Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

Η Μέρκελ σπρώχνει και την Ιταλία στο χάος


 Του Λεωνίδα Βατικιώτη (Επίκαιρα, 5-11 Ιουλίου 2012)

ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ
Το MAXXI, στο κέντρο της Ρώμης, είναι ένα από τα πιο γνωστά μουσεία σύγχρονης τέχνης. Στα τρέχοντα εκθέματά του μπορεί να δει κανείς πρωτότυπες εγκαταστάσεις που συνδυάζουν σχέδιο, αρχιτεκτονική και ποίηση, εκθέματα όπως το μοντέλο GT Veloce της Άλφα Ρομέο, που χρησιμοποιήθηκε για τη δολοφονία του Πιέρ Πάολο Παζολίνι στις 2 Νοέμβρη 1975, σε έναν σκοτεινό χώρο του μουσείου που αναπαριστά τις μυστηριώδεις συνθήκες της εγκληματικής επίθεσης υποβάλλοντας τον επισκέπτη και άλλα πολλά. 

Στο ισόγειο εν τούτοις φιλοξενείται μια έκθεση που θα μπορούσε να παρουσιάζεται ακόμη και στον πιο παραδοσιακό και συνηθισμένο εκθεσιακό χώρο: Σημερινές φωτογραφίες από τα πεδία μάχης του πρώτου παγκόσμιου πολέμου. Χορταριασμένα χαρακώματα σε απόσταση λίγων μέτρων από συρματοπλέγματα και φωτογραφίες από τρύπες σε βράχους που χρησίμευαν ως κρησφύγετο είναι ότι έχει μείνει σήμερα από έναν πόλεμο που στιγμάτισε την Ευρώπη δείχνοντας για πρώτη φορά το αποκρουστικό κι επικίνδυνο για την ανθρωπότητα πρόσωπο της Γερμανίας.


Ανεξαρτήτως των κριτηρίων με τα οποία αποφάσισαν οι υπεύθυνοι του μουσείου να φιλοξενήσουν την συγκεκριμένη έκθεση, η Ιταλία ζει κι αυτή τον τελευταίο χρόνο (αφότου ξεκίνησε η εφαρμογή των βάρβαρων μέτρων λιτότητας) τον δικό της πόλεμο και το μίσος κατά της Γερμανίας βρίσκεται σε πρωτοφανή επίπεδα. Το βρισίδι που άκουσε η Μέρκελ και η Γερμανία το βράδυ της Πέμπτης μετά τη νίκη της εθνικής Ιταλίας, ήρθε να επιβεβαιώσει το βάθος του διχασμού που έχει εδραιωθεί στην Ευρώπη, χωρίζοντας το νότο και την περιφέρεια από το βορά και το κέντρο.

Στο υπόβαθρο αυτής της σύγκρουσης βρίσκεται η απότομη επιδείνωση του κοινωνικού ζητήματος στην Ιταλία. Η επίσημη ανεργία ξεπερνάει σταθερά το 10%, ενώ στους νέους κάτω των 25 ετών η Ιταλία έχει ένα από τα υψηλότερα επίπεδα ανεργίας. Ιστορίες για δασκάλους και νέους επιστήμονες με διδακτορικό που δεν μπορούν να βρουν δουλειά ούτε σε συνεργεία καθαρισμού ακούγονται συνεχώς. Και μαζί με αυτές άλλες ιστορίες για μικρομάγαζα και επιχειρήσεις που κλείνουν πετώντας καθημερινά στον δρόμο πολλές εκατοντάδες εργαζόμενους, τόσο στον ανεπτυγμένο και πάλαι ποτέ βιομηχανικό βορρά όσο και στον αγροτικό νότο.

Η κατάσταση όμως δεν θα ήταν έτσι στην Ιταλία αν δεν υπήρχε το ευρώ, αν η Γερμανία και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν δημιουργούσαν συνθήκες ασφυξίας στην οικονομία με την περιοριστική νομισματική πολιτική που ακολουθούν. 

Η προτροπή του πρώην πρωθυπουργού, Σίλβιο Μπερλουσκόνι, στο πλαίσιο ομιλίας του να αρχίσει να τυπώνει η Ιταλία τα δικά της ευρώ με τη βοήθεια των μηχανών εκτύπωσης που εξακολουθεί να διαθέτει μπορεί να θεωρήθηκε πρόκληση, εξέφραζε όμως πλήρως τις αρνητικές διαθέσεις σημαντικού μέρους της κοινωνίας απέναντι στο κοινό νόμισμα.

Την ίδια πίεση εξέφρασε κι ο δοτός πρωθυπουργός Μάριο Μόντι, ανεβάζοντας τους τόνους απέναντι στην Γερμανία, πριν πάει στη Σύνοδο Κορυφής. 

Το αίτημα που διατύπωσε τόσο αυτός όσο κι ο ισπανός ομόλογός του, Μαριάνο Ραχόι απέναντι στην Γερμανία ήταν προφανές: Να δώσει χρήματα ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, που ξεκίνησε την λειτουργία του την Κυριακή 1 Ιουλίου, για την αγορά ισπανικών και ιταλικών κρατικών ομολόγων ώστε να πέσουν τα επιτόκια τους από τη ζώνη του 7%, που βρίσκονται σταθερά τις τελευταίες εβδομάδες. Πρόταση που απορρίφθηκε από την Γερμανία πριν ξεκινήσει η σύνοδος για έναν απλό λόγο: Το Βερολίνο χρησιμοποιεί την κρίση χρέους ως μέσο εκβιασμού ώστε να αναγκάσει την μία χώρα της ευρωπαϊκής περιφέρειας μετά την άλλη να προσφύγουν στον «μηχανισμό διάσωσης» και, το σημαντικότερο, να επιβάλλουν τα βάρβαρα μέτρα λιτότητας που έχουν ήδη εφαρμόσει οι τρεις χώρες οι οποίες μπήκαν πρώτες στον «μηχανισμό διάσωσης»: Ελλάδα, Ιταλία, Πορτογαλία. 

