Πέμπτη 6 Μαΐου 2010

Επί του προσωπικού


του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΡΟΠΟΥΛΗ

Δεν γίνεται να χάσει βάρος ο θάνατος, μ' όσα νεφελώδη λόγια κι αν τον τυλίξουμε. Εξού και η εκκοσμίκευση, που υπήρξε η άλλη όψη της έλευσης της δημοκρατίας, ουδέποτε διέρρηξε ένα όριο: η σκύλευση των νεκρών, για να το πω απλά, παρέμεινε γεγονός αδιανόητο, καμιά ρητορική δεν θεωρήθηκε ποτέ ικανή να τη δικαιολογήσει. Ο θάνατος μπορεί να προκαλέσει θρήνο, οργή, εξέγερση ίσως. Η σκύλευση προκαλεί μόνο φρίκη κι απέχθεια...
Οι τρεις νεκροί είναι βάρος ασήκωτο. Για να το άρεις λοιπόν και να τους μετατρέψεις σε επιχείρημα, σε άλλοθι εντέλει, προκειμένου ν' αποσπάσεις βίαια τη συναίνεση που κανείς δεν σου δίνει αφού οι άνθρωποι δεν απώλεσαν ακόμη πλήρως το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, απαιτείται βαθύς, εμπεδωμένος κυνισμός, πολλώ μάλλον αν η σκύλευση γίνεται δήθεν εν ονόματι της δημοκρατίας. Κι αυτός ο κυνισμός συνείχε τον έκτακτο λόγο του πρωθυπουργού χθες στη Βουλή, τον ως εκ τούτου εκτάκτως οργανωμένο και σχεδόν δίχως σφάλματα. Όταν μιλάς τη μητρική σου γλώσσα, δεν κάνεις λάθη...
Ο άνθρωπος ο οποίος, έστω τυπικά, προσυπογράφοντας έστω το υστερόγραφο, είναι υπεύθυνος για την εξώθηση της κοινωνίας σε συνθήκες που περιέγραψε, μιλώντας για την υποτιθέμενη «φυσική κατάσταση» (στην πραγματικότητα όμως για τον ανεξέλεγκτο καπιταλισμό), στις πιο ζοφερές σελίδες του ο Χομπς, προσπαθεί μέσω των νεκρών να αποπλύνει την ιστορική ευθύνη του. Είναι αυτουργός, μεταξύ πολλών άλλων, προαγωγός ή ατζέντης ενός μέλλοντος όπου «δεν έχει θέση η εργατικότητα, αφού οι καρποί της είναι επισφαλείς, και κατ' επέκταση δεν έχει θέση η καλλιέργεια της γης, η ναυσιπλοΐα, η χρησιμοποίηση εμπορευμάτων που εισάγονται μέσω των θαλασσών, τα άνετα κτίρια, τα εργαλεία μετακίνησης όσων αντικειμένων απαιτούν μεγάλη δύναμη για να μετατοπιστούν, η μέτρηση του χρόνου, οι τέχνες, τα γράμματα, η κοινωνία. Και μόνο το υπέρτατο κακό έχει θέση, δηλαδή  ο διαρκής φόβος και ο κίνδυνος του βίαιου θανάτου. Ο ανθρώπινος βίος είναι μοναχικός, ενδεής, βρομερός, κτηνώδης και βραχύς» (Τόμας Χομπς, «Λεβιάθαν», ΧΙΙΙ). Kι ο αυτουργός, ο προαγωγός, ο ατζέντης ενός τέτοιου βίου κόπτεται για τους νεκρούς σαν να μην είχε συντελέσει στο να είναι αναπόφευκτοι.
Αυτή τη φορά οι νεκροί ήσαν εργαζόμενοι που δεν απεργούσαν, θύματα εκβιασμού δηλαδή (και ποιος είναι ο εκβιαστής;), αφού ούτε να φύγουν μπορούσαν ούτε ν’ απολυθούν επέτρεπαν οι ανάγκες τους, πριν υπάρξουν θύματα της τυφλής, ανοϊκής, θεαματικής (κι αυτό είναι το χειρότερο) βίας ή της απλής προβοκάτσιας. Αύριο θα είναι διαδηλωτές δημόσιοι υπάλληλοι, άνεργοι νεαροί, συνταξιούχοι μετανάστες ή αστυνομικοί με περικομμένα τα επιδόματά τους και μισθό 400 ευρώ. Χθες θα μπορούσαν να είναι κάποιοι από τη μάζα που δερόταν και ψεκαζόταν ανηλεώς μες σε στέκια ή εγκλωβισμένη στις αλυσίδες έξω απ' τη Βουλή.
Για ποιο απ' αυτά τα θύματα της τυφλής κοινωνικής έκρηξης, που λίγο θέλει να μετατραπεί σε πόλεμο όλων εναντίον όλων, πήρε ο πόνος τον πρωθυπουργό; Τον φαντάζομαι να σπαράζει (το είπε άλλωστε, αφού υπάρχει οικογενειακή παράδοση στο να συλλυπούμεθα τα θύματά μας) για κάθε συνταξιούχο που θα πεινάσει, για κάθε απολυμένο που θα πρέπει να κλέψει, για κάθε νεαρό που θα πέσει σε συμμορίες ή στην πρέζα όντας «μακροχρόνια άνεργος», για όλους τους οιονεί νεκρούς που ωσότου επιτέλους πεθάνουν θα πρέπει να σύρουν μιαν άθλια ζωή. Τον φαντάζομαι να μοχθεί για να τους εξασφαλίσει λαμπρό το «προσδόκιμο» και τα τέλη της ζωής επαίσχυντα, επώδυνα κι ανειρήνευτα. Κι έπειτα να προσέρχεται στη Βουλή για να απαιτήσει συλλογική νεκροφάνεια, μια και είναι η μόνη συνθήκη που μπορεί να κατανοήσει...


Πηγή:Αυγή