Της Νίνας Γεωργιάδου*
Ζούμε ένα παρατεταμένο
εφιάλτη, από τον οποίο δεν ξεφεύγουμε ξυπνώντας.
Έχουμε αρχίσει να
βαδίζουμε στην έρημο και ξέρουμε πως έχουμε μπροστά μας ολόκληρη τη Σαχάρα.
Μετά την υπερψήφιση της νέας ταφόπλακας από τα 199 ανδρείκελα,
αυτά που βιώνουμε τα δύο τελευταία χρόνια, περικοπές, εργασιακές ανατροπές,
απολύσεις, εφεδρείες, ανεργία, πείνα, νεόφτωχοι, νεοάστεγοι κλπ κλπ θα λογίζονται
ως μερικές σκηνές από το έργο.
Η ταινία αρχίζει μόλις
τώρα.
Κι όμως! Ακόμη και αυτή τη
στιγμή κάποιοι πείθονται πως υπάρχει φως στο .......
βάθος του τούνελ. Και
μάλιστα το βλέπουν, χωρίς να αντιλαμβάνονται πως είναι το τρένο που έρχεται
κατά πάνω μας.
Ο Πανελλήνιος Ιατρικός
Σύλλογος το είπε γλαφυρά. Θα έχουμε, μέσα σε δυο χρόνια, μείωση του προσδόκιμου
ζωής κατά μια τουλάχιστον δεκαετία.
Πρόκειται για μια
μεθοδευμένη γενοκτονία. Την είδαμε να συμβαίνει κι αλλού.
Όπου πάτησε το πόδι του το
ΔΝΤ, άφησε πίσω του καμένη γη, εκατομμύρια εξαθλιωμένους, χιλιάδες
αυτοκτονημένους.
Όπου συγκροτήθηκε
λυκοσυμμαχία, σαν την Ε.Ε, έβαλαν τους λύκους να φυλάνε τα πρόβατα και δε
βρέθηκε ούτε η προβιά τους.
Και ενώ μας τυλίγει η
φρίκη, άλλοι μιλούν για αεροπορικούς μαζικούς ψεκασμούς με κατασταλτικά (πώς
γίνεται όμως κάποιοι να κρατούν ομπρέλα;), άλλοι προσποιούνται πως αν δεν
μιλούν για όλ’ αυτά, μπορούν κιόλας να τα ξορκίζουν, πως συνεχίζει να υπάρχει μια «κανονικότητα», πως
όσο η Τρέμη και ο Καψής βγαίνουν στα τηλεπαράθυρα, όλα ‘βαίνουν καλώς’, πως αν
πάρουμε το μπακαλοδέφτερο και λογαριάσουμε πώς θα μοιράσουμε τις
πενταροδεκάρες, μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι, ή τέλος πάντων να κοιμόμαστε,
έστω και ανήσυχοι.
Και μέσα σ΄αυτή την έρημο
που δεν έχει ούτε αντικατοπτρισμούς ούτε οφθαλμαπάτες, τα αμετανόητα πασόκια συνεχίζουν να
οργανώνουν και να μιλάνε ανοιχτά, με κυνισμό,
για το πολιτικό τους αύριο, η γαλάζια γενιά να προθερμαίνεται για την
εξουσία και οι κατάμαυροι νεοφασίστες να έχουν δημόσιο βήμα και να εξαπολύουν
φληναφήματα.
Εκεί που θα ‘πρεπε να
πάψουν να υπάρχουν, πολιτικά και βιολογικά, να έχουν φύγει νύχτα από το
ρημαγμένο τόπο και, όσοι έχουν μείνει να νοιώθουν ντροπιασμένοι και να δείχνουν
αμήχανοι, υπάρχουν και συνεχίζουν να είναι το ίδιο κυνικοί και ξεδιάντροποι.
Και οι άλλοι; Πού είναι οι
άλλοι; Μάλιστα! Όλο αυτό είναι ο καπιταλισμός, που άφησε να μεσολαβήσει μια
ανάσα πλαστικής ευημερίας, δανεικού καταναλωτισμού και χρεωμένης αυταπάτης και
μας έπιασε στον ύπνο.
