του Πέτρου
Παπακωνσταντίνου
Η εσωτερική τρόικα δεν θα
πέσει από μόνη της. Όσο το σύστημα καίει τις εφεδρείες του, η απειλή ενός
απολυταρχικού κράτους εκτάκτου ανάγκης θα ενισχύεται. Μόνο μεγάλες αγωνιστικές
πρωτοβουλίες με ευρεία πολιτική στήριξη μπορούν να ακυρώσουν τη μετατροπή της
Ελλάδας σε νεοαποικία χρέους και να ανοίξουν μια νικηφόρα προοπτική.
Η κρίση που απειλούσε να
διαρρήξει την ευρωζώνη μοιάζει να εκτονώθηκε.
Η κυβέρνηση Σαμαρά και λοιπών
μνημονιακών δυνάμεων πέρασε, έστω και δύσκολα, τα μέτρα και πάει να
σταθεροποιηθεί.
Οι “επικίνδυνες” κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις πάλι σήκωσαν
κεφάλι και πάλι ηττήθηκαν.
Η βαθειά Ελλάδα υψώνει λευκή σημαία, παραδομένη στη
μάχη της επιβίωσης μπροστά στον πιο βαρύ χειμώνα από την κατοχή και τον
εμφύλιο.
Έτσι σκέφτονται οι πιο ανόητοι εκπρόσωποι των κυρίαρχων τάξεων, που
πιστεύουν μόνο ό,τι θέλουν να πιστέψουν και οι πιο ασταθείς εκπρόσωποι των
κυριαρχούμενων, που ταλαντεύονται διαρκώς ανάμεσα στην ανυπομονησία και την
απελπισία.
Πλανώνται πλάνην μεγάλην!
Η
κρίση της ευρωζώνης όχι μόνο δεν ξεπεράστηκε, αλλά είναι καθαρά θέμα χρόνου
πότε θα εκδηλωθεί με πιο βίαιο τρόπο.
Ήδη, από την περασμένη εβδομάδα το σύνολο
της ευρωζώνης βυθίστηκε στη δεύτερη ύφεση, ποιοτικά χειρότερη από εκείνη του
2008.
Πρώτον, γιατί τότε ήταν κυρίως “εισαγόμενη” από τη Γουόλ Στριτ, ενώ τώρα
είναι ενδογενής.
Δεύτερον, γιατί μέχρι χθες εστιαζόταν στην περιφέρεια-
Μεσογειακές χώρες, Ιρλανδία, Πορτογαλία- ενώ τώρα αγγίζει το σκληρό πυρήνα της
Ε.Ε. συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, η οποία περιγράφεται από το Βερολίνο ως ο
Μεγάλος Ασθενής της ευρωζώνης.
Και τρίτον, γιατί αυτή τη φορά δεν φαίνεται να
υπάρχει καμία ατμομηχανή, ικανή να ξεκολήσει την παγκόσμια οικονομία από το
βάλτο. Η Ιαπωνία πάει ακόμη χειρότερα από την Ευρώπη, η Αμερική βρίσκεται στο
μεταίχμιο ανάμεσα σε μια αναιμική ανάπτυξη και σε μια δεύτερη ύφεση- ιδίως αν ο
Ομπάμα υποχωρήσει άτακτα στην πίεση που δέχεται ενόψει των σκληρών
δημοσιονομικών αποφάσεων που καλείται να λάβει- ενώ η Κίνα και οι λοιπές
υπερτιμημένες “αναδυόμενες οικονομίες” των BRICs χωλαίνουν.