Η κατάσταση στην Ιταλία όμως κρέμεται από μία κλωστή και η κυβέρνηση του Μόντι απειλείται με ανατροπή, λόγω του ότι (και εκεί) η χρεοκοπία πλησιάζει πιο κοντά όσο πιο πιστά εφαρμόζονται οι οδηγίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Βερολίνου για την αποφυγή της! 

Είναι πολύ χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο Μόντι για να εξευμενίσει την Μέρκελ, και να δημιουργήσει φυσικά τις απαραίτητες συμμαχίες με την οικονομική ελίτ της Ιταλίας, μία μέρα πριν πάει στην κρίσιμη σύνοδο κορυφής ψήφισε, μετά από πολιτικές αντιπαραθέσεις και διχογνωμίες μηνών στην Βουλή, έναν βαθιά αντεργατικό νόμο με αποτέλεσμα να διευκολύνονται στο εξής οι απολύσεις. Κατά τη γνώμη πρώην υπουργού το μόνο που θα καταφέρει αυτός ο νόμος δεν θα είναι η διευκόλυνση των προσλήψεων (όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση) αλλά η ώθηση στην παραοικονομία τουλάχιστον 3 εκ. εργαζομένων. Η αγορά εργασίας δηλαδή θα κατακερματιστεί περαιτέρω και τα ασφαλιστικά δικαιώματα θα δεχτούν ένα επιπλέον πλήγμα μετά απ’ αυτό που δέχτηκαν το Δεκέμβριο όταν η κυβέρνηση αύξησε το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης στα 68 χρόνια, με την Ιταλία σήμερα να έχει το υψηλότερο όριο στην Ευρώπη. Πλήρως ενδοτική αποδείχθηκε η κυβέρνηση του Μόντι κι απέναντι στις κλυδωνιζόμενες τράπεζες. Πάλι μια μέρα πριν πάει στις Βρυξέλλες, η ιταλική κυβέρνηση ανακοίνωσε την δανειοδότηση της τρίτης μεγαλύτερης τράπεζας της χώρας, της Monte dei Paschi, με 2 δισ. ευρώ.

Παρόλα αυτά, παρά δηλαδή την ψήφιση του ενός αντεργατικού νόμου μετά τον άλλο και την απλοχεριά απέναντι στις χρεοκοπημένες τράπεζες, ούτε οι περίφημες αγορές ούτε η Μέρκελ έδειξαν τον παραμικρό οίκτο απέναντι στην Ιταλία, που αργά και σταθερά οδηγείται στην χρεοκοπία! 

 Η Μέρκελ αφήνει την Ιταλία να τσουρουφλίζεται πληρώνοντας επιτόκια που οξύνουν την κρίση χρέους και επιβαρύνουν υπέρμετρα και αδικαιολόγητα τους ιταλούς φορολογούμενους γιατί έτσι οδηγείται πιο γρήγορα στον σκοπό της: να φτάσει ακόμη πιο βαθιά το νυστέρι της λιτότητας, χωρίς κανέναν ενδοιασμό για το κοινωνικό κόστος ή την πορεία των δημόσιων οικονομικών που, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, τώρα κι όχι την, ας πούμε, ανέμελη εποχή απειλούνται περισσότερο με εκτροχιασμό.

Για την οικονομική κατάσταση στην Ιταλία και το μείζον θέμα του κοινού νομίσματος μιλήσαμε με τον Λουτσιάνο Βασαπόλο, διακεκριμένο καθηγητή Οικονομικών και Στατιστικής στο Πανεπιστήμιο Σαπιένζα της Ρώμης, στο πλαίσιο οικονομολογικού συνεδρίου με διεθνείς συμμετοχές: «Το ευρώ είναι νεκρό», μας είπε. «Μετά από μια δεκαετία επέκτασης της φτώχειας και της ανεργίας, από την μια, και της οικονομικής και πολιτικής επιρροής της Γερμανίας, από την άλλη, έχει γίνει εμφανές ότι το πολλά υποσχόμενο κατά το παρελθόν κοινό νόμισμα αποτελεί υπ‘ αριθμόν ένα κίνδυνο για την κοινωνική συνοχή και τα κυριαρχικά δικαιώματα. Ακόμη και τώρα όμως δεν είναι αργά να το εγκαταλείψουμε. Αντίθετα, αποτελεί μονόδρομο η έξοδος από την ευρωζώνη και η δημιουργία μιας νέας οικονομικής και πολιτικής ένωσης των νοτιο-ευρωπαϊκών χωρών που έχουν παρόμοια παραγωγικότητα. 

Η απόρριψη των αποτυχημένων προγραμμάτων λιτότητας και η συγκρότηση μιας τέτοιας ένωσης (χωρίς την γερμανική μπότα) και στη συνέχεια ενός νέου κοινού νομίσματος, μαζί με μια σειρά άλλους στόχους όπως η εθνικοποίηση των τραπεζών και στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων, μπορεί να επαναφέρει την κοινωνική ευημερία στην ευρωπαϊκή ήπειρο»