Και τι θα πούμε λοιπόν;
Πως, μπλα-μπλα-μπλα μας παγίδεψαν;
Πως μπλα-μπλα-μπλα τους πιστέψαμε;
Και τι σημαίνει αυτό;
Αν
τα παιδιά μας αποφάσιζαν να δικάσουν κι
εμάς ως συνένοχους, μαζί με τους πρωταίτιους, για την ερήμωση της ζωής τους, θα μας έδιναν το
ακαταλόγιστο;
Στην καλύτερη δηλαδή
περίπτωση, θα μας αθώωναν ως ηλίθιους;
Στη συγκέντρωση στο
Σύνταγμα, στις 12 του μαυροφλέβαρου, είχε πολύ κόσμο. Οι δεκάδες χιλιάδες όμως
πάνω από τους πολλούς στην Αθήνα και στην επαρχία - αχ στην επαρχία - πού ήταν;
Πού ήταν το ένα εκατομμύριο άνεργοι;
Πού κλείστηκαν όλοι αυτοί που τελούν
"υπό εφεδρεία";
Σε ποιο καναπέ βούλιαξαν
όλοι αυτοί που βλέπουν τους δικούς τους να παίρνουν τη μεταναστευτική βίζα;
Σε
ποια άπρακτη απόγνωση χώθηκαν όλοι αυτοί που έχουν άρρωστο το δικό τους άνθρωπο
και δε βρίσκουν ούτε σύριγγα στα νοσοκομεία;
Με πόσους τόνους ηλιθιότητας
ψεκάστηκαν όσοι προχτές ήταν και πάλι απεργοσπάστες;
O τίτλος του κειμένου και
οι σκέψεις που ακολουθούν, σε καμιά περίπτωση, ας μη θεωρηθούν ως συμπλήρωμα ή
αντιπερισπασμός στο σπουδαίο βιβλίο του Μπογιόπουλου. Θα ήταν
πολύ αλαζονική και υπερφίαλη κάθε απόπειρα συμπλήρωσής του. Στο κάτω-κάτω ας την
επιλέξει ο ίδιος ο συγγραφέας.
Ας πούμε λοιπόν ότι το
βιβλίο του Μπογιόπουλου δίνει το ερέθισμα για μερικές σκέψεις. Μιας και δεν
είναι αυτή η πρώτη απεύθυνση στον κοινωνιολογικά και ιστορικά «ηλίθιο», ας
συμπεριλάβουμε ως ερέθισμα και το βιβλίο του Μάικλ Μουρ, «Ηλίθιε Λευκέ», μια
επίσης σπουδαία ανάλυση της σύγχρονης αμερικάνικης κοινωνίας.
Και ο Μπογιόπουλος και ο
Μουρ, χρησιμοποιώντας αυτή την κλητική προσφώνηση, μάλλον συνοψίζουν αρκετά
γλαφυρά την αγανάχτησή τους, για την κοινωνιολογική τύφλα που έχει πάρει διαστάσεις
ηλιθιότητας.
Επειδή όμως αυτή η ερμηνεία της προσφώνησης μπορεί να θεωρηθεί
αυθαίρετη και άσχετη με την κρίση και τα συναισθήματα των δύο συγγραφέων, ας
την περιορίσουμε στο πώς την
προσλαμβάνει προσωπικά η γράφουσα, για να γλιτώσουμε πιθανές παρεξηγήσεις.
Και επιπλέον για την
αποφυγή παρεξηγήσεων, αυτές οι σκέψεις
ας μη θεωρηθούν ως κριτικό σημείωμα, αλλά και ως αυτοκριτική απολογία.
Κι ας κάτσει ο καθένας από
μας να επιμερίσει για τον εαυτό του, την πράξη
ή την απραξία του, την ηθελημένη αφέλειά του και τη συνειδητή του
αναισθησία, την κουτοπόνηρη περιχαράκωσή του και τη μίζερη ηττοπάθεια, με λίγα
λόγια το μερίδιο ηλιθιότητας που μας αναλογεί.
Γιατί είναι σίγουρο πως,
για να φτάσουμε εδώ που φτάσαμε, ο
καθένας από μας δεν έκανε αυτό που
όφειλε να κάνει σύμφωνα με τον κοινωνικό του προσδιορισμό.
Το καθήκον τους απέναντι
στην τάξη τους το έκαναν υποδειγματικά, μόνο αυτοί που ερημώνουν σήμερα τις
ζωές μας.
Μπορούμε να τους κατηγορήσουμε για πολλά, όχι όμως για ταξική
ασυνέπεια.
