπόσχονταν προεκλογικά και τα τρία κόμματα της σημερινής
κυβέρνησης ότι θα εξασφαλίσουν την επιβίωσή της.
Πρόκειται για μια απόφαση που
ενισχύει τις ολιγοπωλιακές τάσεις στην τραπεζική αγορά (εδώ δεν ισχύει η
φιλολογία περί ανοίγματος των «κλειστών επαγγελμάτων») καθώς σε συνάρτηση και
με άλλες παράλληλες εξελίξεις οδηγεί στην κυριαρχία 2-3 τραπεζικών ομίλων στην
εγχώρια αγορά και το σημαντικότερο θωρακίζει κι ευνοεί με προκλητικό τρόπο τα
ιδιωτικά συμφέροντα στον κλάδο, σε βάρος των δημοσίων. Όχι μάλιστα μόνο των εν
δυνάμει δημοσίων συμφερόντων, όπως για παράδειγμα η προοπτική δημιουργίας ενός
ισχυρού δημόσιου πυλώνα που θα μπορούσε να προκύψει από την συγχώνευση της
Αγροτικής, του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και της Εθνικής Τράπεζας (ενδεχόμενο
που αποσύρεται οριστικά πλέον από το τραπέζι) αλλά και των ενεργών, τρεχόντων
δημόσιων συμφερόντων.
Αδιάψευστος μάρτυρας το
τίμημα που θα καταβάλλει η Τράπεζα Πειραιώς για την εξαγορά της «καλής» ΑΤΕ,
ύψους 95 εκ. ευρώ (όταν το 2010 προσέφερε 370 εκ. ευρώ για την εξαγορά της).
Προσέξτε τι αγοράζει ο Μιχάλης Σάλλας με 95 εκ. ευρώ (δίνοντας μια άλλη
διάσταση στον όρο της εσωτερικής υποτίμησης, που δεν πλήττει μόνο τα εργατικά
δικαιώματα αλλά και το δημόσιο συμφέρον):
Καταθέσεις ύψους 14,3 δισ. ευρώ (που
αποτελούν το σημαντικότερο στοιχείο του παθητικού ύψους 21,4 δισ. ευρώ) και
στοιχεία ενεργητικού αξίας 14,7 δισ. ευρώ εκ των οποίων 10,6 δισ. αφορούν
χορηγήσεις μετά από προβλέψεις (δηλαδή δάνεια καλής ποιότητας που
εξυπηρετούνται κανονικά) και 4,2 δισ. ευρώ λοιπά στοιχεία ενεργητικού. Ως αποτέλεσμα
αυτής της μετάγγισης πλούτου, η νέα Τράπεζα Πειραιώς (διαθέτοντας πλέον
ενεργητικό ύψους 75 δισ. ευρώ, καταθέσεις 35 δισ. και δάνεια 47 δισ.) ανέρχεται
στη δεύτερη θέση της εγχώριας τραπεζικής αγοράς.
Παρόλα αυτά, το «φούσκωμα» της
Πειραιώς δεν πρόκειται να γλιτώσει τους φορολογούμενους από νέα βάρη που θα
καταβάλλουν ώστε ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας της να φτάσει το πολυπόθητο
όριο του 8%. Για να γίνει αυτό υπολογίζεται πως θα δοθούν από το Ταμείο
Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας 3,5 δισ. ευρώ. Αν δίπλα σε αυτό το ιλιγγιώδες
ποσό προστεθούν και τα 3,8 δισ. ευρώ που θα στοιχίσει η «κακή» τράπεζα, τότε
προκύπτει ένας λογαριασμός συνολικής αξίας 7,3 δισ. ευρώ, ή 7,2 δισ. ευρώ αν
αφαιρέσουμε και το τίμημα της εξαγοράς που θα καταβάλει η Πειραιώς, ύψους 95
εκ. ευρώ, το οποίο αξίζει να αναφερθεί ότι όπως ειπώθηκε στη Βουλή την
Παρασκευή ισοδυναμεί με την αξία του ακινήτου του Τσίλερ που έχει στην κατοχή
της η τράπεζα… Τόσο θα στοιχίσει στους έλληνες φορολογούμενους η εξαγορά της
ΑΤΕ από την Πειραιώς, μέχρι στιγμής.
