Η σύγχυση που βασιλεύει στην αριστερά σήμερα είναι τέτοια, που ακόμη συζητά αν η χρεοκοπία της χώρας είναι αληθινή ή ένα απλό πρόσχημα για να επιβληθούν τα ήδη προαποφασισμένα μέτρα.
Την ίδια ώρα που οι προετοιμασίες για την επίσημη είσοδο του ΔΝΤ υπό την πολιτική εποπτεία της ΕΕ βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη.
Η κατάσταση θυμίζει κάποιες άλλες εποχές που η αριστερά διαβεβαίωνε σε όλους τους τόνους ότι στην Ελλάδα δεν πρόκειται να γίνει πραξικόπημα, τις ημέρες που η χούντα είχε τεθεί σε κίνηση.
Όσοι αδυνατούν να κατανοήσουν το μέγεθος και τον χαρακτήρα του προβλήματος και επομένως εύκολα εικάζουν ότι το όλο ζήτημα δεν είναι παρά μια μπλόφα, δεν αγνοούν απλώς –σκοπίμως ή μη, αδιάφορο– τα πραγματικά δεδομένα του δημόσιου χρέους. Αδυνατούν να αντιληφθούν ότι αυτό που εμφανίζεται ως δημοσιονομική χρεοκοπία, συνιστά την χρεοκοπία ολόκληρου του τρόπου εξαρτημένης καπιταλιστικής ανάπτυξης της χώρας.
Ολόκληρος ο ελληνικός καπιταλισμός συνθλίβεται κάτω από το βάρος των δικών του εσωτερικών αδιεξόδων, αλλά και των αντιθέσεων που έχει αναδείξει η κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού. Ο φόβος που εμπνέει σε ορισμένους η ιστορική καμπή στην οποία βρισκόμαστε και τα επιτακτικά καθήκοντα που αντικειμενικά απορρέουν απ’ αυτήν, είναι αυτό που βρίσκεται πίσω από τις θεωρίες περί χρεοκοπίας-μπλόφα. Γι’ αυτό και κάνει εντύπωση ότι δείχνουν περισσότερη εμπιστοσύνη στη δύναμη του συστήματος να αυτορυθμίζεται και να ξεπερνά τις κρίσεις του, ακόμη κι από τους πιο επίσημους εκπροσώπους του. Αυτή η τυπική πολιτική ουράς και συνθηκολόγησης μπροστά στα δύσκολα, εμφανίζεται σήμερα από κάποιους ως ακραιφνώς «αριστερή» και μάλιστα «ταξική» πολιτική.
Οι εργαζόμενοι δεν έχουν απλά να αντιμετωπίσουν μια άγρια επίθεση εναντίον τους, αλλά την χρεοκοπία ενός ολόκληρου συστήματος που καταρρέει και απειλεί να συμπαρασύρει μαζί του τη χώρα και το λαό της. Η ντόπια ολιγαρχία έχει εναποθέσει την ανασυγκρότηση του χρεοκοπημένου συστήματος στους γνωστούς μηχανισμούς του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου. Αυτό το νόημα έχει η μετατροπή της χώρας σε πραγματική αποικία των διεθνών αγορών, τραπεζών και κερδοσκόπων υπό την εποπτεία της ΕΕ και του ΔΝΤ. Η διεθνής εμπειρία έχει αποδείξει ότι καμιά χώρα δεν βγήκε από μια τέτοια ανασυγκρότηση αλώβητη ή ακέραια.
Αυτό σημαίνει ότι η μάχη που καλούνται να δώσουν οι εργαζόμενοι σήμερα συνδέεται στενότερα παρά ποτέ με την συνολική κατάσταση και τις προοπτικές της χώρας. Κι αυτό το καταλαβαίνουν πρώτοι απ’ όλους οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, γι’ αυτό και δεν είναι διατεθειμένοι να αναλωθούν σε μάχες οπισθοφυλακής εντοπισμένες μόνο στην απόκρουση των μέτρων της κυβέρνησης. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι λογαριασμοί που ανοίγουν σήμερα δεν μπορούν να κλείσουν με διαμαρτυρίες ενάντια στην κυβερνητική πολιτική. Αναζητούν εναγωνίως την πολιτική ηγεσία που θα τους εμπνεύσει και θα θέσει ως άμεση προτεραιότητα τη διάσωση της χώρας από την ελεγχόμενη πτώχευση και την αποικιοκρατική ανασυγκρότηση υπό το ΔΝΤ και την ΕΕ. Μόνο έτσι μπορεί σήμερα να τεθεί στις πιο πλατιές μάζες η ανάγκη της πάλης για την ανατροπή του κυρίαρχου συστήματος εξουσίας.
Ενδιαφέρει την αριστερά και μάλιστα εκείνη που αυτοπροσδιορίζεται ως ταξική, η μετατροπή της χώρας σε αποικία του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου; Την ενδιαφέρει η επιβολή καθεστώτος δημοσιονομικής κατοχής από τους δανειστές της χώρας, την ΕΕ και το ΔΝΤ; Ή της αρκεί απλά να καταγγέλλει τον καπιταλισμό; Αν δεν της αρκεί, τότε θα πρέπει να απαντήσει συγκεκριμένα στο τι πρέπει να γίνει με το δημόσιο χρέος, το οποίο έχει αναδειχθεί σε βασικό μοχλό όχι μόνο της επιβολής των αντιλαϊκών και αντεργατικών μέτρων, αλλά και της συνολικής εκποίησης της χώρας στους διεθνείς κερδοσκόπους.