Υπερασπίστηκαν και
υπερασπίζονται τα συμφέροντα της τάξης τους με "συγκινητική" επιμονή.
Εμείς βρεθήκαμε ασυνεπείς
και ηθελημένα εξαπατημένοι ή εξαγορασμένοι.
Άλλοτε παραδομένοι σε μια ξεφτιλισμένη δημοκρατία όλο επιφάσεις και
τρικλοποδιές, άλλοτε πλαδαρά χουχουλιασμένοι επί του καναπέως και άλλοτε εξαντλημένοι σε
θεωρητικές αναλύσεις και περιγραφές αλλά στην πράξη ολίγιστοι,
εκθρέψαμε μόνοι μας τον Γκοτζίλα και τον αφήσαμε να μας
τρομοκρατεί.
Βέβαια – κι αυτό ας μην αποτελέσει άλλοθι αλλά ερμηνεία – οι φυσικοί λένε πως όσο περισσότερα και απανωτά χτυπήματα καταφέρνεις σ’ ένα αντικείμενο, τόσο του παρατείνεις την αδράνεια.
Βέβαια – κι αυτό ας μην αποτελέσει άλλοθι αλλά ερμηνεία – οι φυσικοί λένε πως όσο περισσότερα και απανωτά χτυπήματα καταφέρνεις σ’ ένα αντικείμενο, τόσο του παρατείνεις την αδράνεια.
Σ’ ένα αντικείμενο…
Μιας και αυτή, η εξερεύνηση της ηλιθιότητάς μας,
παραπέμπει και στον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι, ας
κρατήσουμε απ’ το βιβλίο του μεγάλου μυθιστοριογράφου, μια αποστροφή από τις
εξομολογήσεις του Μίσκιν:
«…πάντα, όποτε η αρρώστια
μου τύχαινε να επιδεινώνεται και με έπιαναν απανωτές κρίσεις, βυθιζόμουν σε
πλήρη αποβλάκωση, έχανα εντελώς το μνημονικό μου και παρ’ ότι δούλευε το μυαλό
μου, ανατρεπόταν θαρρείς, η λογική ροή των σκέψεών. Κατά συνέπεια μου ήταν
αδύνατο να βάλω σε τάξη παραπάνω από δυο τρεις ιδέες.»
Ο Μίσκιν βέβαια περιέγραψε
έτσι τα συμπτώματα της επιληψίας από την οποία έπασχε. Μια παθολογική κατάσταση
για την οποία δεν έχει καμιά ευθύνη αυτός που υποφέρει και δεν έχει καμιά σχέση
με την ηλιθιότητα.
Η αποστροφή του Μίσκιν
καταγράφεται, όχι γιατί εμείς
πάσχουμε από επιληψία, αλλά γιατί
τα συμπτώματα της κοινωνικής ηλιθιότητας είναι σχεδόν τα ίδια. Το δικό μας
«βύθισμα στην αποβλάκωση» έχει επίσης πάρει παθολογικές διαστάσεις, όμως δεν επιδέχεται φαρμακευτική αγωγή. Η δική μας
ηλιθιότητα είναι, στο μεγαλύτερο μέρος της, αποτέλεσμα μιας αριστοτεχνικής και
αδιάκοπης χειραγώγησης και λιγότερο, αλλά καθόλου ευκαταφρόνητα, συνέπεια
προσωπικού εφησυχασμού και ηθελημένης άγνοιας.
Ο «ηλίθιος» του Μουρ ή του
Μπογιόπουλου είναι αυτός που αγνοεί την κοινωνική του θέση και τον ιστορικό του
προορισμό.
Είναι αυτός που συνειδητά
ή ασυνείδητα αυταπατάται.
Αυτός που θεωρεί τις
κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις ως τυχαία και αναπόφευκτα, ασύνδετα
συμβάντα, λίγο-πολύ ως φυσικά φαινόμενα και πιστεύει ότι αδυνατεί να τα
καθορίσει ή, ακόμη χειρότερα, αδιαφορεί γι αυτά.
Ο κοινωνιολογικά και
ιστορικά «ηλίθιος» δεν έχει μειωμένη εγκεφαλική ουσία.
Μπορεί μάλιστα να είναι
ιδιοφυής σ’ ένα συγκεκριμένο τομέα.