Στο εσωτερικό, κάτω από τη
λεπτή κρούστα της απογοήτευσης, συσσωρεύονται τεράστια αποθέματα λαϊκού μίσους,
σαν μάγμα που όσο περισσότερο συμπιέζεται, τόσο πιο τρομερή προοιωνίζεται την
αναπόφευκτη έκρηξη. Κι αυτό, ενώ ακόμη ο πολύς κόσμος δεν έχει ακόμη νοιώσει
στο πετσί του τι εστί Μνημόνιο ΙΙΙ. Ακόμη δεν έχουν έρθει οι κουτσουρεμένες
συντάξεις, ακόμη δεν έχουμε πληρώσει το πετρέλαιο- φωτιά, ακόμη δεν έχουν
αρχίσει για τα καλά οι απολύσεις στο Δημόσιο- αλλά όλα αυτά θα γίνουν μέσα στις
αμέσως προσεχείς εβδομάδες ή μήνες, πυρακτώνοντας την ήδη ηλεκτρισμένη
κοινωνική ατμόσφαιρα.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΝΕΟΑΠΟΙΚΙΑ ΧΡΕΟΥΣ
Στο μεταξύ, η ελληνική
ολιγαρχία κυριεύεται από το φόβο του τερματοφύλακα πριν απ' τα πέναλτι. Δεν
πρόλαβε να στεγνώσει το μελάνι πάνω στο χαρτί όπου τυπώθηκε το Μνημόνιο ΙΙΙ κι
έρχονται οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου που επέβαλε στα ασπόνδυλα της
τρικομματικής κυβέρνησης το σιδερένιο χέρι της τρόικα, ως όρο για την
εκταμίευση των δανειακών δόσεων. Είναι ζήτημα αν υπάρχει Μπανανία της Λατινικής
Αμερικής που να έχει υπογράψει τόσο εξευτελιστικούς όρους: Η παραμικρή δαπάνη
από τον ειδικό λογαριασμό του χρέους θα απαιτεί τρεις υπογραφές: του Έλληνα
υπουργού Οικονομικών, του εκπροσώπου της ΕΚΤ και εκείνου του EFSF, θέτοντας και
τυπικά τη χώρα μας σε καθεστώς νεοαποικίας χρέους.
Παράλληλα, το μάνατζμεντ
των ελληνικών τραπεζών θα περάσει, με τους προβλεπόμενους όρους
ανακεφαλαιοποίησής τους, κυρίως στους Γερμανούς και δευτερευόντως στους ελάσσονες,
πλεονασματικούς εταίρους τους (Γαλλία, Ολλανδία, Αυστρία κ.α.). Κατ' αυτό τον
τρόπο, το ξένο κεφάλαιο θα καταλάβει αναίμακτα τα στρατηγικά υψώματα της
ελληνικής οικονομίας. Την επόμενη ημέρα, οι υπό ξένο έλεγχο διοικήσεις των
τραπεζών θα αρχίσουν να εκβιάζουν στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεις του
παραγωγικού τομέα, εκδοτικούς ομίλους και άλλες εταιρείες που έχουν μεγάλα
χρέη, να δεχθούν επιθετικές εξαγορές ή συγχωνεύσεις, επί ποινή εξώθησής τους
στη χρεοκοπία. Αυτός είναι ο λόγος που βλέπουμε μεγάλα συγκροτήματα του Τύπου,
κατ' εξοχήν υπέρμαχους των μνημονίων, να “επαναστατούν” ξαφνικά εναντίον της
Μέρκελ και της “νέας αποικιοκρατίας”, λες και είδαν το φως το αληθινό στο δικό
τους δρόμο προς τη Δαμασκό.
ΔΕΙΛΟΙ, ΜΟΙΡΑΙΟΙ ΚΑΙ
ΑΒΟΥΛΟΙ ΑΝΤΑΜΑ...
Τελευταία Μεγάλη Ιδέα της
ελληνικής αστικής τάξης, ο ευρωπαϊσμός εξέφραζε τη φιλοδοξία της να αναρριχηθεί
στην πρώτη ταχύτητα του δυτικού κόσμου.
Η παλιά Ψωροκώσταινα φαντασιωνόταν ότι
θα γίνει κάτι σαν Βέλγιο ή Αυστρία του μεσογειακού Νότου. Αλλοίμονο, η κτηνωδώς
ιμπεριαλιστική Ευρώπη της Μέρκελ και του Σόιμπλε δεν μπορεί να ξεφύγει από την
ανισόμετρη ανάπτυξη και τη δομική πόλωση, όπως η χελώνα δεν μπορεί να ξεφύγει
από το καβούκι της. Στη μνημονιακή κοιλάδα των δακρύων, η Ελλάδα κατρακυλάει
ταχύτατα στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, για να γίνει εξίσου “ισότιμος”
εταίρος των ισχυρών στην Ε.Ε. όσο “ισότιμος εταίρος” της Αμερικής είναι το
Μεξικό στο πλαίσιο της NAFTA.
