του Αντώνη Παπακωνσταντίνου
Όπως επανειλημμένα έχει γραφεί το Ελληνικό Δημόσιο, είτε νοσοκομείο του ΕΣΥ είναι αυτό είτε ασφαλιστικό ταμείο, πληρώνει πολύ ακριβά τα αναλώσιμα (και όχι μόνο) υλικά που προμηθεύεται.Στις υπερτιμολογήσεις αυτές οφείλονται ως ένα τουλάχιστον βαθμό και τα τεράστια χρέη των νοσοκομείων.
Στο αποτέλεσμα αυτό σημαντικός είναι ο ρόλος των εκπροσώπων κάποιων εμπορικών εταιρειών, ορισμένοι απ’ τους οποίους βρίσκονται συνεχώς μέσα στα νοσοκομεία και κάποιοι μέσα στα …χειρουργεία.
Αναφέρουμε μερικές τιμές για να πάρει ο αναγνώστης μιαν ιδέα:
Ένας βηματοδότης DDDR κοστίζει στην Ελλάδα 6.440 ευρώ, ενώ το ίδιο μοντέλο κοστίζει 1.600 ευρώ σε Κύπρο και Γερμανία.
Ομοίως, ένας βηματοδότης DDV στοιχίζει στη χώρα μας 6.230 ευρώ, τη στιγμή που στην Κύπρο κοστίζει 1.128 ευρώ και στη Γερμανία 850 ευρώ μαζί με το ηλεκτρόδιο και τον εισαγωγέα.
Εξάλλου, ένας απινιδωτής VVIR κοστολογείται σε μεγάλο νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης με 21.000 ευρώ, ενώ ένας απινιδωτής τύπου DDDR 22.000 ευρώ.Το αντίστοιχο κόστος σε χώρες του εξωτερικού είναι 13.000 ευρώ και στην Κύπρο 11.000 ευρώ.
Συχνά συστήνεται από τους γιατρούς του νοσοκομείου η κατ’ οίκον χρήση ενός μηχανήματος ή μιας συσκευής από τον ασθενή (π.χ. συμπυκνωτή οξυγόνου, νεφελοποιητή, c-pap κλπ.) Οι συσκευές αυτές πωλούνται υπερτιμολογημένες έως και 500% της αξίας τους.
Για λόγους «διαφάνειας» το δημόσιο έχει θεσπίσει τον περίφημο όρο των «τριών προσφορών» από τις οποίες υποτίθεται πως το ταμείο θα πληρώσει τη φθηνότερη.Αυτό «στα χαρτιά».Στην πραγματικότητα ο ένας από την αρχή καθορισμένος προμηθευτής εκτός από το μηχάνημα προμηθεύει τον ασφαλισμένο και με τις άλλες δύο προσφορές των υποτιθέμενων ανταγωνιστών!
Άραγε η μείωση της τιμής φαρμάκων, αναλωσίμων και συσκευών μπορεί να λύσει το πρόβλημα; Δυστυχώς η λύση αυτή είναι μόνο προσωρινή, γιατί σύντομα το φάρμακο του οποίου η τιμή μειώθηκε θα αντικατασταθεί με άλλο, νεώτερο και ακριβότερο. Επί πλέον η μείωση της τιμής δεν περιορίζει την υπερκατανάλωση. Π.χ. όταν 500.000 κάτοικοι της Ελλάδας αντικειμενικά χρειάζονται λήψη υπολιπιδαιμικού φαρμάκου και το φάρμακο το παίρνουν 3 εκατομμύρια, όσο φθηνά και αν πωλείται το συνολικό κόστος θα είναι δυσανάλογα μεγάλο.
Φυσικά και υπάρχουν γνωστές και δοκιμασμένες λύσεις, οι οποίες όμως για άγνωστο(;) λόγο δεν χρησιμοποιήθηκαν σε ευρεία έκταση.
Αρχικά, κανένας επαγγελματίας υγείας δεν πρέπει να παραγγέλλει, να συνταγογραφεί ή να χρησιμοποιεί φάρμακα, εξετάσεις ή συσκευές σε μη τεκμηριωμένες ενδείξεις σύμφωνα με τις αρχές και τους κανόνες της βασισμένης σε αποδείξεις ιατρικής (evidence based medicine) και όχι «σύμφωνα με την προσωπική του πείρα».
Η ανεύρεση νέων πηγών προμήθειας υλικών (π.χ. μέσω του internet) πέραν των γνωστών και μη εξαιρετέων εμπόρων-αντιπροσώπων θα βοηθήσει σημαντικά στη μείωση του κόστους, ενδεχομένως δε και στη βελτίωση της ποιότητας.
Πριν από κάθε παραγγελία οφείλει να γίνεται στάθμιση της σχέσης κόστους / ωφελημάτων (cost/benefit) με θέσπιση από τις επιστημονικές εταιρείες καθορισμένων οδηγιών 1ης, 2ης κλπ. επιλογής. Οι οδηγίες αυτές θα πρέπει να είναι υποχρεωτικές τουλάχιστον για τους νοσηλευόμενους στα νοσοκομεία του ΕΣΥ και τους ασφαλισμένους ασθενείς.
Τέλος όσοι έχουν επιστημονικά ασχοληθεί με θέματα διοίκησης μονάδων υγείας γνωρίζουν ότι υπάρχουν διάφορες μέθοδοι συστηματικής εξοικονόμησης πόρων στα σύγχρονα συστήματα υγείας. Ενδεικτικά μόνο αναφέρονται τα DRGs (disease related groups). Το DRG ταξινομεί grosso mondo σε ομάδα ασθενείς με την ίδια ή παρόμοια νόσο, οι οποίοι εμφανίζουν κοινά κλινικά χαρακτηριστικά, ομοιότητες στις διαγνωστικές και θεραπευτικές διαδικασίες, καταναλώνουν τους ίδιους εργαστηριακούς και νοσηλευτικούς πόρους, διατρέχουν τους ίδιους κινδύνους και έχουν παρόμοιες ανάγκες περίθαλψης.