Το βασικό πρόβλημα με το δημόσιο χρέος δεν είναι τα υψηλά επιτόκια δανεισμού, όπως ισχυρίζεται η επίσημη προπαγάνδα, αλλά η αδυναμία εξυπηρέτησής του. Για να πάρουμε μια ιδέα αρκεί να πούμε τούτο: ενώ το ελληνικό δημόσιο δαπάνησε για το 2009 συνολικά 59,1 δις ευρώ σε αποδοχές και συντάξεις δημοσίων υπαλλήλων, σε ασφάλιση, περίθαλψη, κοινωνική προστασία, λειτουργικές δαπάνες, κοκ, για εξυπηρέτηση του χρέους δαπάνησε συνολικά 41,4 σε τοκοχρεολύσια και 42,7 σε δαπάνες για βραχυπρόθεσμους τίτλους του δημοσίου, ειδικές εκδόσεις ομολόγων και βραχυπρόθεσμη ταμειακή διευκόλυνση. Σύνολο εξυπηρέτησης 84,1 δις ευρώ, δηλαδή 142% των πρωτογενών δαπανών του δημοσίου ή 35% του ΑΕΠ!
Για να καταλάβουμε τι σημαίνει αυτή η επιβάρυνση και πόσο ανατροφοδοτεί την έξαρση του δημόσιου χρέους, αρκεί να πούμε το εξής: Την τελευταία δεκαετία (2000-2009) το ελληνικό δημόσιο πλήρωσε στους δανειστές του περίπου 450 δις ευρώ. Παρ’ όλα αυτά το δημόσιο χρέος της χώρας όχι μόνο δεν συγκρατήθηκε, αλλά αυξήθηκε την ίδια δεκαετία κατά 155 δις ευρώ! Και μιλάμε για μια περίοδο όπου το ύψος των επιτοκίων με το οποίο δανειζόταν το ελληνικό δημόσιο ήταν το ίδιο με αυτό της Γερμανίας.Επομένως το ζήτημα δεν είναι να βρεθούν με κάποιο τρόπο νέα χαμηλότοκα δάνεια. Κάθε νέο δάνειο που συνάπτει το ελληνικό δημόσιο αποτελεί ένα ακόμη καρφί στο φέρετρο της ελληνικής οικονομίας. Ακόμη κι αν κατορθώσει να αποσπάσει ξανά επιτόκιο του επιπέδου της Γερμανίας.
Αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορεί να υπάρξει καμμιά άλλη πολιτική, αν δεν αντιμετωπιστεί πρώτα απ’ όλα ο βρόγχος του δανεισμού και δεν ξεφύγει η χώρα από τη θανάσιμη λαβή που της έχουν εφαρμόσει οι δανειστές της με όπλο το ευρώ και την συνεπικουρία της ΕΕ.Όσο λοιπόν η αριστερά θεωρεί ότι το όλο ζήτημα της χρεοκοπίας είναι ένα παραμύθι που σκαρφίστηκαν ο δικομματισμός και οι αγορές για να επιβάλουν τις πολιτικές που θέλουν, τόσο περισσότερο θα αιχμαλωτίζεται από την κυρίαρχη πολιτική. Όσο κι αν στο ερώτημα των «άδειων ταμείων» που θέτει κάθε τόσο η κυβέρνηση, η αριστερά απαντά με το πάρτε τα από το μεγάλο κεφάλαιο. Με άλλα λόγια, ζητά να τα πάρουν από το ντόπιο μεγάλο κεφάλαιο και να τα δώσουν όχι στους εργαζόμενους, αλλά στο διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο που δανείζει το ελληνικό δημόσιο. Κι αυτό αποκαλείται από ορισμένους αντικαπιταλιστική πολιτική. Η μόνη αυθεντικά αριστερή και ταυτόχρονα ταξική απάντηση που μπορεί να δοθεί εδώ και τώρα είναι μία: Άμεση στάση πληρωμών ώστε να διασώσουμε τους πόρους που ιδιοποιούνται σήμερα οι διεθνείς τοκογλύφοι και κερδοσκόποι προκειμένου να δρομολογήσουμε μια άλλου τύπου ανάπτυξη της χώρας.
