Η πολιτική συγκυρία
Οι επτά μήνες που πέρασαν από την ίδρυση του «Αριστερού Βήματος» ήταν περίοδος μεγάλων κοινωνικών συγκρούσεων και πολιτικών ανακατατάξεων. Σφραγίστηκε από δέσμες αντιλαϊκών μέτρων στο πλαίσιο του διαρκώς «επικαιροποιούμενου» μνημονίου, που ενίσχυσαν την αρχική μας εκτίμηση, και έναν από τους ουσιαστικούς λόγους ύπαρξης του ίδιου του «Αριστερού Βήματος», ότι δηλαδή αυτό που έχουμε μπροστά μας δεν είναι απλώς μια απότομη αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου σε βάρος της εργατικής και της μικροαστικής τάξης, αλλά μια απόπειρα καθολικής, βίαιης και ακραία αντιδραστικής αναδιάρθρωσης του καπιταλισμού της εποχής μας τόσο διεθνώς, όσο και στη χώρα μας.
Το βασικό στοιχείο αυτής της μετατροπής, αν τελικά βρει το στόχο της, θα είναι η πτώση της αξίας της εργατικής δύναμης, η μεταφορά του μεγαλύτερου μέρους του κόστους αναπαραγωγής της στη ίδια τη μισθωτή εργασία (ακρωτηριασμός της δημόσιας εκπαίδευσης και της δημόσιας υγείας, κατακόρυφη άνοδος του κόστους των συγκοινωνιών κλπ) και, πάνω απ΄ όλα, ο εκφυλισμός της εργατικής τάξης σε ασπόνδυλη «μάζα» με την υπονόμευση των συλλογικών συμβάσεων και των ίδιων των συνδικάτων. Εν προκειμένω, βεβαίως, αξίζει, ίσως, ένας ουσιαστικός προβληματισμός για το κατά πόσον ο όποιος εκφυλισμός μέρους της εργατικής τάξης είναι μόνον αποτέλεσμα ή και αιτία που συν-προσδιόρισε την πικρή ιστορία της κατάργησης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Από την άποψη αυτή, δεν πρέπει να υποτιμούμε και, πολύ περισσότερο, να αγνοούμε το γεγονός ότι οι 'στρατηγικές ατομικής επιβίωσης' έχουν κυριαρχήσει ιδεολογικά εδώ και πολλά χρόνια στη χώρα μας. Δε θα ήταν ίσως υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι ο νεοφιλελευθερισμός, διαστρεβλώνοντας σε σημαντικό βαθμό θέσεις και αντιλήψεις του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, κατόρθωσε να πείσει τμήματα της μικροαστικής, ακόμη και της εργατικής τάξης, ότι ο αγώνας για την ατομική επιβίωση είναι ο μόνος που αξίζει, καθότι είναι ο μόνος που μπορεί να έχει θετικό αποτέλεσμα, για όποιον τον δίνει χωρίς ηθικές και συναισθηματικές αγκυλώσεις.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αν περάσουν χωρίς σοβαρές ανατροπές τα μέτρα, οι συνέπειες δεν θα περιοριστούν μόνο στο βιοτικό επίπεδο των λαϊκών μαζών. Θα αλλάξουν δραματικά, προς το χειρότερο, οι θεμελιώδεις όροι της ταξικής πάλης, καθώς θα υπονομευτεί η ίδια η κοινωνική βάση όλων των οργανωμένων, αριστερών δυνάμεων- η ύπαρξη μιας εργατικής τάξης με στοιχειώδη οργάνωση, αλληλεγγύη και δυνατότητα συντεταγμένης συνδικαλιστικής και πολιτικής παρέμβασης. Ένα τέτοιο, δυσ-τοπικό κοινωνικό περιβάλλον, αφενός μεν θα ευνοεί στρατηγικές ατομικής επιβίωσης, 'εμφύλιων' συγκρούσεων στο εσωτερικό της εργατικής τάξης (εναντίον επιμέρους κλάδων δημοσίων υπαλλήλων, μεταναστών κλπ), αναρχικά ξεσπάσματα, βοναπαρτίστικες ή μεσσιανικού τύπου αναζητήσεις, και αφετέρου θα δυσκολέψει πάρα πολύ την αναγέννηση της Αριστεράς ως πολιτικού κινήματος κοινωνικής χειραφέτησης των εργαζομένων, τουλάχιστον με τις μορφές που ξέραμε.
