Ως το χειρότερο που θα
μπορούσε να συμβεί στη ζωή μας εμφάνισε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και
υπουργός Οικονομικών, Βαγγέλης Βενιζέλος, το ενδεχόμενο «να γίνουμε Αργεντινή»
το οποίο παρουσίασε ως απειλή εξερχόμενος από το Προεδρικό Μέγαρο. Τον
ισχυρισμό του επανέλαβε την επόμενη μέρα κι ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, Χρ.
Πρωτόπαπας.
Στην πραγματικότητα αυτή τη στιγμή το να γίνουμε Αργεντινή μάλλον
είναι ευχή, δεδομένου ότι τα χειρότερα από την δραματική πορεία που ακολούθησε
η λατινοαμερικανική χώρα τα έχουμε υποστεί ή είναι θέμα χρόνου να τα υποστούμε,
όταν δηλαδή θα αρχίσουν να εμπεδώνονται στην καθημερινότητά μας αντιλαϊκά μέτρα
που έχουν ήδη ψηφιστεί. Η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία δηλαδή στην Ελλάδα έχει
μοιραστεί τα βάσανα του αργεντίνικου λαού.
Το μόνο που δεν έχει γίνει είναι η
πολιτική ελίτ της χώρας να υποστεί όσα υπέστησαν οι συνάδελφοί της από την
γενέτειρα του Τσε.
Αυτό όμως γιατί να αποτελεί για μας απειλή;
Ας πάρουμε τα πράγματα από
την αρχή. Η πορεία της Αργεντινής μπορεί να χωριστεί σε τρεις περιόδους.
Η πρώτη περίοδος είναι αυτή
που ο λαός της Αργεντινής ταπεινώθηκε και αναγκάστηκε να αποχαιρετήσει μια
σειρά από κοινωνικές κατακτήσεις που είχε εξασφαλίσει από την περίοδο της
διακυβέρνησης του Περόν και πιο πρόσφατα από την κυβέρνηση του Ραούλ Αλφονσίν,
τη δεκαετία του ‘80.
Όπως ακριβώς συνέβη και στην Ελλάδα, που η κυβέρνηση του
Γιώργου Παπανδρέου κατάργησε σε μια διετία εργατικά δικαιώματα και κατακτήσεις
πολλών δεκαετιών: από το δικαίωμα σε μια αξιοπρεπή σύνταξη, μισθό και
νοσοκομειακή περίθαλψη μέχρι και τα κυριαρχικά, εθνικά δικαιώματα.
Οι
ομοιότητες δε του Κάρλος Μένεμ, του μοιραίου πολιτικού προσώπου που ανέλαβε την
διάλυση της οικονομίας της Αργεντινής μέσω της υπαγωγής της στο ΔΝΤ, με τον
Γιώργο Παπανδρέου είναι εντυπωσιακές. Χαρακτηριστικότερη όλων η πολιτική απάτη
χάρη της οποίας εξελέγησαν. Αμφότεροι – Γ. Παπανδρέου και Κ. Μένεμ – εξαπάτησαν
με προκλητικό τρόπο τον λαό τους εκμεταλλευόμενοι μια πολιτική παράδοση, ο μεν
του ονόματός του ο δε του περονισμού, κέρδισαν τις εκλογές με το σύνθημα «λεφτά
υπάρχουν» και μόλις ανέλαβαν την εξουσία εφάρμοσαν το πιο βάρβαρο
νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα. Εντυπωσιάζει επίσης κι η υποτέλεια του πολιτικού
προσωπικού, ένθεν κι ένθεν. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που στην Ελλάδα οι
αποφάσεις για τα πιο σημαντικά θέματα, όπως για παράδειγμα η τύχη του δημόσιου
χρέους, λαμβάνονται στο Βερολίνο με αποτέλεσμα την μέρα που ο Β. Βενιζέλος
ανακοινώνει την σημασία που δίνει η Αθήνα στην υλοποίηση της συμφωνίας της 21ης
Ιουλίου, ο γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να ανακοινώνει την
αναθεώρησή της, έτσι και το Μπουένος Άιρες είχε απλώς αναλάβει την πιστή
εφαρμογή των πολιτικών που αποφάσιζε η Ουάσινγκτον, πριν απ’ αυτούς γι’ αυτούς.
Η μόνη διαφορά είναι ότι στη θέση της αμερικανικής πρωτεύουσας, που διέταζε
ξεπουλήστε τα όλα τώρα έναντι πινακίου φακής, εμείς εδώ έχουμε την γερμανική
πρωτεύουσα.
Η πρώτη φάση έχει και μια
ακόμη εντυπωσιακή ομοιότητα. Η Αργεντινή όπως και η Ελλάδα, στα πρώτα βήματα
της θεραπείας σοκ ήταν ιδανικοί ασθενείς, το τέλειο πειραματόζωο. Ακολουθούσαν
πλήρως τις οδηγίες, χωρίς να προβάλουν την παραμικρή αντίσταση, για χάρη των
ξένων πιστωτών. Σχεδόν 16 δις. ευρώ θα «ακουμπήσει» η Ελλάδα στους ξένους
πιστωτές της μόνο για τόκους φέτος, κλείνοντας για χάρη της Ντόιτσε Μπανκ
εκατοντάδες σχολεία και δεκάδες νοσοκομεία. Παρόλα αυτά η τυφλή υπακοή και η
πλήρης συμμόρφωση στις οδηγίες των δανειστών δεν έσωσαν την Αργεντινή από την
χρεοκοπία, όπως δεν σώζουν και την Ελλάδα. Μάρτυρας η ομοβροντία σεναρίων τις
δύο τελευταίες εβδομάδες, με χώρα προέλευσης κατά βάση την Γερμανία, που ως
κοινό τους χαρακτηριστικό έχουν μια γενναία μείωση του δημόσιου χρέους, σε
ποσοστό ακόμη και 50% – αυτό είναι επί της ουσίας το περιεχόμενο της
επικείμενης χρεοκοπίας.
Η Ελλάδα επομένως μέχρι
εδώ, δυστυχώς, δεν έχει υποστεί τίποτε λιγότερο απ’ ότι υπέμεινε ο λαός της
Αργεντινής. Τα όσα δε θα συμβούν τους επόμενους μήνες στην Ελλάδα, όταν για
παράδειγμα από 1/1/2012 δεκάδες χιλιάδες άνεργοι του 2011, θα χάσουν και την
κοινωνική τους ασφάλεια, προδιαγράφουν έναν δραματικό χειμώνα. Για όποιον
μάλιστα είχε επισκεφθεί την Αργεντινή τις δραματικές εκείνες μέρες, όπως ο
γράφων, εντυπωσιάζει η ομοιότητα πολλών γεγονότων, όπως για παράδειγμα τα
δεκάδες σφραγισμένα καταστήματα με τις εγκαταλελειμμένες βιτρίνες ή τα
παρακμιακά νοσοκομεία με γιατρούς και νοσοκόμες να επιχειρούν να προσφέρουν τις
υπηρεσίες τους απλήρωτοι και στερούμενοι των πιο στοιχειωδών μέσων. Αργεντινή
επομένως έχουμε ήδη γίνει, όσο κι αν δεν το βλέπει αυτό ο Βαγγέλης Βενιζέλος
και οι συν αυτώ, που ζουν στους χρυσελεφάντινους πύργους τους… Κι αφού φτάσαμε
ως εδώ με την ευθύνη ΠΑΣΟΚ και Τρόικας, γιατί να μην προχωρήσουμε στη δεύτερη
και τρίτη φάση που τα θύματα γίνονται θύτες;
Η δεύτερη φάση έχει την
εξέγερση του ίδιου του λαού, όπως συνέβη στις 20 και 21 Δεκέμβρη του 2001, πριν
δέκα χρόνια δηλαδή, όταν η κυβέρνηση της Αργεντινής έβαλε χέρι στους
τραπεζικούς λογαριασμούς, κατάσχοντας το 50% των καταθέσεων. Ο στρατός που
έβγαλε στους δρόμους, θυμίζοντας μέρες χούντας, δεν κατάφερε να βάλει τον λαό
στα σπίτια του παρά τον βαρύ φόρο αίματος που πλήρωσαν οι Αργεντινοί, ούτε πολύ
περισσότερο να αποτρέψει την φυγή άρον – άρον 3 προέδρων από τις ταράτσες του
προεδρικού μεγάρου με ελικόπτερο, το αγαπημένο μέσο των εκλεκτών του ΔΝΤ. Επ’
αυτού αντιλαμβανόμαστε πλήρως τη στεναχώρια του έλληνα πρωθυπουργού, αν θα
πρέπει να επιβιβαστεί στο ελικόπτερο με τους δύο αντιπροέδρους του, Βαγγέλη
Βενιζέλο και Θόδωρο Πάγκαλο. Γιατί όμως αυτό το γεγονός να αποτελεί απειλή για
τους συνταξιούχους ή τους 200.000 εργαζόμενους στο δημόσιο τους οποίους ο Δ.
Ρέππας από το βήμα της Βουλής καμάρωνε ότι το ΠΑΣΟΚ έδιωξε από τις δουλειές
του, αυτά τα δύο χρόνια; Η δεύτερη φάση
του αργεντίνικου δράματος επομένως, που προβλέπει τον ξεσηκωμό του λαού και την
ανατροπή της μισητής και πλήρως απονομιμοποιημένης κυβέρνησης Παπανδρέου, αποτελεί
απειλή μόνο για το ΔΝΤ τους λεγόμενους κηπουρούς. Για τον λαό, είναι ευχή.
Η τρίτη φάση της
αργεντίνικης περιπέτειας που φθάνει μέχρι σήμερα συνιστά όχι απλά ευχή, αλλά
θεόσταλτο δώρο για τους εργαζόμενους, τους συνταξιούχους και τα μεσαία στρώματα
στην Ελλάδα και όλη την Ευρώπη, που στενάζουν κάτω από την μπότα της
εξοντωτικής λιτότητας. Ο τελευταίος σταθμός αυτής της φάσης είχε την εξαγγελία
από την πρόεδρο της Αργεντινής, Κριστίνα Κίρχνερ, την προηγούμενη εβδομάδα
αυξήσεων στο βασικό κατώτατο μισθό της τάξης του 25%. Επίσης, αύξηση των
κοινωνικών δαπανών κατά μισό δισ. δολάρια – γεγονότα που κατά περίεργο τρόπο
παρέλειψε να αναφέρει ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης από το βήμα της Βουλής,
όταν έσειε ως φόβητρο τον κίνδυνο «να γίνουμε Αργεντινή». Αυτή η πορεία που
κατέληξε με αυξήσεις στους μισθούς της τάξης του 25% (όταν στην Ελλάδα οι
μισθοί οδεύουν στα 300 ευρώ) άρχισε με δύο κορυφαίες πράξεις: παύση πληρωμών
προς τους δανειστές και γενναίο κούρεμα του δημόσιου χρέους (με πρωτοβουλία
όμως της Αργεντινής κι όχι της διεθνούς των τραπεζών, IIF, όπως συμβαίνει τώρα
στην Ελλάδα) κι επίσης με την αποσύνδεση του αργεντίνικου πέσο από το δολάριο,
απέναντι στο οποίο ήταν προσδεδεμένο με μια σταθερή ισοτιμία. Η αθέτηση
πληρωμών και η άσκηση ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής από το Μπουένος Άιρες,
με κριτήριο τη στήριξη της εγχώριας παραγωγής και τη δημιουργία θέσεων
εργασίας, είχαν ως αποτέλεσμα τα αμέσως επόμενα 6 χρόνια η οικονομία να αυξηθεί
κατά 63% και περισσότερα από 11
εκ. κατοίκων (σε ένα έθνος 39 εκ.) που παράδερναν στη
δίνη της φτώχειας να περάσουν το κατώφλι της και να ζουν αξιοπρεπώς. Προοπτική
που κι αυτή πάλι συνιστά ευχή για τους εργαζόμενους στην Ελλάδα κι όχι απειλή.
Το ίδιο φυσικά δεν ισχύει για τον Βαγγέλη Βενιζέλο και τους πιστωτές της Ελλάδας,
οι οποίοι δικαιούνται να εμφανίζουν την Αργεντινή ως απειλή, φοβούμενοι ότι θα
φύγουν νύχτα και με ελικόπτερο.