Γιατί δεν αποκλείεται όσο η Τράπεζα
Πειραιώς θα γιγαντώνεται και θα γίνεται «πολύ μεγάλη για να χρεοκοπήσει»
εκβιάζοντας συνεχώς την χρηματοδότησή της από το κράτος, να έρχονται στο φως
μαύρες τρύπες και λογιστικές αλχημείες με τη βοήθεια των οποίων κατάφερνε μέχρι
στιγμής να επιπλέει. Τέτοιες μέθοδοι ήρθαν στην επιφάνεια από πρόσφατο ρεπορτάζ
του πρακτορείου Ρόιτερς, βάσει του οποίου ο Μιχ. Σάλλας συμμετείχε σε αυξήσεις
μετοχικού κεφαλαίου της Πειραιώς με δάνεια που έπαιρνε από την Μαρφίν μέσω υπεράκτιων
εταιρειών. Η επινοητικότητα και η αλληλεγγύη των χρεοκοπημένων τραπεζιτών σε
όλο τους το μεγαλείο!
Με αφορμή τα παραπάνω
αποκαλύπτεται ότι πίσω από την μεταβίβαση αυτό που επιτυγχάνεται είναι η
διάσωση της Τράπεζας Πειραιώς, η οποία μάλιστα έχει ήδη πάρει 4,2 δισ. ευρώ στο
πλαίσιο της ανακεφαλαιοποίησής της! Όλα τα υπόλοιπα, όπως για παράδειγμα το
τεράστιο κόστος που θα είχε για τους φορολογούμενους η συνέχιση της λειτουργίας
της ΑΤΕ το οποίο επικαλέστηκε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας προχθές στη
Βουλή (κι ο οποίος να σημειωθεί πως πριν διοριστεί στην κεντρική τράπεζα
δούλευε ως αντιπρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος στην Τράπεζα Πειραιώς)
αποτελούν αστήριχτη κινδυνολογία.
Η κυβέρνηση απαντώντας
στην κριτική που έχει διατυπωθεί ότι η πώληση της ΑΤΕ κυρίως έρχεται να δωρίσει
στον αγοραστή την αγροτική γη που έχει μπει ως ενέχυρο σε μη εξυπηρετούμενα
δάνεια μικρομεσαίων και μεγάλων καλλιεργητών υποσχέθηκε νομοθετική ρύθμιση που
θα αποτρέπει την μεταβίβαση της γης. Το πιθανότερο ωστόσο είναι κι αυτή η
υπόσχεση να αποδειχθεί κενή περιεχομένου (πολύ περισσότερο αν λάβουμε υπ’ όψη
μας τα ανοίγματα της Πειραιώς στις «πράσινες μπίζνες» που χρειάζονται πρώτη
ύλη, δηλαδή αγροτική γη) όπως θα αποδειχθεί η προφορική δέσμευση της διοίκησης
της Τράπεζας Πειραιώς ότι δεν πρόκειται να μειωθούν οι θέσεις εργασίας: Τίποτε
σχετικό δεν υπάρχει στο ΦΕΚ που εκδόθηκε, με αποτέλεσμα να είναι πλέον στην
διακριτική ευχέρεια του Μιχ. Σάλλα το τι θα γίνει με τους εργαζόμενους στην
ΑΤΕ. Κρίνοντας δε από τις εργασιακές σχέσεις που επικρατούν στο εσωτερικό της
Πειραιώς, χωρίς κίνδυνο μπορούμε να περιμένουμε τα χειρότερα…
Το ίδιο ισχύει και για τις
άλλες τράπεζες, που βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα. Κυρίως το Ταχυδρομικό
Ταμιευτήριο που αποτελεί «την πρώτη τράπεζα στην Ελλάδα και την τρίτη στην
Ευρώπη σε κεφαλαιακή επάρκεια» όπως γράφει ανακοίνωση του συλλόγου εργαζομένων.
