Σαράντα χρόνια στο μαγκανοπήγαδο για πλήρη σύνταξη, για όποιον τα καταφέρει...
Κατάργηση ακόμα και της 35ετίας και της 37ετίας χωρίς όριο ηλικίας.
Μείωση των συντάξεων, το ύψος των οποίων θα εξαρτάται κάθε φορά από τις δυνατότητες της καπιταλιστικής οικονομίας (ουσιαστικά καταργείται η έννοια της κατώτατης σύνταξης), ένταση της εμπορευματοποίησης της Υγείας.
Αυτή την εφιαλτική ζωή διαμορφώνει για τους εργάτες η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, σύμφωνα με το κείμενο που κατέθεσε χτες στη Βουλή, λίγο πριν κλείσει, ο υπουργός Εργασίας.
Μέτρα που έχει ανάγκη το μεγάλο κεφάλαιο για να αυξήσει την κερδοφορία του, για αυτό δεν είναι σύμπτωση ότι «οι προτεινόμενες αλλαγές συμπίπτουν κατά τα εξήμισι έβδομα με τις επτά συστάσεις που απηύθυνε το Εκοφίν στις 16 Φεβρουαρίου προς την ελληνική κυβέρνηση», όπως αναφέρεται στο κείμενο.
Οπως έχει ήδη εξαγγελθεί, η αντιασφαλιστική επίθεση θα εξελιχθεί σε δύο φάσεις.
Προετοιμασία με αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης Η πρώτη φάση ξεκινά άμεσα με στόχο την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, η οποία θα επιτευχθεί με: «...θ) κεντρική επανεξέταση των αναπηρικών συντάξεων και εκσυγχρονισμός του καταλόγου βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων (...), ια) αντικίνητρα πρόωρης συνταξιοδότησης...». Με άλλα λόγια, μέσω της μείωσης των αναπηρικών συντάξεων (σε αριθμό και ποσό), του επανακαθορισμού - βλέπε κατάργησης - της λίστας των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων, της θέσπισης αυστηρότερων ποινών για όσους τολμήσουν να συνταξιοδοτηθούν «πρόωρα» (6% για κάθε έτος νωρίτερα από το ανώτατο όριο). Στο κείμενο αναφέρεται ότι μόνο το μέτρο απαγόρευσης των προγραμμάτων εθελούσιας εξόδου θα αυξήσει το μέσο όρο ηλικίας συνταξιοδότησης «κατά 2 χρόνια έως το 2015. Από 61,4 που είναι σήμερα θα ανέλθει στα 63,5». Αρα, τα προηγούμενα μέτρα θα οδηγήσουν σε αύξηση πολύ πάνω από τα δύο χρόνια.
Επίσης, η αύξηση θα επέλθει και από την εφαρμογή της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για εξίσωση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης γυναικών και αντρών στο Δημόσιο. Η εφαρμογή θα ξεκινήσει το 2013.
Πλήρη με 40 χρόνια εργασίας για όποιον αντέξει
Η δεύτερη φάση θα εφαρμοστεί από το 2018 και αποκαλύπτει στο σύνολό τους τους αντιασφαλιστικούς στόχους της κυβέρνησης. Οι συντάξεις χωρίζονται στα δύο, στη βασική και την ανταποδοτική.
Για τη βασική προβλέπεται:
* Η βασική θα είναι «μία, κοινή για όλους τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (...) η οποία θα είναι σύνταξη γήρατος». Θα δίνεται δηλαδή με τη συμπλήρωση του προβλεπόμενου ορίου ηλικίας (σήμερα είναι τα 65 έτη) και όχι με τη θεμελίωσή του, όπως είχε αρχικά ειπωθεί.
* Θα καταβάλλεται «με εισοδηματικά κριτήρια ανεξαρτήτως αν ο δικαιούχος έχει θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα ή αν θα έχει έστω και ένα ένσημο». Ακόμα και αν κάποιος έχει δουλέψει μπορεί να μην πάρει καθόλου ή μόνο ένα τμήμα της. Εξαρτάται από το αν έχει άλλα εισοδήματα.
* «Θα έχει προνοιακό χαρακτήρα και θα καταβάλλεται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Το ύψος της εξαρτάται από τη σχετική πολιτική απόφαση εκάστης κυβέρνησης και, προφανώς, από τον αριθμό των δικαιούχων». Δε θα υπάρχει ένα ελάχιστο εγγυημένο ύψος σύνταξης. Θα εξαρτάται από τις επιλογές των κυβερνήσεων του κεφαλαίου, οι οποίες θα διαθέτουν ένα ποσό από τον κρατικό προϋπολογισμό, αδιάφορο πόσοι θα το μοιραστούν.
Για την ανταποδοτική προβλέπεται:
* Θα εξαρτάται από το «χρόνο εργασίας και τις καταβληθείσες εισφορές». Αρχικά ως χρόνος εργασίας θα νοείται «η δεκαετία ή δεκαπενταετία κατά την έναρξη εφαρμογής της, το 2018» και στη συνέχεια, «το σύνολο του εργατικού βίου». Και πιο κάτω σημειώνεται ότι «οι συντελεστές υπολογισμού ανταπόδοσης» θα είναι «κλιμακούμενοι συντελεστές, από τα 15 έως τα 40 χρόνια»! Ο εργάτης που θα καταφέρει να δουλέψει για 40 χρόνια, θα πάρει πλήρη σύνταξη. Οσο νωρίτερα φεύγει, τόσο θα μειώνεται η σύνταξη. Τελικός στόχος είναι το ποσό της σύνταξης να υπολογίζεται επί του μέσου όρου των αποδοχών του συνόλου του εργάσιμου βίου.
* Ποιο θα είναι αυτό το ποσό εξαρτάται από τις ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου. Το ποσοστό αναπλήρωσης (οι συντελεστές υπολογισμού) δε θα είναι ενιαίο. Θα κλιμακώνεται ανάλογα με τα χρόνια δουλειάς και «θα έχει μεν πολιτικό χαρακτήρα, ωστόσο δεν μπορεί να αγνοεί την οικονομική κατάσταση των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης και το γεγονός ότι το σύστημα πρέπει να βιώσιμο και να μην εξαντλεί τις δυνατότητες της εθνικής οικονομίας». Δηλαδή, όπως και στη βασική, το ύψος της σύνταξης θα καθορίζεται κάθε φορά από τις πολιτικές των κυβερνήσεων και από τις ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας.