Σάββατο 25 Αυγούστου 2012

Ο Σαμαράς προσκύνησε το Τέταρτο Ράιχ


Από την εφημερίδα "Πριν"

Καμία αποδοκιμασία των σεναρίων εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη δεν εξέφρασε η γερμανίδα καγκελάριος κατά τη συνάντηση της με τον έλληνα πρωθυπουργό, αντίθετα, συνάρτησε την παραμονή από την απαρέγκλιτη εφαρμογή των αιματηρών μέτρων λιτότητας του νέου Μνημονίου, "Θέλω η Ελλάδα να παραμείνει μέλος της ευρωζώνης, αλλά περιμένουμε να τηρήσει τις δεσμεύσεις της, να ακολουθήσουν πράξεις όχι λόγια", ανέφερε η ηγέτης Τέταρτου Ράιχ εκβιάζοντας την αστική τάξη ότι αν θέλει να συνεχίσει να είναι στο κλαμπ του ευρώ πρέπει να επιβάλει ό,τι της ζητηθεί από την Τρόικα, που από αύριο έρχεται στην Αθήνα.

Στην πραγματικότητα ο Σαμαράς γυρίζει ηττημένος
από τη συνάντησή του στο Βερολίνο και το Παρίσι, με τη γερμανίδα καγκελάριο και το γάλλο πρόεδρο, καθώς δεν έλαβε το παραμικρό, παρά μόνο λύπηση. Δεν ζήτησε τίποτα, δεν πήρε τίποτα. Η Γερμανία αντίθετα είναι ικανοποιημένη στο βαθμό που ο έλληνας πρωθυπουργός της κατέθεσε την απόλυτη αφοσίωση του. Δήλωση νομιμοφροσύνης δημοσίευσε η λαϊκίστικη Μπιλντ για να τον ταπεινώσει και το κατάφερε. Το Βερολίνο έτσι μπορεί να καμαρώνει ότι για μια ακόμα φορά έχει «το δικό του άνθρωπο στην Αθήνα», όπως είχαν γράψει οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς πριν δυο χρόνια για τον Παπανδρέου, βλέποντας τον έναν έλληνα πρωθυπουργό μετά τον άλλο να αρνείται να ζητήσει ό,τι πραγματικά δικαιούται η Αθήνα από τα χρήματα που της οφείλει η Γερμανία από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και εκτιμούνται σε 1 τρισ. ευρώ από το Εθνικό Συμβούλιο διεκδίκησης των οφειλών της Γερμανίας προς την
Ελλάδα.

Το προσκύνημα του Αντώνη Σαμαρά στην καρδιά του Τέταρτου Ράιχ θα σημάνει νέα δεινά για τους εργαζόμενους, καθώς ακόμα και η επιμήκυνση στην πράξη σημαίνει την επιβολή μέτρων ύψους τουλάχιστον 11,6 δισ. ευρώ και λαίλαπα ιδιωτικοποιήσεων για χάρη του πολυεθνικού κυρίως κεφαλαίου. Ταυτόχρονα οι αποκλίσεις που καταγράφονται στα δημόσια οικονομικά λόγω της λιτότητας και της εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους θα φέρουν αργά ή γρήγορα νέα αντιλαϊκά μέτρα.

Σε ζήτημα ζωής και θανάτου αναδεικνύεται η ανάγκη ανατροπής αυτής της εξοντωτικής πολιτικής που επιβάλλουν οι πιστωτές και το κεφάλαιο, με εργατικούς, ταξικούς αγώνες.