Του Παναγιώτη Σωτήρη από το Αριστερό Βήμα
Όλα δείχνουν ότι
διαμορφώνεται ένα ευρύτερο ρεύμα που μπορεί να οδηγήσει στην εκλογική νίκη της
Αριστεράς και στην ανάδειξη κυβέρνησης που θα αποπειραθεί στον έναν ή τον άλλο
βαθμό τη ρήξη με την πολιτική των μνημονίων.
Ταυτόχρονα, η παρουσίαση
των σχετικών προγραμματικών θέσεων ανάδειξε όχι μόνο τη διάθεση για αλλαγές,
αλλά – και αυτό είναι το πρόβλημα… - και την απόπειρα αυτές να πραγματοποιηθούν
μέσα σε μια συνθήκη που ορίζεται ασφυκτικά από τις ίδιες τις παραμέτρους που
μας έφεραν στη κρίση: τον οικονομικό και νομισματικό ζουρλομανδύα του ευρώ και
τις συνεχείς δανειακές ροές από μια Ευρωπαϊκή Ένωση που είναι αποφασισμένη όχι
απλώς να εκβιάσει αλλά και να επιβάλει τη συμμόρφωση με τη λιτότητα, τις
ιδιωτικοποιήσεις και την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων.
Το πιο βασικό πρόβλημα δεν
είναι το πρόγραμμα και ο εγκλωβισμός στον ανέφικτο ρεαλισμό μιας ρήξης με τη
λιτότητα εντός των μηχανισμών που τη γέννησαν. Είναι η αντίληψη για την άσκηση
της εξουσίας κύρια με όρους κυβερνητικής διαχείρισης.
Όμως, οι τρέχοντες
πολιτικοί σεισμοί δεν είναι το αποτέλεσμα μιας ομαλής κοινοβουλευτικής
διαδικασίας, ούτε μιας απλής αλλαγής συνειδήσεων. Ήταν το αποτέλεσμα μιας
παρατεταμένης λαϊκής εξέγερσης, που διέρρηξε τις σχέσεις εκπροσώπησης των
μνημονιακών δυνάμεων και αποτέλεσε μια τεράστιας κλίμακας μαθησιακή διαδικασία.
Τα εκατομμύρια ανθρώπων που συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις, στις καταλήψεις,
στις απεργίες, στις πλατείες, στις συγκρούσεις με τους μηχανισμούς καταστολής,
δεν οργίστηκαν μόνο. Έμαθαν να σκέφτονται διαφορετικά, να συζητάνε περισσότερο,
να τολμάνε να ονειρεύονται την ανατροπή.
Οποιαδήποτε τροποποίηση
του συσχετισμού δύναμης στο κυβερνητικό επίπεδο, θα είναι μετέωρη,
διακυβευόμενη και τελικά αδύναμη, εάν «από κάτω» δεν συνεχίζεται ο αναβρασμός.
Η χαρά από την όποια εκλογική νίκη των αντιμνημονιακών δυνάμεων δεν πρέπει να
μετατραπεί σε ανάθεση, αλλά σε νέα ώθηση για μαζική κινητοποίηση.
Πώς θα
απαντηθούν οι εκβιασμοί της ΕΕ και του ΔΝΤ εάν δεν κατέβει ο λαός στο δρόμο και
εάν δεν βρεθούν οι πρεσβείες των χωρών του ευρωπαϊκού κέντρου περικυκλωμένες από
την άγρια οργή που τόσες φορές είδαμε στο Σύνταγμα;
Πώς θα επανέλθουν οι
συλλογικές συμβάσεις, εάν δεν υπάρχουν συνδικάτα και ομοσπονδίες έτοιμες να
συγκρουστούν με τις εργοδοτικές ενώσεις και να τους δείξουν ότι τα πράγματα
άλλαξαν;
Πώς θα ανατραπεί η διάλυση του δημοσίου, εάν δεν είναι έτοιμες οι
ομοσπονδίες των υπαλλήλων την επόμενη μέρα των εκλογών να εκδιώξουν τους
υπαλλήλους της Τρόικας, τους «αξιολογητές», τις στρατιές συμβούλων από τα
Υπουργεία;
Πώς θα εξασφαλιστεί η λειτουργία των πανεπιστημίων, εάν το κίνημα
δεν επιβάλει ότι αυτά λειτουργούν σαν να μην ψηφίστηκε ποτέ ο νόμος
Διαμαντοπούλου;
Ούτε θα αντέξουμε τη
δύσκολη διαδικασία της εξόδου από το ευρώ και της παραγωγικής ανασυγκρότησης
χωρίς ένα πλατύ κίνημα κατάληψης και αυτοδιαχείρισης των επιχειρήσεων που
σήμερα κλείνουν, χωρίς την άμεση επιβολή – ακόμη και εξωθεσμικά… – εργατικού
και κοινωνικού ελέγχου στις εθνικοποιημένες τράπεζες, στις φαρμακαποθήκες, στα
διυλιστήρια, χωρίς ένα ευρύτερο κίνημα που θα σπάσει το φόβο, θα οικοδομήσει
την αλληλεγγύη, θα αναλάβει ως συλλογική ευθύνη και όχι εργασιακή υποχρέωση να
λειτουργήσουν οι βασικές υποδομές.
Η εξουσία δεν είναι ποτέ
απλώς ένα «δικαίωμα υπογραφής».
Είναι ο πραγματικός υλικός συσχετισμός μέσα
στην κοινωνία, την παραγωγή και το κράτος.
Εκεί θα κριθεί η μάχη.
Ο κοινωνικός
πόλεμος δεν τελειώνει στις 18 Ιούνη. Τότε είναι που πραγματικά ξεκινά.
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε
στην εφημερίδα Νέα της Λέσβου στις 6 Ιούνη 2012)