Με αυτή την έννοια, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι προωθούμενες πολιτικές, με άξονα το μνημόνιο και τις μεταμορφώσεις του, δεν έχουν αποκλειστικό στόχο την ανατροπή των εργασιακών και οικονομικών συνθηκών, αλλά τη συνολική αλλαγή κοινωνικοοικονομικού και πολιτιστικού 'παραδείγματος', διαμέσου, εκτός των άλλων, της κατασυκοφάντησης και, εν τέλει, της εξουδετέρωσης, σαν δήθεν πεπαλαιωμένων, ηθικών, πολιτικών και πολιτιστικών αξιών, αξιών που θα μπορούσαν να εμπνεύσουν την κοινωνία στη συνέχιση και κλιμάκωση των αγώνων της, και μάλιστα κάτω από το θεωρητικό και αγωνιστικό πρόταγμα της Αριστεράς.
Όλα αυτά υπογραμμίζουν πόσο επίκαιρη και αναγκαία είναι η προσπάθεια του «Αριστερού Βήματος» για το διάλογο και την κοινή δράση όλων των δυνάμεων της Αριστεράς. Κάτι που δεν σημαίνει, όπως έχουμε κατ΄ επανάληψη καταστήσει σαφές, ούτε πολιτική ενότητα, με τη στενή οργανωτική έννοια του όρου (κάτι μη ρεαλιστικό, με βάση τις υπαρκτές, στρατηγικού χαρακτήρα διαφορές), ούτε προσανατολισμό για δημιουργία νέου πολιτικού μετώπου ή, ακόμη περισσότερο, πολιτικού κόμματος. Την ίδια στιγμή που παραμένει ανοιχτή η διαδικασία περαιτέρω επεξεργασίας και προσδιορισμού της ταυτότητας του «Αριστερού Βήματος» στη βάση της ιδρυτικής του διακήρυξης, εξίσου ζωτική αναδεικνύεται η ανάγκη του διαλόγου μεταξύ των οργανωμένων πολιτικών δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, αλλά και του οργανωτικά ανένταχτου κόσμου της, και με αντικείμενο τα μεγάλα πολιτικά, στρατηγικά και θεωρητικά προβλήματα της εποχής μας. Ένας τέτοιος διάλογος δε νοείται, βεβαίως, ως αυτοσκοπός ή ως ενδιαφέρουσα διανοητική άσκηση, αλλά ως μάχιμη διαδικασία για τη διαμόρφωση εναλλακτικών απαντήσεων, για την κατάκτηση της καλώς νοούμενης αριστερής, αντικαπιταλιστικής ηγεμονίας μέσα στο ευρύτερο λαϊκό, δημοκρατικό κίνημα της εποχής μας.