Ιδιαίτερα σήμερα, που η
αυστηρή όλο και πιο στενή εξειδίκευση σαρώνει, ιδιοφυείς άνθρωποι σ’ ένα
συγκεκριμένο πεδίο, πολιτογραφούνται σωρηδόν στην αυτοκρατορία των ηλίθιων.
Ή όπως το λέει πολύ
χαρακτηριστικά ο Χαριτόπουλος στο Εγχειρίδιο Βλακείας, «…το χαρτί δεν είναι
πιστοποιητικό ευφυΐας. Αν το μυαλό κάποιου φτάνει για να πάρει δίπλωμα οδήγησης, κατά πάσα πιθανότητα
φτάνει και για να πάρει ένα δίπλωμα σπουδών.Τα νοητικά απαιτούμενα είναι
περίπου ισοδύναμα…
Δεν είναι σπάνιο το
ενσταντανέ του Μπούλη να ποζάρει με την τήβεννο του Χάρβαρντ και το πτυχίο ρολό
στα χέρια του να μην ξέρει που να το βάλει».
Το βιβλίο του Μπογιόπουλου
μπορεί λοιπόν να δίνει το ερέθισμα, ο λόγος όμως είναι η
σημερινή πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα.
Ο κυνισμός της δουλικής πολιτικής,
η εξουθενωτική πλύση εγκεφάλου, ο προσανατολισμός της δημόσιας εκπαίδευσης στην
ακριβοπληρωμένη παραγωγή «χρήσιμων ηλίθιων» και, πάνω απ’ όλα, η εξαθλίωση των πολλών ανθρώπων, δημιουργούν
σε όλο και περισσότερο κόσμο την απορία, πώς είναι δυνατό όλα να γίνονται τόσο
ξεφωνημένα και απροκάλυπτα και τα θύματα αυτής της φρίκης να μην αντιδρούμε.
Η ανοχή της κοινωνικής
πλειοψηφίας μοιάζει να παίρνει διαστάσεις γενικευμένης ύπνωσης, καθολικής
αποβλάκωσης.
Βέβαια οι ιστορικοί χρόνοι
δεν είναι ημερολογιακοί και ίσως έχουν
δίκιο όσοι υποστηρίζουν ότι είναι ανιστόρητη και μικροαστική η βιασύνη στην
απαίτηση κοινωνικής αντίδρασης. Ωστόσο, ανεξάρτητα από τη διασταλτικότητα του
ιστορικού χρόνου και την αποτελεσματικότητα της χειραγώγησης, η απορία για την
κοινωνική αδράνεια συνεχίζει να είναι ένα μεγάλο ζητούμενο.
Παρακάτω ακολουθούν
ορισμένες κατηγορίες κοινωνικής ηλιθιότητας, με διαφορετική ίσως προέλευση,
αλλά κοινή κατάληξη. Σε κάποια από αυτές μπορεί ο καθένας να βρει το προσωπικό
του στίγμα. Και για να μη βιαστεί κανείς
να προσβληθεί, ας πούμε ξανά ότι, η γράφουσα, έχω κατά καιρούς φιλοξενηθεί σε
πάνω από μία κατηγορίες .
• ΔΙΑΡΚΗΣ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗ ΚΑΙ
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΗΛΙΘΙΩΝ
Πάρτε το πιο όμορφο
τριαντάφυλλο.
Αν το βάλετε σε διάλυμα
χλωρίνης, σε λιγότερο από μια ώρα ο μίσχος του θα γείρει και
τα πέταλα θα μαυρίσουν.
Μόνο τα αγκάθια του θα
μείνουν όρθια.
Το διακύβευμα για τον
καπιταλισμό είναι μεγάλο.
Τα αμύθητα κέρδη και η
δύναμη της εξουσίας. Δυο αδιαπραγμάτευτα προνόμια που, όχι μόνο δεν είναι
διαθέσιμος να ρισκάρει, αλλά οπλίζεται
προκαταβολικά για να τα υπερασπιστεί, με
νύχια και με δόντια.
Και επειδή ξέρει καλά ότι η πρόληψη είναι καλύτερη
από τη θεραπεία, έχει οργανώσει ένα πολυδαίδαλο μηχανισμό, επιστημονικής
αρτιότητας και μηχανικής τελειότητας που φροντίζει για τη μαζική αποβλάκωση
από τα πολύ τρυφερά παιδικά χρόνια ως την ενήλικη πιστοποίηση.
