Απόσπασμα από το θεατρικό
έργο (Μυθοπλασία) που παίζεται εδώ και πολύ καιρό στην πόλη μας
-
Μαμά;;; Μπορώ να ρωτήσω κάτι;
- Ότι θες, αγάπη μου, και ξέρεις ότι η μαμά ξέρει
τα πάντα.
-
Σαν το 11880;
-
Όχι, σαν κάποιο συνάδελφο της μαμάς στο νοσοκομείο που δουλεύει. Τέλος πάντων,
για πες…
-
Εκεί στο νοσοκομείο που δουλεύεις έχει πολλούς σαν εσένα που τους έκοψαν τα
λεφτά τους όπως σε σένα;
-
Δυστυχώς, αγάπη μου, είναι πάρα πολλοί.
-
Και όλοι κλαίνε σαν εσένα;
-
Άλλοι περισσότερο άλλοι λιγότερο, άλλοι πάλι καθόλου. Υπάρχουν και κάποιοι που
δεν κλαίνε, αλλά γελάνε, αγάπη μου.
-
Είναι χαζοί;
-
Είναι, αγάπη μου. Έχουν αυτό που λέμε εμείς οι μεγάλοι «άγνοια κινδύνου».
-
Α, καλά, αφού το λέτε εσείς οι μεγάλοι… Και αυτοί που κλαίνε βρίζουν και
φωνάζουν όπως εσύ και ο μπαμπάς;
-
Ναι, αγάπη μου, πάρα πολύ, και στεναχωριούνται που δεν μπορούν να βρουν λεφτά
για τα παιδάκια τους.
-
Και γιατί δεν κάνετε κάτι όλοι εσείς οι πολλοί εκεί στο νοσοκομείο;
-
Γιατί, μωρό μου, εκεί στο χοσπιταλιστάν είναι ένας κακός βεζίρης, που σαν
μπαμπούλας τριγυρνά μέσα στο κτίριο και φοβίζει όλον τον κόσμο, για να μην
κάνει κανένας τίποτε.
-
Είναι μόνο ένας; Ένας άνθρωπος είναι μόνος του;
-
Όχι, αγάπη μου, δεν είναι μόνος του. Έχει από κοντά του τη βεζιροπούλα και ένα
τσομπανόσκυλο που γαβγίζουν όλη μέρα και φοβερίζουν τον κόσμο ότι θα τους
απολύσουν και θα τους κάνουν πολλά κακά. Έφερε και καινούριο χαλίφη ο βεζίρης.
Έναν τίποτε που τον πρότεινε ένας αγάς που τον ενέκρινε μια πριγκίπισσα
φιλενάδα ενός πασά από την Πόλη.
-
Μαμά, σαν παραμύθι μου τα λες και γελάω.
-
Και εμείς γελάμε, αγάπη μου, με αυτά που βλέπουμε. Φαντάσου, ο χαλίφης ήρθε
πριν βγει το φιρμάνι του. Τον λέμε αχυράνθρωπο, αλλά μάλλον το καλαμοκαβαλάρης
του πάει καλύτερα.
-
Καλαμο τι;
-
Αυτός που καβαλάει το καλάμι, δηλαδή αυτός που νομίζει ότι είναι ο καλύτερος
και ο πρώτος, αλλά στην ουσία είναι ένα τίποτε με μπόλικο καθόλου.
-
Και γιατί δεν βγάλανε το φιρμάνι;
-
Αααα αυτό είναι το γελοίο! Τον ξέχασαν, αγάπη μου! Τον ξέχασε ο αγάς να τον
βάλει στο φιρμάνι!
-
Δεν κατάλαβα, μαμά.
-
Ούτε αυτός, αγάπη μου, αλλά τέλος πάντων.
-
Και όλοι εσείς εκεί στο νοσοκομείο αυτόν το βεζίρη τον φοβόσαστε;
- Ο
κακός βεζίρης, κουκλί μου, είναι ένας άνθρωπος υποχθόνιος και προβληματικός.
Έχει βάλει τους υποτακτικούς του σε θέσεις κλειδιά και με ένα του πρόσταγμα
μαστιγώνουν όσους τολμούν να του πουν όχι ή να τον αγνοήσουν. Όσοι λέει δεν
είναι μαζί του είναι εναντίον του και τους απειλεί ότι θα τους ρίξει στα
υπόγεια μπουντρούμια για πολλά χρόνια.