Με τους όρους μιας
δογματικά οικονομίστικης ανάλυσης, αυτή η ζοφερή πραγματικότητα θα ήταν
θεωρητικά δυνατό να τροφοδοτεί “ριζοσπαστικές” τάσεις σε ένα μέρος της αστικής
τάξης, τουλάχιστον σε αυτό που συνδέεται περισσότερο με την εσωτερική αγορά.
Κάτι τέτοιο υπονόησε η Αλέκα Παπαρήγα με την πολύκροτη τοποθέτησή της στη
Βουλή, όπου διαπίστωσε εσωτερικό διχασμό της αστικής τάξης σε “κόμμα του ευρώ”
και “κόμμα της δραχμής”, με βασικό πολιτικό εκπρόσωπο του τελευταίου τον
ΣΥΡΙΖΑ.
Πρόκειται- για να το
θέσουμε όσο πιο ευγενικά γίνεται- για εσφαλμένη εκτίμηση, η οποία υπερτονίζει
τον οικονομικό παράγοντα και υποτιμά τον πολιτικό.
Στην Ελλάδα δεν υπήρξε
“εθνική αστική τάξη” ούτε στις εποχές της ταχείας εκβιομηχάνισης και της
μετεμφυλιακής συντριβής της Αριστεράς. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να υπάρξει
σήμερα, στην εποχή της αποβιομηχάνισης, όπου κυριαρχούν τα πιο αντιδραστικά, τα
πιο διαπλεκόμενα με τον ξένο παράγοντα τμήματα του κεφαλαίου (τράπεζες,
εφοπλιστές, κατασκευές). Κυρίως δεν μπορεί να υπάρξει γιατί η ελληνική αστική
τάξη τρέμει τον λαϊκό παράγοντα πολύ περισσότερο από όσο φοβάται την υποβάθμισή
της σε ρόλο υπεργολάβου του ξένου κεφαλαίου.
Ακόμη κι αν κάποιες
στιγμές δελεάζεται να “παίξει” προσωρινά με το λαϊκό κίνημα και την Αριστερά
για να έχει κάποια διαπραγματευτικά ατού με τους ξένους, την επόμενη στιγμή
σκέφτεται ότι, όπως θάλεγε ο Μάο, το πιο δύσκολο δεν είναι να καβαλήσεις την
τίγρη, αλλά να κατέβεις από τη ράχη της και να μείνεις ζωντανός. Γιαυτό και οι
κονδυλοφόροι που εξεγείρονται το πρωί με τη Μέρκελ, κατακεραυνώνουν το βράδυ
τους εργάτες που αποδοκιμάζουν τον Φούχτελ και τους δασκάλους που απάγονται
γκανγκστερικά από τους ασφαλίτες. Μπροστά στη μείζονα απειλή του “εσωτερικού
εχθρού”, καταπίνουν γογγύζοντας κάθε ταπείνωση από τους “συμμάχους”¨τους-
δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα, σαν να προσμένουν κάποιο θάμα...
Η ΣΗΜΑΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΟΚΚΙΝΗ!
Ο συνδυασμός οικονομικής
διάλυσης, κοινωνικής πόλωσης και εθνικής ταπείνωσης δημιουργεί ένα εκρηκτικό
κοκτέιλ, μια “κρίση ηγεμονίας” του κυρίαρχου μπλοκ. Τα δύο προηγούμενα μνημόνια
έφαγαν τις κυβερνήσεις τους και το τρίτο δεν προοιωνίζεται τίποτα διαφορετικό.
Φυσικά, το σύστημα διαθέτει ακόμη κάποιες εφεδρείες-η απλή αναλογική θα ήταν
ενδεχομένως μία από αυτές, αν και θα σήμαινε ότι ο Σαμαράς αναγνωρίζει πως η
Αριστερά θα είναι πρώτη δύναμη στις επόμενες εκλογές, γεγονός που θα μπορούσε
να επιταχύνει την αποδόμηση του αστικού μπλοκ- και ελπίζει να δημιουργήσει εν
θερμώ κάποιες άλλες, όπως ένα νέο κεντρώο κόμμα.
