Λαιμητόμο για τα δικαιώματα των εργαζομένων αποτελούν οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις, όπως αποδεικνύει και απόφαση του υπουργείου Υγείας να περικόψει το χρονοεπίδομα και τις άδειες των επικουρικών γιατρών. Απόφαση που πάρθηκε με το σκεπτικό υποδείξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους επί κυβέρνησης της ΝΔ, αποκαλύπτοντας έτσι ότι ΠΑΣΟΚ και ΝΔ κινούνται στο μονόδρομο των Βρυξελλών, οι οποίες πιέζουν για την κατακρεούργηση των εργατικών δικαιωμάτων. Η περικοπή των χρονοεπιδομάτων θα σημάνει μια μείωση κατά 10% των συνολικών αποδοχών των 1.200 επικουρικών γιατρών που υπηρετούν σε όλα τα νοσοκομεία της χώρας, καλύπτοντας πάγιες και μόνιμες ανάγκες.
Στις 21/10/2009 η Διεύθυνση Προσωπικού Νομικών Προσώπων του υπουργείου Υγείας έστειλε έγγραφο στις Υγειονομικές Περιφέρειες και στα νοσοκομεία της χώρας με θέμα την «αναγνώριση χρόνου προϋπηρεσίας για τη χορήγηση χρονοεπιδόματος σε επικουρικούς ιατρούς και άδειες επικουρικών ιατρών», μετά, όπως αναφέρεται, «από τηλεφωνικές οχλήσεις και σε απάντηση ερωτημάτων που έχουν υποβληθεί στην υπηρεσία μας από πολλά νοσηλευτικά ιδρύματα».
Η διεύθυνση του υπουργείου Υγείας, επικαλούμενη δύο έγγραφα του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (με ημερομηνίες 29/5/2009 και 11/8/2009), αποφαίνεται ότι οι «επικουρικοί γιατροί αμείβονται με τις διατάξεις του νόμου 2889/2001 και λαμβάνουν τις αποδοχές του πρωτοδιοριζόμενου Επιμελητή Β' του ΕΣΥ και συνεπώς δεν δικαιούνται τη λήψη χρονοεπιδόματος». Επειδή, δηλαδή, οι επικουρικοί γιατροί προσλαμβάνονται με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, που δεν μπορεί να είναι μικρότερες των τριών μηνών και μεγαλύτερες του ενός έτους. Ετσι, οι επικουρικοί γιατροί μετά το τέλος του χρόνου ανανεώνουν τις συμβάσεις τους και οι περισσότεροι από αυτούς δουλεύουν από 5 έως 7 χρόνια. Γι' αυτό και έπαιρναν χρονοεπίδομα και άδεια μέχρι τώρα.
Το χρονοεπίδομα αλλάζει κάθε δύο χρόνια και υπολογίζεται ως ποσοστό επί του βασικού μισθού. Για έναν επικουρικό γιατρό με 7 χρόνια εργασίας είναι 16% ή 234,88 ευρώ. Με το κόψιμο του επιδόματος οι συνολικές αποδοχές τους - εκτός των εφημεριών - μειώνονται κατά 10%.
Για το κόψιμο των αδειών γίνεται επίκληση μιας γνωμοδότησης του Γραφείου του Νομικού Συμβούλου του ίδιου του υπουργείου Υγείας απ' το 2007, απ' την οποία «προκύπτει ότι τοποθετούνται για την κάλυψη έκτακτων αναγκών και δεν δικαιούνται άδεια η οποία δεν προβλέπεται σαφώς από τις ειδικές διατάξεις που διέπουν τους επικουρικούς γιατρούς».
Ο επικουρικός γιατρός θεσμοθετήθηκε με το νόμο 2889/2001 του ΠΑΣΟΚ και επαναδιατυπώθηκε με το νόμο 3329/2005 της ΝΔ στο όνομα της «κάλυψης έκτακτων και επειγουσών αναγκών σε δυσπρόσιτες, απομονωμένες και νησιωτικές περιοχές». Μάλιστα, η ΝΔ επέκτεινε το θεσμό και στο νοσηλευτικό προσωπικό.
Δηλαδή, οι κυβερνήσεις του δικομματισμού επιχείρησαν να καλύψουν τα τρομακτικά κενά στα νοσοκομεία, που δημιούργησαν με τις πολιτικές τους, με το επικουρικό προσωπικό και τώρα ψαλιδίζουν και τα, ήδη περιορισμένα, δικαιώματα των εργαζομένων.