Όταν μιλάμε για άμεση μονομερή στάση ή παύση πληρωμών δεν εννοούμε μια μεθόδευση αναστολής της αποπληρωμής των δανείων, μέσα από αναδιαπραγμάτευση με τους δανειστές ή την αναδιάρθρωση του χρέους. Το λέμε αυτό γιατί όσο πιο πολύ πλησιάζει η στιγμή της εγκαθίδρυσης του καθεστώτος ελεγχόμενης πτώχευσης από την ΕΕ και το ΔΝΤ, τόσο περισσότερο θα ακούγονται απόψεις που θα συγχέουν την άμεση παύση πληρωμών με διάφορα σχήματα αναδιαπραγμάτευσης ή αναδιάρθωσης του χρέους εξασφαλίζοντας μια προσωρινή μερική ή ολική αναστολή των πληρωμών. Οι απόψεις αυτές συγχέουν την μονομερή παύση πληρωμών με την πτώχευση της χώρας, επιτρέποντας στο ΔΝΤ να εμφανιστεί ως αναγκαία και συμφέρουσα λύση από τη στιγμή που έρχεται να επιβάλλει μια αρχική αναστολή των πληρωμών με σκοπό την επαναδιαπραγμάτευση και αναδιάρθρωση του χρέους. Μια τέτοια αναστολή των πληρωμών όχι μόνο δεν συμφέρει το λαό και τον τόπο, αλλά θα οδηγήσει με μαθηματική βεβαιότητα σε μεγαλύτερη όξυνση το πρόβλημα της υπερχρέωσης, ενώ θα εκθέσει τη χώρα στους εκβιασμούς των πιο κερδοσκοπικών κεφαλαίων διεθνώς που ειδικεύονται στην εκμετάλλευση χρεοκοπημένων κρατών.
Δεν είναι λοιπόν μια οποιαδήποτε στάση ή αναστολή των πληρωμών που απαντά στο πρόβλημα του χρέους από τη σκοπιά και το συμφέρον των εργαζομένων, αλλά μόνο εκείνη η μονομερής παύση πληρωμών που αντιτίθεται σε κάθε προσπάθεια πτώχευσης της χώρας και επιβολής καθεστώτος κηδεμονίας από το ΔΝΤ και την ΕΕ. Ποια είναι η θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στη μονομερή παύση πληρωμών και στην αναστολή των πληρωμών μέσα από μια διαδικασία πτώχευσης; Το γεγονός ότι με την πρώτη αρνείται επίσημα η χώρα να αναγνωρίσει τις υποχρεώσεις της απέναντι στους δανειστές της, αρνείται να αναγνωρίσει κάθε δικαίωμα ή απαίτηση των δανειστών, ενώ με τη δεύτερη όχι μόνο δεν αρνείται τα δικαιώματα των δανειστών πάνω της, αλλά δηλώνει αδυναμία εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών της και τίθεται στη διάθεση των δανειστών της.
Η πρώτη επιλογή συνδέεται με την πάλη του λαού για την πολιτική, οικονομική και κοινωνική αυτοδιάθεσή του, για τη διάσωση της χώρας του από τις άρπαγες του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου, ενώ η δεύτερη επιλογή αποτελεί τη βάση όλων των πολιτικών του ΔΝΤ. Αυτός είναι ο λόγος που η μονομερής παύση πληρωμών που αρνείται να αναγνωρίσει δικαιώματα στους δανειστές, που αρνείται να θέσει τη χώρα υπό καθεστώς πτώχευσης και κηδεμονίας, αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά αιτήματα όλων των λαϊκών επαναστατικών και απελευθερωτικών κινημάτων, από την εποχή που οι μπολσεβίκοι αρνήθηκαν μονομερώς να πληρώσουν τα τσαρικά χρέη και η διπλωματία τους πρωτοστάτησε να ενσωματωθεί στη διεθνή νομολογία η ρήτρα για το απεχθές χρέος (odious debt). Μια ρήτρα που προβλέπει ότι μια χώρα έχει κάθε δικαίωμα να αρνηθεί την αποπληρωμή των χρεών της όταν αυτά αποτελούν προϊόν διαφθοράς, ρεμούλας και κερδοσκοπίας.
Η μονομερής παύση πληρωμών θέτει σε πρώτη προτεραιότητα την ανάγκη να σταθεί η χώρα και ο λαός της στα πόδια τους, χωρίς τον φόρο αίματος στους δανειστές. Όμως για να γίνει αυτό δεν αρκεί η παύση πληρωμών. Αντίθετα, η παύση πληρωμών δεν έχει ουσιαστικά κανένα πρακτικό νόημα, αν δεν συνοδευτεί με ένα πακέτο άμεσων μέτρων θωράκισης της οικονομίας και της χώρας από τυχόν εκβιασμούς και πιέσεις. Δεν έχει κανένα νόημα αν δεν συνοδευτεί άμεσα με την επιβολή δραστικών ελέγχων στην κίνηση του κεφαλαίου, με την εθνικοποίηση των κύριων τραπεζών, με την έξοδο από το ευρώ και την ΟΝΕ και με μια γενναία αναδιανομή πλούτου προς όφελος των εργαζομένων όχι μόνο για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά ως βασική προϋπόθεση για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας σε νέα κοινωνική, ταξική και οικονομική βάση. Μόνο έτσι μπορεί να ορθοποδήσει η οικονομία και να οικοδομηθεί ένα ριζικά διαφορετικό κράτος από το σημερινό. Μόνο έτσι δεν θα χρειαστεί το δημόσιο να καταφύγει ξανά στη διεθνή κερδοσκοπία για δανεισμό.