Το πιθανότερο είναι, όμως,
ότι όλα τα σενάρια “ομαλών” λύσεων θα αποτύχουν αν δεν γίνει κάποιο “θαύμα”- εκτόνωση
της παγκόσμιας κρίσης, ανατροπές στην ευρωζώνη- που δεν φαίνονται στον
ορίζοντα, ούτε εξαρτώνται στο ελάχιστο από τη δική μας ολιγαρχία. Υπό αυτές τις
συνθήκες, τα κυρίαρχα οικονομικά και πολιτικά κέντρα δελεάζονται ολοένα και
περισσότερο από σενάρια κάποιου είδους απολυταρχικής εκτροπής. Δεν μιλάμε,
βέβαια, για παραδοσιακό φασισμό ή χούντα, αλλά για μια “κυριαρχία χωρίς
ηγεμονία”, για την προσφυγή σε ένα είδος “απολυταρχικού κράτους εκτάκτου
ανάγκης” μέσα από ένα γύρο ακραίων κοινωνικών φαινομένων και πολιτικής
προβοκάτσιας. Όσα ζήσαμε το τελευταίο διάστημα στις γενικές απεργίες, στο
γιορτασμό του Πολυτεχνείου, στη Θεσσαλονίκη με τις συλλήψεις συνδικαλιστών,
αλλά και όσα προοιωνίζεται η ευρεία υιοθέτηση της υπεραντιδραστικής θεωρίας των
“δύο άκρων” αποτελούν προανάκρουσμα πολύ επικίνδυνων τάσεων.
Όλα αυτά διαμορφώνουν
συνθήκες γενικευμένης “εθνικής κρίσης” στον ελληνικό, κοινωνικό σχηματισμό.
Ευρύτατα λαϊκά- δημοκρατικά αιτήματα, όπως η αντιμετώπιση της οικονομικής
καταστροφής, η αποτροπή της κοινωνικής διάλυσης, η προστασία της δημοκρατίας
και η ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας, αποκτούν σ'αυτή τη συγκυρία εκρηκτικά
ριζοσπαστικό χαρακτήρα.
Γιατί, αν και θεωρητικά θα μπορούσαν να αφομοιωθούν από
το σύστημα, είναι αδύνατο να υιοθετηθούν και πολύ περισσότερο να γίνουν
αντικείμενο μαχητικής διεκδίκησης από την ελληνική αστική τάξη και το πολιτικό
προσωπικό της.
Στη σημερινή συγκυρία, η σημαία της δημοκρατίας και της εθνικής
κυριαρχίας είναι κόκκινη! Όπως, τηρουμένων των αναλογιών, και στην ΕΑΜική
εποποιία, η ελληνική εργατική τάξη και τα κόμματά της είναι οι μόνοι δραστήριοι
παράγοντες που μπορούν να σηκώσουν στους ώμους τους το μεγάλο ιστορικό φορτίο
της λαϊκής σωτηρίας και της εθνικής αναγέννησης, απέναντι σε μια παρηκμασμένη,
σε μεγάλο βαθμό παρασιτική και ξεκάθαρα αντιδραστική αστική τάξη, που είναι
καταδικασμένη να προδίδει ακόμη και το δικό της, φιλελεύθερο παρελθόν.
Ο ΑΔΥΝΑΤΟΣ ΚΡΙΚΟΣ
Αν αυτή η γραμμή ανάλυσης
περιέχει έναν πυρήνα αλήθειας, τότε η ελληνική Αριστερά θα πρέπει να
προετοιμάζεται όχι για έναν εκλογικό περίπατο, αλλά για μια αποφασιστική
σύγκρουση ζωής ή θανάτου.