Για
τα μελαγχολικά γηρατειά, ενώ ξέρει ότι μπορεί να επαφίεται στη βιολογική
αδυναμία, και πάλι δεν εφησυχάζει.
Κανείς δεν μπορεί να διαβεβαιώσει ότι
‘η εξέγερση της τρίτης ηλικίας’ είναι μόνο σενάριο επιστημονικής φαντασίας.
Σχολείο, θρησκεία,
στρατός, βιοπορισμός, ΜΜΕ και μια ψεύτικη δημοκρατία όλο ανέκδοτα και
παραισθήσεις, συγκροτούν το μηχανισμό μεθοδευμένης εξηλιθίωσης.
Το παιδί μαθαίνει, από
πολύ μικρό, πώς να υποτάσσεται, να αγελοποιείται, να μαθαίνει πώς να μη
μαθαίνει, να αυτοενοχοποιείται, να υπακούει, να καταναλώνει, να αρκείται, να
‘ενημερώνεται για το πρέπον’ και οπωσδήποτε να νοιώθει συμμέτοχος και
πρωταγωνιστής σε μια ‘δημοκρατία’ των εν λευκώ αναθέσεων, που του κλείνει το
μάτι κάθε τέσσερα χρόνια και όλο το υπόλοιπο διάστημα τον φτύνει στα μούτρα. Από το φοβισμένο δούλο
στον πολίτη Γκα-γκα και από το μαστίγιο
στον Πρετεντέρη, ο διασταλτικός ιστορικός χρόνος συμπύκνωσε νέες μεθόδους για να διαφυλάξει τα καλά και
συμφέροντα.
Λοιπόν, μπορεί να πει
κάποιος, να που πρόκειται για έναν
αναπόδραστο μηχανισμό.
Δεν είναι όμως έτσι.
Τουλάχιστον πάλι η ίδια η ιστορία έχει αποδείξει ότι δεν είναι έτσι. Ότι, αν
μέσα στο πιο οχυρωμένο κλουβί το λιοντάρι ψάχνει τρόπο διαφυγής, ο άνθρωπος
μπορεί να το τινάξει ολόκληρο.
Η αποτελεσματικότητα του
μηχανισμού δε βρίσκεται στην αδυναμία διάλυσής του, αλλά στη «θαλπωρή» που
προσφέρει. Η αποδοχή αυτής της θαλπωρής συνιστά την ηλιθιότητα.
Ο ηλίθιος - της καλύτερης εκδοχής - αγανακτεί καφενειακά με την αθλιότητα της
παρεχόμενης εκπαίδευσης, ενίοτε επιτίθεται στο δάσκαλο, μαθαίνει εύκολα να
πληρώνει γι αυτό που δικαιούται, προτιμά να καταφεύγει στο μεταθανάτιο
παράδεισο, αφήνεται να κολακευτεί από τον πολιτικάντη, ανοίγει τ΄αυτιά του μόνο
στο δελτίο των 8 και το βρίσκει πιο χρήσιμο να σωπαίνει όταν εντέλλεται. Ο
ηλίθιος συρρικνώνεται και φροντίζει να συρρικνώσει και τα παιδιά του, ώστε να
περάσουν όλοι μαζί λάθρα βιώσαντες’ αυτή μάταιη ζωή. Εξάλλου του λέει και ο παπάς πως αυτό είναι
ψυχοσωτήριο.
Η μηχανή δεν είναι
ανίκητη. Ίσως είναι απλά φιλόξενη.
• ΗΘΕΛΗΜΕΝΗ ΑΦΕΛΕΙΑ ΚΑΙ
ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΚΗ ΚΟΥΤΟΠΟΝΗΡΙΑ
Ο φτωχός ονομαζόταν κάποτε
προλετάριος στη Δύση και κολασμένος της γης στον τρίτο κόσμο.
Σήμερα έχουν κατά πολύ
εκλείψει αυτές οι ορολογίες. Θεωρούνται παλιομοδίτικες και ξύλινες.
Ο φτωχός, στο διάστημα της
πλαστικής ευημερίας, διέγραψε ο ίδιος τον εαυτό του από την κοινωνική του τάξη.
Με τηλεόραση πλάσμα στο
δυάρι, μπιντέ στην τουαλέτα κι ένα Φίατ με δόσεις, θεώρησε την ταξική πάλη
υπόθεση παρωχημένων εποχών.