Η σχεδιαζόμενη πώληση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου αποτελεί σκάνδαλο όχι μόνο
λόγω του ότι η ποιότητα του χαρτοφυλακίου χορηγήσεων είναι η καλύτερη της αγοράς
κι έχει τις χαμηλότερες επισφάλειες δανείων. Αποτελεί σκάνδαλο επίσης λόγω του
ότι το ελληνικό δημόσιο που κατέχει το 34% του μετοχικού του κεφαλαίου έχει
εισπράξει την τελευταία πενταετία 3 δισ. ευρώ. Η πώλησή του Ταμιευτηρίου
επομένως θα στερήσει τον κρατικό προϋπολογισμό από σημαντικά έσοδα που θα
μπορούσαν να διοχετευτούν για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής, οξύνοντας έτσι
την δημοσιονομική κρίση, ενώ τώρα αυτά τα έσοδα θα μεταφερθούν στον ιδιωτικό
τομέα συμβάλλοντας στην υπέρβαση της κρίσης βιωσιμότητας αποτυχημένων
τραπεζιτών που θα δουν την κερδοφορία τους να απογειώνεται.
Η τρίτη κίνηση που
αναμένεται άμεσα στον χώρο του χρηματοπιστωτικού τομέα αφορά την πώληση της
Εμπορικής Τράπεζας, στην οποία αυτή τη στιγμή απασχολούνται 5.200 εργαζόμενοι.
Ως πιθανοί αγοραστές της Εμπορικής (με ενεργητικό ύψους 21 δισ. ευρώ,
χορηγήσεις δανείων 19 δισ. και καταθέσεις 11 δισ. ευρώ) εμφανίζονται η Εθνική
Τράπεζα και η Άλφα Μπανκ. Ζητούμενο εκ μέρους τους από την απόκτηση της
Εμπορικής Τράπεζας είναι η εδραίωση της θέσης τους στην ελληνική αγορά.
Ακόμη κι αν ολοκληρωθούν
επιτυχώς όλες αυτές οι εξαγορές και συγχωνεύσεις του τραπεζικού κλάδου (που δεν
αποκλείεται σύντομα να αποδειχθούν ενδιάμεσα βήματα πριν την ολοκληρωτική
εξαγορά του από την Ντόιτσε Μπανκ), ο χρηματοπιστωτικός τομέας δεν πρόκειται να
ξεπεράσει την αστάθεια ή να λειτουργήσει περισσότερο ορθολογικά. Οι
συντελούμενες αλλαγές εντείνουν τα κερδοσκοπικά – αντικοινωνικά χαρακτηριστικά
της λειτουργίας του, χωρίς να είναι βέβαιο ότι ξεφεύγει έστω από την ζώνη της
ζημιογόνας λειτουργίας. Προκαλεί εντύπωση για παράδειγμα η απροθυμία των αρχών
να δώσουν στη δημοσιότητα τα πορίσματα της Μπλάκροκ η οποία μελέτησε τη
βιωσιμότητα των ελληνικών τραπεζών. Αρχικά είχε ειπωθεί πως η έκθεση θα δινόταν
στη δημοσιότητα τα Χριστούγεννα. Έκτοτε επικρατεί σιγή ιχθύος…
Όλα τα παραπάνω
επιβεβαιώνουν πως η μοναδική λύση για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι η
εθνικοποίησή του, με ταυτόχρονα εξασφάλιση των καταθέσεων, και η δημιουργία εξ
αρχής 2-3 εξειδικευμένων τραπεζών (μια για λιανική τραπεζική, μία αναπτυξιακή,
μία που θα εξειδικεύεται στο διεθνές εμπόριο, κ.λπ) όπως συνέβαινε μέχρι και τη
δεκαετία του ’80. Η δημιουργία ενός ριζικά καινούργιου τραπεζικού τομέα, που θα
λειτουργεί όμως με κοινωνικό έλεγχο, κι όπου θα απασχοληθεί όλο το σημερινό
προσωπικό είναι μονόδρομος για να μην πληρώσει ο ελληνικός λαός το κόστος της
εξυγίανσης όπως γίνεται τώρα με την περίφημη ανακεφαλαιοποίηση που θα μας
στοιχίσει 50 δισ. ευρώ κι επίσης για να αποφευχθεί η εξαγορά του κλάδου από
διεθνείς ανταγωνιστές, ενδεχόμενο που θα οξύνει τις δομικές αντιφάσεις του
ελληνικού καπιταλισμού.