Δυστυχώς, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ή τουλάχιστον αυτό που
επικρατεί επικοινωνιακά ως συνισταμένη της, δεν δείχνει να αντιλαμβάνεται το
μέγεθος των διακυβευμάτων και πολύ περισσότερο να προετοιμάζει τις λαϊκές
δυνάμεις για τη σφοδρότητα των αναμετρήσεων που μας περιμένουν. Ειδικά το
τελευταίο διάστημα συμπεριφέρεται λες κι έχει στην τσέπη της την κυβέρνηση και,
πολύ περισσότερο, την πραγματική εξουσία- χωρίς να προβληματίζεται για το
γεγονός ότι στο μαζικό κίνημα μετράει πολύ λιγότερο από το ΚΚΕ ή και την
ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ή από το γεγονός ότι στις συνελεύσεις για το νέο κόμμα μαζεύονται
βασικά αριστεροί σαραντάρηδες και πενηντάρηδες από τις δύο διασπάσεις του ενιαίου
Συνασπισμού.
Δυστυχώς, αυτή τη στιγμή ο
ΣΥΡΙΖΑ δεν δέχεται καμμία ουσιαστική πίεση από τα αριστερά, παρά μόνο από τα
δεξιά του. Γεγονός για το οποίο δεν φταίνε μόνο τα εκλογικά ποσοστά της
υπόλοιπης Αριστεράς, αλλά κατά κύριο λόγο η πολιτική της γραμμή, ή μάλλον η
ανυπαρξία πολιτικής γραμμής. Μιλάμε βέβαια κυρίως για το ΚΚΕ, το οποίο
αντιμετωπίζει το ΣΥΡΙΖΑ όχι ως ιδεολογικό αντίπαλο, αλλά ως ταξικό εχθρό και
μάλιστα ως τον κυριότερο ταξικό εχθρό της περιόδου, αναπαράγοντας τις
χειρότερες σεχταριστικές στιγμές του “σοσιαλφασισμού”. Μ΄αυτό τον τρόπο χάνει
το δίκιο του, όποτε έχει δίκιο (και πολλές φορές έχει) και καταλήγει να
πυροβολεί τον ίδιο τον εαυτό του, διευκολύνοντας την ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ- ιδίως
όταν οι τοποθετήσεις του ευλογούνται από τα πιο αντιδραστικά επιτελεία της
αστικής τάξης, όπως την περίοδο του Τζαννετακισμού.
Ακόμη δυστυχέστερα, τη
λογική της ηγεσίας του ΚΚΕ φαίνεται να υιοθετούν, φυσικά από άλλες ιδεολογικές
αφετηρίες και τμήματα της ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Δέσμιοι
ενός μηχανιστικού, δογματικού “μαρξισμού”, έχουν διαρκώς δεμένο στο ζωνάρι ένα
“αριστερόμετρο” παντός καιρού, με το οποίο μετράνε ποιοι στόχοι ή/και μορφές
πάλης είναι παντού και πάντα “ρεφορμιστικοί” και ποιοι “επαναστατικοί”. Αυτή η
λογική δεν έχει τίποτα το κοινό με τη λενινιστική αντίληψη της πολιτικής, που
συμπυκνώνεται στην έννοια του αδύνατου κρίκου. Του ζητήματος ή του πλέγματος
ζητημάτων σε κάθε συγκυρία, που μπορεί να μην είναι εξ αρχής επαναστατικά-
σοσιαλιστικά, αλλά αποτελούν τον αποφασιστικό κόμβο που οδηγεί τελικά, από την
ίδια την εσωτερική διαπλοκή των προβλημάτων και της ταξικής πάλης, στον αγώνα
για την πραγματική εξουσία, δηλαδή την επανάσταση (βλέπε, για παράδειγμα “Τα
άμεσα καθήκοντα της σοβιετικής εξουσίας”, Απρίλης 1918).
Έτσι, επαναστατική
πολιτική το 1973-74 δεν ήταν να θέτεις στην ημερήσια διάταξη θέμα σοσιαλισμού
και αυτοδιαχείρισης, αλλά να πιαστείς από τον αδύνατο κρίκο στο σύστημα της
αστικής κυριαρχίας εκείνη τη στιγμή, δηλαδή τα ζητήματα του ιμπεριαλισμού και
της δημοκρατίας και να ενώσεις με τις κατάλληλες μορφές πάλης τις ευρύτερες
λαϊκές δυνάμεις σε μια ρήξη, που αργά ή γρήγορα θα έθετε επί τάπητος την
κοινωνική αλλαγή σε όλες τις διαστάσεις της. Ανάλογα σήμερα, επαναστατική
πολιτική δεν είναι να ονειρεύεσαι Σοβιέτ ή να ζητάς αύριο το πρωί την
κοινωνικοποίηση των βασικών μέσων παραγωγής, αλλά να συγκεντρώσεις όλη τη
δύναμη πυρός απέναντι στους αδύνατους κρίκους του συστήματος- χρέος, μνημόνια-
απ' όπου θα ξετυλιχτεί ολόκληρη η αλυσίδα, από την έξοδο από το ευρώ, μέχρι το πρόβλημα
της εξουσίας.
