Η ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Ψυχή βαθειά», καταπιάνεται με τον Εμφύλιο Πόλεμο , εστιάζοντας την προσοχή στα γεγονότα του τελευταίου έτους του.
Την Εμφύλια σύγκρουση στην συγκεκριμένη ταινία ο Παντελής Βούλγαρης την πραγματεύεται ως καλλιτέχνης και πολύ λιγότερο ως ιστορικός .
Γι αυτό και είναι μια ταινία που αγγίζει ιδιαίτερα το συναίσθημα .
Γι αυτό και η ταινία έχει προκαλέσει ένα ευρύτερο διάλογο και ίσως και μια αντιπαράθεση , κυρίως γιατί την καταμαρτυρούν ότι αντιμετωπίζει τον Εμφύλιο από μια θέση αφηρημένου ανθρωπισμού έξω και πάνω από τις κοινωνικές αντιθέσεις που οδήγησαν τη χώρα σε αυτόν.
Όπως και να ‘ναι όμως, σε όσους και όσες έχουμε ευρύτερες οικογενειακές βιωματικές εμπειρίες από τους πρωταγωνιστές εκείνης της ταραγμένης αλλά και συνάμα ηρωικής εποχής, η ταινία λειτουργεί ως καταλύτης έκλυσης μεγάλου συναισθηματικού φορτίου.
Ο λόγος στην Ευγενία Ηλιοπούλου
ΤΟ ΑΙΜΑ ΝΕΡΟ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ
ΕΥΓΕΝΙΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ
(Αφιερώνεται στην μητέρα μου και σε όσους θυσιάστηκαν για το δίκαιο του αγώνα )
Κάποτε η μητέρα μου είχε εξιστορήσει μία συνάντηση που είχε στα νιάτα της.Τότε που ήταν στο αντάρτικο. Εκεί ψηλά, στα βουνά της Ροδόπης. .Στον Εμφύλιο .Τότε που η χώρα μας είχε μοιραστεί στα δύο. Τότε που έγινε το μακελειό. Οι μισοί, που ήταν έλληνες αντάρτες ,θεωρήθηκαν εχθροί .Οι άλλοι μισοί που ήταν έλληνες πατριώτες ,εθνικόφρονες και θεωρήθηκαν φίλοι. Σε χρόνους δίσεκτους το μίσος κυριαρχούσε σε όλα τα επίπεδα. Η κάθε μεριά επέμενε ότι είχε καθήκον και δίκιο να κάνει ότι έχει κάνει. Και σαν στόχους και σαν θυσίες .Χύθηκε τόσο αθώο αίμα .Αυτοί που δεν σκοτώθηκαν επί τόπου δικάστηκαν και φτάσανε σε εξορίες και φυλακές. Πάνω από 10.000 ακολούθησαν τους δρόμους της προσφυγιάς. Φιλοξενήθηκαν στις χώρες του σοσιαλισμού. Οι άλλοι παρασημοφορηθήκανε και ανταμείφτηκαν καλά για το αδελφικό αίμα που χύσανε. Πήρανε συντάξεις και μετάλλια. Μερικοί αμετανόητοι εθνικόφρονες επιμένουν ,ακόμα και σήμερα ,ότι σωστά πράξανε ενάντια στους συμμορίτες όταν νιώσανε στο πετσί τους τα δεινά των κομουνιστών που θελαν να τους σφάξουνε με τα κονσερβοκούτια..
Η νεαρή τότε μητέρα μου, ενώ γυρνούσε από μία αποστολή βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής από τον εχθρό. Ποιόν εχθρό; Τον χωροφύλακα. Τον ξάδερφό της .Αρματωμένοι και οι δύο τους. Ντυμένοι στρατιωτικά αλλά σε διαφορετικά μέτωπα. Κρατούσανε πολυβόλα αλλά η λογική πρυτάνεψε και δεν προχωρήσανε .Στο σκοτωμό. Κάνανε σημάδια αναγνώρισης ο ένας στον άλλον .Τους χώριζαν λίγα μέτρα γης και πολλά χιλιόμετρα νοοτροπίας και πολιτικής στάσης. Είχανε μεγαλώσει μαζί, στο ίδιο χωριό .Σε διπλανά σπίτια. Πώς να την σκοτώσει την κοπέλα, το δεκαεξάχρονο που πήρε τόσο θαρραλέα τα βουνά; Για την δημοκρατία και την λευτεριά. Πώς να τον σκοτώσει αφού δεν ήταν εχθρός της. Δεν της είχε κάνει τίποτα και ούτε την απειλούσε; Κοιταχτήκανε για λίγο και μετά φύγανε .Ο καθένας για το δρόμο του. Αυτή για την άνω πλαγιά, να φτάσει στους συντρόφους., τους συναγωνιστές.. Αυτός για το χωριό. Κανένας τους ,όταν έδωσε την προφορική τους αναφορά για το τι είδαν και έκαναν στην περιπολία τους. Δεν αναφέρθηκαν στην στιγμιαία συνάντηση τους. Και περάσανε τα χρόνια. Πολλά χρόνια προσφυγιάς για αυτήν. Χρόνια φτώχιας και πείνας για αυτόν. Χάσανε τα ίχνη τους. Κάποτε ,μετά που η μητέρα μου επαναπατρίστηκε ,τον συνάντησε . Τυχαία στους δρόμους της Αλεξανδρούπολης. Γερασμένοι και οι δύο τους αλλά ακόμα με καλή μνήμη. Αγκαλιαστήκανε και κλάψανε. Πέρασαν τόσα χρόνια και όμως παρέμειναν αγαπημένοι. Το αίμα νερό δεν γίνεται.!
Όλα αυτά τα θυμήθηκα όταν είδα την ταινία του Π. Βούλγαρη ΄΄ Ψυχή βαθιά΄΄. Από την αρχή και μέχρι τις τελευταίες στιγμές ξαναέζησα την μεγάλη θλίψη της μάνας Ελλάς εκείνη την περίοδο. Ένιωσα δυσβάστακτο πόνο βλέποντας νέους και παιδιά ,στρατιώτες και αντάρτες με πολυβόλα .Όπλα που σκορπούν τον θάνατο. Θέρισαν ψυχές .’Άνθρωποι που θυσιάστηκαν χωρίς να καταφέρουνε να πουν ότι η σφαγή δεν έπρεπε να γίνει. Η λιτή μουσική του Γ. Αγγελάκα συμπλήρωσε σωστά την έντονη συναισθηματική φόρτιση της ταινίας. Φεύγοντας σκούπισα τα δάκρια μου. Ευχήθηκα, μέσα μου, να μην ξαναφτάσει ποτέ η Ελλάδα σε τέτοιο εμφύλιο σπαραγμό.