-
Έχει υπόγεια μπουντρούμια στο νοσοκομείο;
-
Έχει, πώς δεν έχει. Μπορεί να είναι υπόγεια ή και στον τρίτο όροφο ή σε άλλη
φυλακή, αλλά μπουντρούμια έχει πολλά. Και να μην έχει, αυτός ο κακός βεζίρης
φτιάχνει καινούρια.
-
Ναι, αλλά μού έχεις πει ότι τα φαντάσματα και τους μπαμπούλες δεν πρέπει να
τους φοβόμαστε, γιατί ο φόβος μας είναι η δύναμή τους.
-
Ναι, καρδούλα μου, έτσι είναι. Έχεις απόλυτο δίκιο. Ολοένα και περισσότεροι
άνθρωποι εκεί στο νοσοκομείο συζητούν πια φανερά και όχι κρυφά όπως παλιά για
το τι πρέπει να κάνουν με τον κακό βεζίρη και πως πρέπει όλοι μαζί να τον
διώξουμε.
-
Θα τον στείλετε σπίτι του ή στη φυλακή;
-
Αυτό, αγαπούλα μου, θα το κρίνει ο δικαστής και ο καλός Θεούλης. Αν και μπορεί
να γίνει και αλλιώς, με την Αγία Τροϊκάδα.
-
Δηλαδή, μαμά;
-
Έχουν έρθει κάποιοι άνθρωποι από την Ευρώπη και θέλουν να διώξουν κόσμο από το
Δημόσιο, καρδούλα μου, γιατί κάποιοι χαλίφηδες, βεζίρηδες, αγάδες και πασάδες
έβαλαν πολλούς γνωστούς τους και έφαγαν πολλά λεφτά. Γι’ αυτό θέλουν να διώξουν
κόσμο και θα διώξουν αυτούς που δεν έχουν πολλές σπουδές.
-
Και θα διώξουν και αυτόν;
-
Μπααα, ματάκια μου! Αυτός ετοιμάζει χαρτιά μάθαμε για να γλιτώσει.
-
Και μπορεί να το κάνει αυτό, μαμά;
-
Μπορεί, ψυχή μου! Αυτός όλα τα μπορεί.
-
Ναι, αλλά οι Έλληνες δεν έδιωξαν τους βεζίρηδες από την Ελλάδα μαζί με τους
αγάδες και τους πασάδες;
-
Αυτοί που έχουμε τώρα, αγάπη μου, είναι πολύ χειρότεροι από τους Τούρκους.
Είναι Γενίτσαροι. Είναι Έλληνες, αλλά χωρίς καρδιά. Το μόνο που θέλουν είναι
αίμα, δάκρυα και φόβο να βλέπουν στα μάτια του κόσμου.
-
Και πότε θα τους διώξετε όλους αυτούς από το νοσοκομείο, μαμά;
-
Δεν θα τους διώξουμε από το νοσοκομείο, καρδιά μου. Από το παλάτι θα τους
πετάξουμε σύντομα, αφού πρώτα τους φτύσουμε τόσο πολύ που θα κάνουν μπάνιο για
40 μέρες.
-
Και αυτόν τον καλαμο – πώς – τον είπες θα τον διώξετε και αυτόν;
-
Αυτός, καρδιά μου, είναι τόσο άχυρο, που ακόμη και οι εφημερίδες του κάνανε
καζούρα και αυτός, αντί να παραιτηθεί, γελάει σαν χάνος. Αυτόν θα τον φάει ο
βεζίρης μόνος του. Όλοι αυτοί οι υποτακτικοί του είναι τόσο επικίνδυνοι, που ο
αγάς θα τον στείλει σπίτι του χωρίς να καταλάβει τι και πώς. Είναι και
ομορφούλης. Μην τον κλαις, αυτός όλο και σε κάποια χρυσή αυλή θα βρει να
τρυπώσει.
-
Μαμάκα, πολύ με στεναχώρησε αυτό το παραμύθι.
-
Και εμάς, καρδούλα μου, μας στεναχωρεί, αλλά πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.
Έρχεται ο καιρός, καρδούλα μου, λίγοι μήνες έμειναν. Υπομονή!
-
Τι θα γίνει σε λίγους μήνες, μαμάκα;
-
Εκλογές, αγάπη μου. Εκλογές. Αλλά αυτό είναι άλλο παραμύθι.
«ΑΦΥΠΝΙΣΗ» Γ.Ν. Χαλκίδας