ΤΟ ΕΝΙΑΙΟ ΜΕΤΩΠΟ ΚΑΙ ΤΟ
ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Πρέπει να είναι πολιτικά
τυφλός κανείς για να μην κατανοεί ότι η στάση πληρωμών και η μονομερής ακύρωση
των μνημονίων, έστω και από έναν συνασπισμό δυνάμεων υπό ρεφορμιστική ηγεμονία,
θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε σκληρή σύγκρουση με τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό. Στη
συνέχεια, θα επιβάλει ριζοσπαστικά μέτρα, στο πλαίσιο μιας οικονομικής
πολιτικής εκτάκτου ανάγκης- με πρώτα βήματα την εθνικοποίηση των τραπεζών και
τη σχεδόν βέβαιη επιστροφή στο εθνικό νόμισμα- που θα φέρουν τις λαϊκές
δυνάμεις σε μετωπική ρήξη με την ελληνική ολιγαρχία.
Μια παρόμοια, ιστορικών
διαστάσεων σύγκρουση απαιτεί πολιτική στήριξη και διεύθυνση από ένα ενιαίο
μέτωπο των αριστερών, ριζοσπαστικών δυνάμεων, πολύ ευρύτερο από τις πολύτιμες,
αλλά περιορισμένες δυνάμεις επαναστατικής και κομμουνιστικής αναφοράς.
Ενιαίο μέτωπο δεν σημαίνει
συγχώνευση, ούτε πολιτική ουράς. Ασφαλώς, υπάρχουν πάμπολλοι λόγοι να μην έχουν
οι αγωνιστές της επαναστατικής Αριστεράς εμπιστοσύνη στο ΣΥΡΙΖΑ, όπως έχουν
δικαίωμα και υποχρέωση να διαχωρίζονται από αυτόν σε καίρια ζητήματα
στρατηγικής σημασίας, με πρώτο τον δεισιδαιμονικό σεβασμό του στο ευρώ, την
Ε.Ε. και την αστική νομιμότητα. Από αυτό το σημείο, όμως, μέχρι το σημείο του
να θεωρούν το ΣΥΡΙΖΑ τυπικό αστικό κόμμα απέναντι στο οποίο δεν έχουν τίποτα
άλλο να κάνουν από το να το “αποκαλύψουν”, ποντάροντας στην όσο γίνεται πιο
γρήγορη χρεοκοπία του, η απόσταση είναι τόσο τεράστια όσο αυτή που χωρίζει μια
επαναστατική γραμμή μαζών από μια πολιτική σέχτα.
Η γραμμή του ενιαίου
μετώπου δεν είναι νεολογισμός κάποιων “όψιμων συνοδοιπόρων του ΣΥΡΙΖΑ”. Είναι η
στρατηγική που χάραξε η Τρίτη Διεθνής για τη Δυτική Ευρώπη στο Τρίτο και το
Τέταρτο Συνέδριο, τα τελευταία που έγιναν ζώντος του Λένιν και υπό την
καθοδήγησή του. Στη σχετική έκκλησή της, τον Ιανουάριο του 1922, η Διεθνής
υπογράμμιζε, μπροστά στην απειλητική επίθεση της διεθνούς αντίδρασης, μια
“κοινή πλατφόρμα με τους σοσιαλδημοκράτες” εκείνης της εποχής για ένα “ελάχιστο
πρόγραμμα οικονομικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων”. Το Δεκέμβριο του ίδιου
χρόνου, η απόφαση του Τετάρτου Συνεδρίου ρίχνει μάλιστα το σύνθημα για μια
“κυβέρνηση του ενιαίου μετώπου” ή “εργατική κυβέρνηση”, με στήριξη ή και
συμμετοχή των κομμουνιστών, ενδεχομένως και υπό την ηγεμονία των ρεφορμιστών, η
οποία θα μπορούσε να προκύψει μέσα από το γενικό εκλογικό δικαίωμα, προτού
κριθεί με επαναστατικό τρόπο το πρόβλημα της πραγματικής εξουσίας. Στη σχετική
απόφαση τονίζεται ότι μια τέτοια κυβέρνηση “δεν θα είναι η δικτατορία του προλεταριάτου,
ούτε καν μια αναγκαία μεταβατική μορφή προς αυτήν. Αποτελεί ωστόσο μια αφετηρία
για την κατάκτησή της”.
Μήπως η πρόσφατη ιστορική
εμπειρία στη Λατινική Αμερική και ιδιαίτερα στη Βενεζουέλα δεν επιβεβαιώνει τη
γονιμότητα και την επικαιρότητα αυτής της γραμμής; Ο Ούγκο Τσάβες και οι
σύντροφοί του δεν ήταν πεπεισμένοι κομμουνιστές. Βγήκαν από τους κόλπους ενός
αστικού στρατού, ο οποίος τους ανέχθηκε προσωρινά για να αποφύγει το χειρότερο-
έναν ανοιχτό εμφύλιο πόλεμο, όπου θα μπορούσαν να χαθούν τα πάντα για το
σύστημα που ήταν ταγμένος να στηρίζει. Οι κομμουνιστές της Βενεζουέλας, αλλά
και της Ελλάδας αν δεν κάνουμε λάθος, στήριξαν τον Τσάβες στη σύγκρουσή του με
τον ιμπεριαλισμό, χωρίς να συγχωνεύονται μαζί του και χωρίς να παραιτούνται από
την κριτική, την αντιπαράθεση και την αυτονομία δράσης. Ήταν άραγε η αριστερή
κυβέρνηση του Τσάβες εμπόδιο στην ανάπτυξη του αριστερού ριζοσπαστισμού, στη
Βενεζουέλα και σ' ολόκληρη τη Λατινική Αμερική τα τελευταία 14 χρόνια; Και δεν
έδειξε η πολυκύμαντη διαδρομή της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας, με τις νίκες και
τις ήττες της, τα επιτεύγματα και τους δισταγμούς της, ότι περίοδοι παραλυτικής
ισορροπίας δυνάμεων ανάμεσα στην επανάσταση και την αντεπανάσταση, περίοδοι
σκληρού αγώνα για την κατάκτηση της εργατικής ηγεμονίας, μπορεί να κρατήσουν
πολύ και να πάρουν τις πιο απρόβλεπτες μορφές στην εποχή μας;
ΠΑΡΑΤΕΤΑΜΕΝΗ ΛΑΪΚΗ
ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ
Το μείζον πρόβλημα με την
Αριστερά, στη σημερινή συγκυρία, είναι ότι αδυνατεί να παίξει το ρόλο της στη
συλλογική οργάνωση και πολιτική διεύθυνση ενός κινήματος μαζών με προοπτική
νίκης- ο μεν ΣΥΡΙΖΑ γιατί περιμένει να του πέσει στο πιάτο η κυβέρνηση, σαν
ώριμο φρούτο, το δε ΚΚΕ και οι απροσδόκητοι συνοδοιπόροι του γιατί περιμένουν
να αποδομηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ελπίζοντας ότι θα πέσουν στο δικό τους πιάτο κάποια
θραύσματα του αντιπάλου τους.
Στο μεταξύ, το λαϊκό κίνημα, αφού δοκίμασε 30
γενικές και πολλαπλάσιες κλαδικές απεργίες, Αγανακτισμένους, πορείες και
εκλογές, φτάνει σε κάποια όρια και δυσκολεύεται να βρει το μοχλό για το
επόμενο, αποφασιστικό άλμα.
