Το τελευταίο καιρό ακούω συχνά και τρομάζω
να λένε όλοι εδώ τριγύρω μου ότι ωριμάζω
κι ότι φιλιώνω μ' όλα αυτά που κι αυτοί αγαπάνε,
μ' όλα αυτά τα κοντινά και τα πικρά που συναντάνε
και μιλάνε , γερνάνε, πάνω σ' αυτά που περπατάνε, πετάνε
κι όλο ξεχνάνε, από το τίποτα ζητάνε,
και πάνε στα σίγουρα, όπως θέλει η εποχή,
εγώ όμως, πλάι μου σέρνω πορφυρένια ευχή.
Πάντα να στέκομαι μπροστά απ' τη σκιά μου
κι απ' τη φωτιά να ξεπηδάνε τα όνειρα τα μικρά μουּ
κοντά μου τα φέρνει ο χρόνος ψημένα
και ταμένα να 'ναι, με τη ζωή ερωτευμένα.
Σ' αυτό το κόσμο με τα χιλιαδυό μπαλώματα
όπου ανοίγουν οι ψυχές, κλείνουνε στόματα
και δε χορταίνει η αλήθεια ούτε παίρνει μυρωδιά,
στα κρυφά γεννάει το ψέμα και ούτε τσιμουδιά.
Γι' αυτό η ευχή μου ανασαίνει στου καιρού τα γυρίσματα
και δε μπορεί τα διαβολοσκορπίσματα,
έχει περίσσεμα ονείρατα πολλά
και χρέωσέ τα στη φωτιά.
Να και μια ευχή που χαράμι δε πήγε
κι αν δε γουστάρεις μάζεψέ τα και φύγε.
Αν περισσέψαν όνειρά μου σκιά μου,
χρέωσέ τα στη φωτιά δεν είναι δικά μου.
Είναι μια ευχή που έχει ρίζα σαν κι αυτή της πεθυμιάς,
γι' αυτό δε βιάζομαι καθόλου να τη ζήσω μονομιάςּ
γι' αυτό και δε της κάνω το τελευταίο σινιάλο,
το φυλάω για όταν θα πέσω σε κανάλι μεγάλο
ή για σπουδαία χαρά και πρωτοτόκια,
εκεί που λιώνουν στη φωτιά και τ' ατσάλινα ξόρκιαּ
για εκεί μαζεύω στάλα- στάλα στης ζωής την καράφα
τις στιγμές μου, τη πιο μεγάλη μου γκάφα,
το χειρότερο στο διάβα μου βραχνά
που δε κόβεται γιατί ανταμώνω όλους αυτούς συχνά
που μου λένε ότι ωριμάζω και να συνεχίσωּ
μ' άλλα λόγια, μπρος γκρεμός, γκρεμός και πίσω.
Ονειρεύομαι, λοιπόν, με τη ψυχή στο στόμα
κι ίσως κάνουν πως δε καταλάβανε ακόμα,
όσοι έχουν πάρε- δώσε στα κρυφά με τη σκιά τους,
θα συναντήσουνε στο φως τα σχέδια τους.
Γεια χαρά τους εγώ κυλάω σε πύρινη φλέβα
κι αν δε φοβάσαι τις φλόγες, έχει χώρο, ανέβα.
Στα όνειρα που περισσεύουν, ρίξε μια ματιά
και χρέωσέ τα στη φωτιά.
να λένε όλοι εδώ τριγύρω μου ότι ωριμάζω
κι ότι φιλιώνω μ' όλα αυτά που κι αυτοί αγαπάνε,
μ' όλα αυτά τα κοντινά και τα πικρά που συναντάνε
και μιλάνε , γερνάνε, πάνω σ' αυτά που περπατάνε, πετάνε
κι όλο ξεχνάνε, από το τίποτα ζητάνε,
και πάνε στα σίγουρα, όπως θέλει η εποχή,
εγώ όμως, πλάι μου σέρνω πορφυρένια ευχή.
Πάντα να στέκομαι μπροστά απ' τη σκιά μου
κι απ' τη φωτιά να ξεπηδάνε τα όνειρα τα μικρά μουּ
κοντά μου τα φέρνει ο χρόνος ψημένα
και ταμένα να 'ναι, με τη ζωή ερωτευμένα.
Σ' αυτό το κόσμο με τα χιλιαδυό μπαλώματα
όπου ανοίγουν οι ψυχές, κλείνουνε στόματα
και δε χορταίνει η αλήθεια ούτε παίρνει μυρωδιά,
στα κρυφά γεννάει το ψέμα και ούτε τσιμουδιά.
Γι' αυτό η ευχή μου ανασαίνει στου καιρού τα γυρίσματα
και δε μπορεί τα διαβολοσκορπίσματα,
έχει περίσσεμα ονείρατα πολλά
και χρέωσέ τα στη φωτιά.
Να και μια ευχή που χαράμι δε πήγε
κι αν δε γουστάρεις μάζεψέ τα και φύγε.
Αν περισσέψαν όνειρά μου σκιά μου,
χρέωσέ τα στη φωτιά δεν είναι δικά μου.
Είναι μια ευχή που έχει ρίζα σαν κι αυτή της πεθυμιάς,
γι' αυτό δε βιάζομαι καθόλου να τη ζήσω μονομιάςּ
γι' αυτό και δε της κάνω το τελευταίο σινιάλο,
το φυλάω για όταν θα πέσω σε κανάλι μεγάλο
ή για σπουδαία χαρά και πρωτοτόκια,
εκεί που λιώνουν στη φωτιά και τ' ατσάλινα ξόρκιαּ
για εκεί μαζεύω στάλα- στάλα στης ζωής την καράφα
τις στιγμές μου, τη πιο μεγάλη μου γκάφα,
το χειρότερο στο διάβα μου βραχνά
που δε κόβεται γιατί ανταμώνω όλους αυτούς συχνά
που μου λένε ότι ωριμάζω και να συνεχίσωּ
μ' άλλα λόγια, μπρος γκρεμός, γκρεμός και πίσω.
Ονειρεύομαι, λοιπόν, με τη ψυχή στο στόμα
κι ίσως κάνουν πως δε καταλάβανε ακόμα,
όσοι έχουν πάρε- δώσε στα κρυφά με τη σκιά τους,
θα συναντήσουνε στο φως τα σχέδια τους.
Γεια χαρά τους εγώ κυλάω σε πύρινη φλέβα
κι αν δε φοβάσαι τις φλόγες, έχει χώρο, ανέβα.
Στα όνειρα που περισσεύουν, ρίξε μια ματιά
και χρέωσέ τα στη φωτιά.