Κοινή είναι η διαπίστωση ότι οι κοινωνικοί αγώνες του προηγούμενου διαστήματος, αν και σημαδεύτηκαν από μεγάλα συλλαλητήρια (ιδίως 5 Μάη και 15 Δεκέμβρη) και σημαντικούς κλαδικούς αγώνες δεν έφτασαν ακόμη σε επίπεδα που θα μπορούσαν να διαμορφώσουν καταστάσεις ανατροπής, εν είδει ευρωπαϊκού «Αργεντινάσο». Πέραν των στρατηγημάτων του αντιπάλου που έπαιξαν το ρόλο τους, ο βασικός λόγος κατά τη γνώμη μας βρίσκεται στην πολιτική ανεπάρκεια του κινήματος, στην αδυναμία των αριστερών δυνάμεων, που αποτελούν τη μόνη υπαρκτή, αυτή τη στιγμή, πολιτική του πρωτοπορία, να απαντήσουν στα βασικά προαπαιτούμενα: α) τη μαχητική προβολή μιας άμεσης, αριστερής, εναλλακτικής λύσης που θα απαντά στα επίμαχα ζητήματα (χρέος, ευρώ, τράπεζες, φόροι, ανεργία) με αντικαπιταλιστικό ορίζοντα και β) τη συγκρότηση ενός πολιτικού μετώπου- κρίσιμης μάζας, που θα δίνει σ' αυτό το πρόγραμμα αξιοπιστία και υλική δύναμη, αξιοποιώντας σε τακτικό και στρατηγικό επίπεδο, τη διαλεκτική σχέση ταξικού και εθνικού, αλλά και εκείνη εθνικού και διεθνούς.
Σε πείσμα αυτών των προβλημάτων, η δυσαρέσκεια των μαζών στράφηκε (έστω και όχι με τον τρόπο, τη συνειδητότητα και τη μαχητικότητα που είναι αναγκαία σήμερα) κυρίως προς τα αριστερά (και όχι προς κάποιου είδους λαϊκή ή ξενοφοβική Δεξιά, όπως έγινε σε άλλες χώρες). Αυτό αποτυπώθηκε, μεταξύ άλλων, και στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές- αν και με άνισο τρόπο για τις διάφορες δυνάμεις. Ωστόσο, τίποτα δεν είναι δεδομένο. Αντίθετα, η λαϊκή συνείδηση ταλαντεύεται μεταξύ διαμετρικά αντίθετων, «ριζοσπαστικών» απαντήσεων στην κατεστημένη πολιτική κι αν η Αριστερά δεν δικαιώσει γρήγορα τις λαϊκές ελπίδες, μπορεί να δούμε αύριο την απότομη ισχυροποίηση της Νέας Δημοκρατίας, της άκρας Δεξιάς ή ακόμη και ενός νέου δήθεν 'λαϊκού' ΠΑΣΟΚ.
Το πρώτο εξάμηνο του 2011 ενδέχεται να αποδειχθεί ιδιαίτερα κρίσιμο για την Ελλάδα και όλη την Ευρώπη. Η οικονομική πολιτική κυβέρνησης και τρόικας όχι μόνο συσσωρεύει ωκεανούς δυσαρέσκειας, αλλά οδηγείται ταχύτατα σε αδιέξοδο και η ελεγχόμενη χρεοκοπία της χώρας βρίσκεται ήδη στην ημερήσια διάταξη. Στο μεταξύ, η κρίση της ευρωζώνης είναι πολύ πιθανό να περάσει από την περιφέρεια, στον ίδιο τον πυρήνα της, θέτοντας υπό αίρεση την ίδια την ύπαρξη του ευρώ. Δεν αποκλείεται η απάντηση των κυρίαρχων ευρωπαϊκών κύκλων να είναι κάποιου είδους «επανίδρυση», με σοβαρές αλλαγές στο οικοδόμημα της ΟΝΕ και της Ε.Ε. (ευρωομόλογο της μιας ή της άλλης μορφής, κούρεμα χρεών, μέτρα ενοποίησης φορολογικών και οικονομικών πολιτικών κλπ). Δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία, όμως, ότι ο χαρακτήρας αυτών των αλλαγών θα καθοριστεί από τις ηγεμονικές, αντιδραστικές δυνάμεις. Το όποιο «κούρεμα» χρεών θα συνοδευτεί με «ξύρισμα» λαϊκών δικαιωμάτων και η όποια εναρμόνιση πολιτικών θα γίνει στο ρυθμό που θα υπαγορεύουν τα γερμανικά τύμπανα, περιορίζοντας ακόμη περισσότερο τα όρια της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας.