Εκ θεμελίων τρίζει το
οικοδόμημα της ευρωζώνης, θέτοντας σοβαρά ερωτήματα για το κατά πόσο θα
συνεχίσει να υπάρχει στη σημερινή του μορφή μετά κι από τρεις μήνες.
Η
συγκεκριμένη χρονική περίοδος δεν επιλέγεται τυχαία. Αναφέρθηκε πρώτη φορά ως η
τελευταία προθεσμία για την ευρωζώνη να επιδιορθώσει τις αδυναμίες της από τον
μεγαλο-χρηματιστή Τζορτζ Σόρος προ ημερών και την επανέλαβε στη συνέχεια η
επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, σε συνέντευξή της στο αμερικανικό
τηλεοπτικό δίκτυο CNN (σε κάποιο διάλειμμα να υποθέσουμε των απαρηγόρητων
οδυρμών της για τα παιδιά του Νίγηρα που υποφέρουν από πείνα). Σχετίζεται δε
πολύ πιθανά με τον δύσκολο μήνα Σεπτέμβρη που ανέκαθεν, με πιο πρόσφατο
παράδειγμα τον Σεπτέμβρη του 2008 όταν κατέρρευσε η Λίμαν Μπράδερς, αποτελούσε
«ώρα της κρίσης» για τα χρηματιστήρια κι ευρύτερα τις αγορές...
Αυτή τη στιγμή η αγωνία
για την πορεία της ευρωζώνης επικεντρώνεται στην τύχη της Ισπανίας και της
Ιταλίας, δύο κρατών που έχουν πάψει να παρατηρούν από απόσταση τις άλλες χώρες
της ευρωζώνης, Ελλάδα, Ιρλανδία και Πορτογαλία, οι οποίες ήταν στο επίκεντρο
της κρίσης χρέους την προηγούμενη διετία.
Η ιδιαίτερα ανησυχητική
κατάσταση που επικρατεί με την Ισπανία έγινε εμφανής την προηγούμενη εβδομάδα
κι αφού ανακοινώθηκε η συμφωνία αναπλήρωσης του κεφαλαίου των ισπανικών
τραπεζών, ύψους 100 δισ. ευρώ, με κεφάλαια από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό. Ενώ
όλοι περίμεναν πως αυτή η συμφωνία θα οδηγούσε σε αποκλιμάκωση τα επιτόκια,
μόλις λίγες μέρες αργότερα το ισπανικό Δημόσιο αναγκάστηκε να πουλήσει 10ετή
ομόλογα με επιτόκιο 7%, στο επίπεδο δηλαδή που Ελλάδα, Ιρλανδία και Πορτογαλία
προσέφυγαν στον μηχανισμό.
Ο δε οίκος αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας,
Μούντιζ μείωσε τη βαθμολογία της Ισπανίας κατά 3 μονάδες, οδηγώντας την 1 μόλις
βαθμό πάνω από το επίπεδο των «σκουπιδιών».
Τα δεινά επομένως της Ισπανίας δεν
τελείωσαν. Νέες αποφάσεις για πιο γενναίες χρηματοδοτήσεις πρέπει να ληφθούν,
παρότι κι αυτή η χρηματοδότηση των 100 δισ. ευρώ θα συνοδευτεί με τους
συνηθισμένους απεχθείς όρους εποπτείας της οικονομίας κι άγριας λιτότητας, όπως
έσπευσε να ξεκαθαρίσει ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε,
διαψεύδοντας τις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις της ισπανικής πολιτικής ηγεσίας
ότι δεν πρόκειται για «κλασική διάσωση» αλλά «μόνο για ένα δάνειο με πολύ
ευνοϊκούς όρους», όπως δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών Λουίς ντε Γκουίντος.
Το θέμα όμως με την
Ισπανία δεν είναι μόνο ότι τα 100 δισ. ευρώ δεν φθάνουν ούτε για αρχή. Αξίζει
να αναφέρουμε πως το Διεθνές Ινστιτούτο Χρηματοοικονομικής, το λόμπι των
τραπεζών, έχει υπολογίσει ότι ενδέχεται να απαιτηθούν ακόμη και 260 δισ. ευρώ
για τις ισπανικές τράπεζες! Το εντυπωσιακό στοιχείο ωστόσο είναι πως η
ανακοίνωση για τα 100 δισ. δεν οδήγησε σε εκτόνωση αλλά όξυνε τις πιέσεις. Όπως
ακριβώς η ανακοίνωση από την ισπανική κυβέρνηση πως θα καλύψει την αναπλήρωση
κεφαλαίου της Μπάνκια, πληρώνοντας 18 δισ. ευρώ, άνοιξε την όρεξη των αγορών
και τον δρόμο για την πρώτη προσφυγή στον μηχανισμό με την υπόσχεση χορήγησης
100 δισ. ευρώ, έτσι κι οι αποφάσεις των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης του
προηγούμενου Σαββάτου αντί να δράσουν ανασχετικά, λειτούργησαν σαν λάδι στη
φωτιά, με τους απατεώνες ομολογιούχους και τραπεζίτες να ξέρουν πλέον βάσιμα
πως κάθε τους απαίτηση μπορεί να ικανοποιηθεί. Γιατί να μη ζητήσουν κι άλλα;
Υπάρχει ωστόσο ένα όριο.
Είναι τα 500 δισ. ευρώ με τα οποία είναι «οπλισμένος» ο νέος μηχανισμός.
Κι
αυτό το όριο κινδυνεύει να καλυφθεί πολύ γρήγορα, αν πάρουμε υπόψη μας και την
Ιταλία, η οποία οδηγείται κι αυτή με μαθηματική ακρίβεια στον μηχανισμό
διάσωσης. Μάρτυρας η σταθερή άνοδος των επιτοκίων δανεισμού της (με 4% πούλησε
τα 12μηνα στις 13 Ιουνίου από 2,34% που τα είχε δώσει τον προηγούμενο μήνα) και
το χειρότερο, η συνεχής μείωση της βιομηχανικής παραγωγής και η απειλούμενη
ύφεση. Η συρρίκνωση του ΑΕΠ, λόγω των μέτρων λιτότητας που επέβαλε ο δοτός
πρωθυπουργός Μάριο Μόντι, θα οδηγήσει σε νέα μη βιώσιμα επίπεδα το δημόσιο
χρέος, καθώς ως ποσοστό του ΑΕΠ θα αυξηθεί σημαντικά, με άμεσο κίνδυνο να
αποκλειστεί η Ιταλία από τις αγορές. Η προσφυγή τότε στον μηχανισμό και της
Ιταλίας, με ένα ιλιγγιώδες δημόσιο χρέος που αγγίζει τα 2 τρισ. ευρώ, θα
οδηγήσει σε έκρηξη όλες τις μέχρι σήμερα ισορροπίες, με τα διαθέσιμα κονδύλια
να αποδεικνύονται δραματικά ανεπαρκή για να εξασφαλίσουν την ομαλή
χρηματοδότηση των κλυδωνιζόμενων οικονομιών.
Το ερώτημα που γεννάται
υπό το βάρος αυτών των δυσοίωνων προοπτικών είναι αν, σε αντικατάσταση της
σημερινής ορθοδοξίας, μπορεί να ασκηθεί μια επεκτατική πολιτική, στα χνάρια των
παραδοσιακών σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών υπό νέα πιο νεοφιλελεύθερη εννοείται
μορφή, που θα μπορούσε να σώσει την ευρωζώνη, αμφισβητώντας όμως το δόγμα της
αυστηρής λιτότητας. Μια λύση προσέφερε ο γνωστός τουρκικής καταγωγής
οικονομολόγος Νουριέλ Ρουμπινί, προτείνοντας στο Βερολίνο να δώσει σε κάθε
γερμανικό νοικοκυριό ένα κουπόνι αξίας 1.000 ευρώ για τις διακοπές του, το
οποίο θα το ξοδέψει αποκλειστικά και μόνο στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου που
πλήττονται από την κρίση χρέους. Έτσι και οι Γερμανοί θα έμεναν χορτάτοι, με
τους πόρους του Τέταρτου Ράιχ να διανέμονταν μεταξύ των κατοίκων του
στηρίζοντας το βιοτικό τους επίπεδο, και η πίτα, δηλαδή η ευρωζώνη, θα έμενε
ολόκληρη, με μια ένεση ρευστού να τροφοδοτεί το οικονομικό κύκλωμα, θέτοντας σε
κίνηση τις μηχανές, που έχουν παγώσει προ καιρού όπως δείχνει η συρρίκνωση του
ΑΕΠ. Ανάλογες ιδέες, λιγότερο ή περισσότερο ευφάνταστες, έχουν κατατεθεί προ
πολλού.
Το ερώτημα είναι κατά πόσο
υπάρχει αντικειμενικό έδαφος για την άσκηση ακόμη και μιας τέτοιας πολιτικής,
που είναι εμφανές ότι απέχει παρασάγγας από τις παραδοσιακές αναδιανεμητικές
συνταγές που ασκήθηκαν στο πλαίσιο των κρατών μελών (ενισχύοντας άμεσα το
εισόδημα των χαμηλότερων στρωμάτων) ή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (στηρίζοντας
το εισόδημα ή τις υποδομές των ασθενέστερων καπιταλιστικών σχηματισμών).
Η
απάντηση είναι αρνητική και σχετίζεται με την ίδια τη δομή της ευρωζώνης.
Δηλαδή τον βαθιά ανταγωνιστικό της χαρακτήρα, ως αποτέλεσμα του διχασμού της σε
κέντρο και περιφέρεια. Έτσι, πράγματι από τη μια μεριά η πρόσφατη βελτίωση της
θέσης της Γερμανίας είναι αποτέλεσμα της ευρωζώνης, όπως πολύ σωστά επεσήμαναν
οι Νουριέλ Ρουμπινί και Νάιαλ Φέργκιουσον στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς του
προηγούμενου Σαββατοκύριακου: «Η ευημερία της Γερμανίας σε έναν μεγάλο βαθμό
είναι συνέπεια της νομισματικής ένωσης. Το ευρώ έχει δώσει στους γερμανούς
εξαγωγείς μια πολύ πιο ανταγωνιστική ισοτιμία σε σχέση με το παλιό γερμανικό
μάρκο. Κι η υπόλοιπη ευρωζώνη παραμένει τόπος προορισμού του 42% των γερμανικών
εξαγωγών», ανέφεραν οι δύο οικονομολόγοι. Το παράδοξο όμως είναι ότι η Γερμανία
κερδίζει όχι μόνο από τη δημιουργία της ευρωζώνης αλλά κι από την κρίση της!