Ο κίνδυνος είναι να
περάσει οριστικά η πρωτοβουλία των κινήσεων στα χέρια του αντιπάλου και να
υποστεί το ελληνικό εργατικό κίνημα μια ήττα όχι απλά στρατηγικών, αλλά ιστορικών
διαστάσεων, που θα πάει την ελληνική κοινωνία δεκαετίες πίσω και για να αντιστραφεί
θα χρειαστεί να περάσουν όχι ένα ή δύο χρόνια, αλλά ένα ή δύο γενιές.
Μπροστά
στο μέγεθος των διακυβευμάτων, καταντά εντελώς σχιζοφρενική αυτή η ενδοαριστερή
αλληλοεξόντωση, η πανσπερμία της προσωπικής μωροφιλοδοξίας, ο εύκολος
στιγματισμός της ειλικρινούς αγωνίας ως πολιτικής ιδιοτέλειας.
Ο πόλεμος δεν έχει κριθεί.
Τίποτα πραγματικά καίριο δεν έχει χαθεί ακόμη. Το παράθυρο που μας άνοιξε αυτή
η ιστορική κρίση δεν έχει κλείσει. Αλλά δεν θα είναι ανοιχτό επ' άπειρον. Το
λαϊκό κίνημα δεν θα κάνει το αποφασιστικό άλμα μόνο του, ούτε πολύ περισσότερο
όσο επαφίεται στις ντουφεκιές στον αέρα των όποιων Παναγόπουλων. Εκείνο που
χρειάζεται, πιστεύουμε, είναι μια μεγάλη αγωνιστική πρωτοβουλία με την ευρύτερη
δυνατή πολιτική στήριξη και με πρωτοβουλία των δυνάμεων της Αριστεράς, που θα
ανεβάσει κατακόρυφα την αυτοπεποίθηση των λαϊκών δυνάμεων και θα τους προσφέρει
ορατή προοπτική νίκης.
Σχηματικά, θα μιλάγαμε για
έναν κοινωνικό και πολιτικό Ανένδοτο διαρκείας, με άμεσο στόχο την κατάργηση
των μνημονίων και του χρέους και την ανατροπή της τρικομματικής κυβέρνησης.
Μια
γενική απεργία διαρκείας θα ήταν ο πιο ευθύς δρόμος, αλλά οι συνθήκες και η
συνείδηση των μαζών δεν το επιτρέπουν ακόμη. Το πρώτο βήμα θα μπορούσε να είναι
μια μεγάλη πολιτική πρωτοβουλία της σύνολης Αριστεράς: Με αφορμή την
επισημοποίηση της μετατροπής της Ελλάδας σε μνημονιακό προτεκτοράτο, να θέσει
θέμα συνταγματικής εκτροπής και εθνικής προδοσίας, να δηλώσει ότι δεν
αναγνωρίζει πλέον τη νομιμότητα αυτής της κυβέρνησης και να εγκαινιάσει μια πανελλαδική,
αλυσιδωτή κινητοποίηση με στόχο τη διάλυση της Βουλής, την προκήρυξη εκλογών
και τη δημιουργία μιας νέας, συντακτικής, λαϊκής Εθνοσυνέλευσης.
Στο πλαίσιο αυτό, οι
βουλευτές της Αριστεράς να απέχουν από κάθε ψηφοφορία στο κοινοβούλιο πέρα από
τις συζητήσεις για πρόταση μομφής, όποτε επιλέξουν παρόμοια κίνηση.
Το
κυριότερο, να μεταφέρουν το κέντρο βάρους της πολιτικής δράσης στους δρόμους
και τις πλατείες, αρχίζοντας από επαρχιακές πόλεις και γειτονιές και
καταλήγοντας σε μια ειρηνική κατάληψη διαρκείας του κέντρου της Αθήνας, μέχρι
να πέσει η κυβέρνηση.
Συμβολικές καταλήψεις δημοσίων χώρων, εναλλακτικά μέσα
μαζικής αντιπληροφόρησης, νεανικά δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης, κλαδικές
απεργίες και στο βαθμό που δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες γενική απεργία,
θα συνοδεύουν και θα δώσουν άλλη διάσταση σε αυτό το μεγάλο αγώνα, που θα
γράφει στη σημαία του:
Θέλουμε πίσω τη ζωή μας!
Θέλουμε πίσω τη χώρα μας!
Θέλουμε πίσω το μέλλον
μας!