Τον είπαν μικροαστό κι αισθάνθηκε το μπόι του να
ψηλώνει.
Τον είπαν « κοινωνικό
εταίρο» στις διαπραγματεύσεις για το πώς θα τον σφάξουν κι αισθάνθηκε ισότιμος
με το βιομήχανο «συνομιλητή».
Άφησε να πάνε οι
λαθρομετανάστες στη θέση των προλετάριων και ο ίδιος απαρνήθηκε την προέλευσή
του. Οι δάσκαλοι ξέχασαν πως ήταν παιδιά αγροτών, οι αγρότες επιδοτήθηκαν για
να γίνουν επιχειρηματίες εναλλακτικού τουρισμού και κολακεύτηκαν απ’ αυτό.
Και επειδή η αποποίηση της
κληρονομιάς απαιτεί ειδική πράξη, για να νοιώθει όλο και λιγότερο φτωχός,
αποφάσισε να ξεμπερδεύει τους λογαριασμούς του με τους άλλους φτωχούς.
Δεν συνδιαλεγόταν πια μαζί
τους, αγωνιούσε μόνο να μεταπηδήσει σε άλλη κατηγορία, Έτσι σιγά-σιγά είδε τους
ανθρώπους της τάξης του σαν κοινωνικά απόβλητα. Δεν είχε κανένα πρόβλημα να
μεταχειρίζονται τους όμοιους του σαν οικιακά λύματα, φτάνει να μην ήταν ο ίδιος
μέσα.
Δεν θα είχε κανένα
πρόβλημα αν έστελναν τους φτωχούς σε τροχιά γύρω από τη γη, γιατί όλοι τον
διαβεβαίωναν ότι θα τον εξαιρούσαν, λόγω καλής συμπεριφοράς. Κι όσες αποδείξεις
καλής συμπεριφοράς χρειαζόταν, τις έδινε και με το παραπάνω. Θεωρητικοποίησε
την απεργοσπασία σε ιερό δικαίωμα στη δουλειά,
τις επικύψεις στο αφεντικό σε συνεργατική διάθεση, το γλείψιμο του κάθε
πολιτικάντη σε κοινωνική δράση.
Η άλλη περίπτωση μικροαστού που δεν προχώρησε
στις παραπάνω προωθημένες δράσεις, επέλεξε ταπεινά το cocooning. Την
αμερικάνικη μόδα που σάρωσε στις δεκαετίες του ‘70, ’80: «κλείσου και
προφυλάξου στο κουκούλι σου».
Αναλφάβητος ιστορικά και
κοινωνιολογικά αφού πέρασε από την προηγούμενη κατηγορία της τυποποίησης και
απέκτησε το iso του ηλίθιου, κολακεύτηκε με τα ψίχουλα και τις χάντρες που του
έδωσε το αφεντικό, σε τέτοιο σημείο μάλιστα, ώστε σήμερα νοιώθει ότι μπορεί και
να μην τα δικαιούται. Ότι, αν βγάλει το μεγάλο σκασμό, μπορεί και να γλιτώσει
τις χάντρες. Ότι, αν συνεχίσει να απαρνιέται την τάξη του, μπορεί και να τη
σκαπουλάρει.
Σήμερα, τώρα που μιλάμε,
βλέπει να έρχεται το τσουνάμι και να παρασύρει ζωές – τα ίδια τα παιδιά του –
και ανεβαίνει στην ταράτσα να μαζέψει τη μπουγάδα για να μη βραχεί.
Μακάριοι οι πτωχοί τω
πνεύματι.
• ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΠΡΟΣΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ
ΚΟΜΜΑΤΙΚΗ ΤΥΦΛΑ
Με βαθύ σεβασμό στους
αγωνιστές της Αριστεράς, που δραπέτευσαν από το μηχανισμό της χειραγώγησης και
με βαρύ κόστος υπερασπίστηκαν και υπερασπίζονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και
αγωνίζονται για κοινωνική δικαιοσύνη, δεν μπορεί να μείνουν στο
απυρόβλητο αυτοί που "δεν ήθελαν να αλλάξει τίποτα, αλλά ήθελαν να
προσποιούνται ότι ήθελαν".
Αυτοί που εξαγόρασαν τους αγώνες άλλων, που
χουχούλιασαν στη ζεστασιά της συστημικής αντιπολίτευσης, και που σήμερα, την ώρα που εκατομμύρια
άνθρωποι υποφέρουν, αυτοί θεωρούν ότι επιτελούν το χρέος τους απέναντι στην
ιστορία με διαπιστώσεις από άμβωνος, αναθέματα και φοβικές περιχαρακώσεις.