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα οφέλη που αποκομίζει ο γερμανικός
προϋπολογισμός από την πλημμυρίδα ρευστού που καταλήγει στα γερμανικά ομόλογα, αναζητώντας
ασφαλείς τοποθετήσεις. Αποτέλεσμα ήταν σε δημοπρασία που έγινε την Τετάρτη 13
Ιουνίου, το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών να πουλήσει ομόλογα με αρνητικές
στην πράξη επιδόσεις! Τούτο προκύπτει αν αφαιρέσουμε από το επιτόκιο το οποίο
διαμορφώθηκε, στο επιπέδο του 1,52%, τον γερμανικό πληθωρισμό που είναι
μεγαλύτερος (1,9%)!
Το χαμηλότερο κόστος δανεισμού που έχει διαμορφωθεί για το
γερμανικό Δημόσιο εικάζεται πως το 2013, αν δεν μεσολαβήσουν ως τότε δραματικές
εξελίξεις στην ευρωζώνη, θα οδηγήσει για πρώτη φορά στον ισοσκελισμό του
κρατικού προϋπολογισμού.
Δεν είναι εντυπωσιακό; Την ίδια περίοδο που η μια χώρα
της ευρωζώνης μετά την άλλη στον Νότο βυθίζεται στην κρίση χρέους και βλέπει τα
δημόσια οικονομικά της να εκτροχιάζονται, λόγω της ύφεσης, στο Βορρά αυτές
ακριβώς οι εξελίξεις σηματοδοτούν την επίλυση της κρίσης χρέους.
Γιατί λοιπόν
να θελήσει το Βερολίνο να αλλάξει μείγμα πολιτικής, ενδίδοντας στις εκκλήσεις
για παροχές, που είναι μια πολιτική δαπανηρή χωρίς την παραμικρή εγγύηση ότι θα
αποδώσει περισσότερα;
Τα ειδικά συμφέροντα του
Βερολίνου επομένως, που κυριαρχούν στα γενικά συμφέροντα του ευρωπαϊκού
καπιταλισμού και τα εξαφανίζουν, αποκλείουν μια επεκτατική πολιτική παροχών
στην ευρωζώνη, που θα τη μετέτρεπε σε πεδίο αναδιανομής πλούτου και
εισοδημάτων.
Αυτή ακριβώς η παράμετρος –τα ειδικά συμφέροντα του Βερολίνου–
είναι η απάντηση και σε ένα άλλο ερώτημα που προκύπτει μετ’ επιτάσεως όσο
βλέπουμε τις ευρωπαϊκές τράπεζες να τορπιλίζουν τη μία οικονομία της ευρωζώνης
μετά την άλλη, χωρίς μάλιστα να διακρίνεται κι ένα τέλος σε αυτό το δράμα. Το
ερώτημα είναι γιατί οι ΗΠΑ αλλά και η Αγγλία (παρότι ούτε κι αυτές λυπήθηκαν το
χρήμα των φορολογουμένων) τα κατάφεραν με τις τράπεζές τους καλύτερα απ’ ό,τι
οι Ευρωπαίοι; Πλήρωσαν με άλλα λόγια τον λογαριασμό, αλλά η περίοδος διάσωσης
δεν κράτησε μια αιωνιότητα όπως κοντεύει να συμβεί στην Ευρώπη και με αμφίβολα
μάλιστα αποτελέσματα... Κι εδώ η απάντηση στο φαινομενικό αυτό παράδοξο
βρίσκεται στα ειδικά συμφέροντα της Γερμανίας που μετέτρεψαν τη διάσωση των
τραπεζών σε μοχλό για την επιβολή αιματηρών προγραμμάτων λιτότητας σε όλη την
Ευρώπη.
Ο στόχος έτσι δεν ήταν μόνο η διάσωση των τραπεζών. Συχνά, βλέπε για
παράδειγμα την Ελλάδα, ο στόχος δεν ήταν καν αυτός, αλλά η επιβολή μιας
πολιτικής αφαίρεσης κοινωνικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων των εργαζομένων. Η
σημασία που έχει (αποδεδειγμένα πια) αυτός ο στόχος δεν αφήνει περιθώρια
άσκησης μιας εναλλακτικής πολιτικής στην ευρωζώνη.
Σε αυτό το πλαίσιο
ραγδαίων κι απρόβλεπτων μεταβολών, οι όρκοι πίστης στην ευρωζώνη που δίνει η
ντόπια πολιτική και οικονομική ελίτ αποτελεί ένα ακόμη δείγμα για το πόσο
μακριά νυχτωμένη είναι...