Η κατηγορία αυτή απέκτησε
το iso του ηλίθιου πιο βασανιστικά από τις προηγούμενες.
Δεν επαναπαύτηκε στη
φιλόξενη μηχανή της χειραγώγησης. Άνοιξε ρωγμές και δραπέτευσε σε κάποιο στάδιο
πριν την εξαγωγή του τελικού προϊόντος.
Του τελικού προϊόντος.
Γιατί κατά τα άλλα η ως ένα σημείο επεξεργασία, την έκανε ευεπίφορη στη
χειραγώγηση. Δε μαζοποιήθηκε στον κανόνα αλλά στην εξαίρεση.
Αν το καταφύγιο του
ανθρώπου είναι η κοινωνία, του ηλίθιου
είναι η συσπείρωσή του σε μια ομάδα με άλλους ηλίθιους.
Όταν η αναγκαία για την
κοινωνική δράση συλλογικότητα, παίρνει τα χαρακτηριστικά της αγέλης και το
κοινωνικά αναγκαίο υποκαθίσταται από το
κομματικά χρήσιμο, ο ηλίθιος επίσης μεταλλάσσεται από απλό βλάκα, σε
πονηρό βλάκα. Ένα ανθρωπάκι υστερικά οχυρωμένο στην κομματική γραμμή και την
μονοτονία των τσιτάτων, καχύποπτο έως επιθετικό σε όλους όσους τολμούν να
αμφισβητούν το άνωθεν παπικό αλάθητο, περιχαρακωμένο σ’ ένα
κοινωνικό αυτισμό που δε βλέπει πέρα απ’ τη μύτη του.
Η «διαλεκτική» του σκέψη
αρνείται επίμονα να δει σήμερα την αναγκαιότητα ενός πλατιού μετώπου για την απαλλαγή από τα νεκρόφιλα
αρπακτικά, την ίδια στιγμή που οικειοποιείται την ιστορία των απελευθερωτικών
μετώπων, πλαστογραφεί την υπογραφή τους
και μονοπωλεί διαστρέφοντας τους στοχασμούς μεγάλων επαναστατών.
Αυτός ο τύπος του ηλίθιου
είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος, όχι μόνο γιατί δεν είναι πρόθυμος για κανενός
είδους αυτοκριτική, όχι μόνο γιατί μεταστρέφει το κοπαδικό σε ιδεολογικό αλλά γιατί, κυρίως, αποθαρρύνει και
αναστέλλει την κοινή δράση, και τη
συρρικνώνει σε μικροκομματική κλίμακα.
Έχει δίκιο ο Μπογιόπουλος
στη διαπίστωση του επιλόγου του πως οι κοινωνικές διεργασίες, πόσο μάλλον οι κοινωνικές
εξεγέρσεις, έχουν μια ατέλεια: δεν μπορούν να παρασκευαστούν με όρους
τηλεμαγειρικής, ούτε να προβλεφτούν με την
ακρίβεια των αστρολογικών προβλέψεων.
Η απάντηση στο ερώτημα
"ρήξη και ανατροπή" ή ενσωμάτωση και αναπαραγωγή του συστήματος πρέπει
να λάβει υπόψη της τη φενακισμένη συνείδηση, την ανεστραμμένη εικόνα του
κόσμου, σε όλα τα επίπεδα.
Ή θα δούμε και θα μιλήσουμε έντιμα για όλων των ειδών τις
ηλιθιότητες, μαζί και αυτήν που μας αφορά, ή θα πάμε στην κατηγορία του
γελοίου, του ηλίθιου που δεν αποδέχεται την ηλιθιότητά του και προσπαθεί να
εντυπωσιάσει με εξυπνακισμούς.
Ο βαρύς χειμώνας που
αφήσαμε να σαρώσει τα καλοκαίρια, η έρημος που μας την έδειχναν και
αλληθωρίσαμε βλέποντας το δάχτυλο, επελαύνουν με αμείλικτη ορμή.
Δεν έχουμε πια κανένα
άλλοθι.
*Νίνα Γεωργιάδου,
Εκπαιδευτικός, Κάλυμνος
Πηγή:News Press Agrinio