ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ ΜΕ ΑΡΧΕΣ
Η ΑΡΡΑΓΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΜΠΛΟΚ
1. Εμμονές
Ξαφνικά, χωρίς κανείς να αισθάνεται την ανάγκη να αιτιολογήσει μεταστροφές και ανανήψεις, όλη η Ελλάδα ζει την «αντιμνημονιακή εξέγερση». Πιστοί στις παραδόσεις του «αδούλωτου έθνους» των πάλαι ποτέ μισθοφόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ξύπνησε στα βάθη της νεοελληνικής ψυχής η ανάγκη για «αντίσταση στην επιδρομή των ξένων» που «υποθηκεύει» το μέλλον και «απομυζά τον μόχθο» του λαού. Και σε αυτό το προσκλητήριο δεν έχει λείψει σχεδόν κανείς.
Από τους «αντιιμπεριαλιστές» παλαιο-«κομμουνιστικού» τύπου έως τους πατριδογνώστες ή/και lifestyle υποψηφίους της σώφρονος αντιπο-συν-πολίτευσης. «Εξαναγκάστηκε να παραβεί τις αρχές του» δηλώνει με αφοπλιστική αθωότητα για το ΠΑΣΟΚ ο ίδιος ο πρωθυπουργός αναφερόμενος στη σύναψη της δανειακής σύμβασης και την υπογραφή του Μνημονίου, «αλλά το έκανε για να σώσει την πατρίδα από τη χρεωκοπία». Όπως άλλωστε τον μιμήθηκε και ο ακροδεξιός ΛΑΟΣ, σύμμαχός του σε όλα τα μεγάλα. Αντιμνημονιακός «ως πολίτης» είναι ο υποψήφιος περιφερειάρχης του ΠΑΣΟΚ, καίτοι η υπευθυνότητά του ως πολιτικού του «επιβάλει» την αποδοχή του Μνημονίου. Αντιμνημονιακός είναι και ο Σαμαράς – καθώς και η «λαϊκή» ΝΔ – που χαρακτηρίζει το Μνημόνιο «τρύπιο κουβά», τονίζοντας μάλιστα ότι «δεν μηδενίζει το έλλειμμα, αλλά τροφοδοτεί τη διόγκωση του χρέους». Το ίδιο άτεγκτος κατά του Μνημονίου είναι και ο μακεδονομάχος νομάρχης Ψωμιάδης, ανακαλύπτοντας και αυτός όπως ο αρχηγός του εν όψει των εκλογών τη «μεγάλη διαχωριστική γραμμή», μιας και «δεν ανήκουν στην ίδια παράταξη μ’ εμάς όσοι στήριξαν το μνημόνιο».
Με τις πολλές αποχρώσεις της η πάσης φύσεως Αριστερά βρίσκει στο Μνημόνιο έναν απόλυτο εχθρό που τη βοηθάει να ξαναχαράξει νοητικά τη δική της ιδιαίτερη φυσιογνωμία απέναντι στον μεγάλο ταξικό εχθρό – αλλά και τους πολλούς μικρούς που θολώνουν τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στα υπαρκτά αριστερά στρατόπεδα. Έτσι το ΚΚΕ «συνδέει» την πάλη ενάντια στον δικομματισμό με τον αντιμνημονιακό αγώνα, που διαχρονικά στοχεύει στη «Λαϊκή Εξουσία», αυτή που μετά από 20 χρόνια εμβριθούς μελέτης ακόμη αδυνατεί να μας εξηγήσει γιατί κατέρρευσε. Για τον «μετωπικό» Αλαβάνο είναι αυτονόητο ότι η περιφέρεια Αττικής υπό την ηγεσία του θα είναι άβατη για την Τρόικα και τους «ξένους» που αυτή την περίοδο έχουν την Ελλάδα σε κατοχή. Για τον Συνασπισμό το Μνημόνιο είναι η λυδία λίθος για να προκύψει το «αριστερό ρήγμα» στο ΠΑΣΟΚ, ενώ για την υπόλοιπη εκτός των τειχών Αριστερά δεν υπάρχει έστω και η ελάχιστη πολιτική στόχευση χωρίς την αναφορά στο Μνημόνιο και τον «ολέθριο για το λαό» ρόλο του.
Πώς είναι λοιπόν δυνατόν, όλο το φάσμα του συνταγματικού τόξου αλλά και εντεύθεν να συμφωνεί με ή χωρίς όρους για τον «καταστροφικό» ρόλο του Μνημονίου; Γιατί τόση επένδυση σε αυτή τη δανειακή σύμβαση και τις ρήτρες αποπληρωμής που τη συνοδεύουν;
2. Προφάσεις
Η ερμηνεία για την παραπάνω διασυνοριακή ταύτιση μπορεί να συμπυκνωθεί στο ακόλουθο: Ο («)αγώνας(») υπέρ-εναντίον του Μνημονίου έχει να προσφέρει πολλές υπηρεσίες, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του.
Για την Κυβέρνηση και το ιανοπρόσωπο ΠΑΣΟΚ είναι απλώς ο τετραγωνισμός του κύκλου: ένας αγώνας δρόμου στη διάρκεια του οποίου προσπαθεί να πείσει το «έθνος» ότι το έσωσε από τη χρεωκοπία, έστω και με μερικές εκπτώσεις στην «ιδεολογία» του. Δηλαδή την «κοινωνική δικαιοσύνη» που κάπως μπήκε στο περιθώριο με τις άγριες περικοπές στους μισθούς και τις συντάξεις αδιακρίτως ύψους και κοινωνικής κατηγορίας του αποδέκτη. Πιστό στην αρχή ότι η κοινωνική πειθάρχηση αφορά κυρίως τους από κάτω που ενδέχεται να μπουν κάποτε σε δεύτερες σκέψεις...
Για τη ΝΔ και τον πρόσφατο λαϊκό «κοινωνισμό» της, ο στιγματισμός του Μνημονίου είναι η μέθοδος ρήξης με το διαχειριστικό παρελθόν της και την προεκλογικά υπεσχημένη περιοριστική πολιτική. Δίνει την ευκαιρία για κάποιου τύπου επανασύνδεση με κεϋνσιανές ρητορείες περί «στραγγαλισμού» της οικονομίας, απουσίας αναπτυξιακής προοπτικής και φορολογικής αφαίμαξης των «νοικοκυραίων».
Για μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς προσφέρει τη μοναδική ευκαιρία επανασύνδεσης με τις τόσο προσφιλείς θεωρίες της «εξάρτησης» του ελληνικού καπιταλισμού και της «χώρας», που κάπως είχαν ατονήσει όταν η τελευταία βρέθηκε στον σκληρό πυρήνα της νομισματικής ένωσης. Ο αγώνας ξαναβρίσκει μετά από καιρό και πάλι τους «ξένους», τους ντόπιους «πράκτορές» τους, τα σατανικά σχέδια που φτάνουν μέχρι την κατάρρευση της χώρας και που ως ελάχιστο κοινό παρονομαστή έχουν την αφαίμαξη του όποιου παραγωγικού πλούτου έχει μείνει σε μια χώρα της «περιφέρειας».
Όμως ποια είναι η πραγματικότητα του Μνημονίου;
3. Πραγματικότητα
Η απόδοση των ευθυνών για τη δημοσιονομική αστάθεια και την έκρηξη των ελλειμμάτων είναι ταυτόσημη με την αντιστροφή αιτίου και αποτελέσματος, κάπως σαν το κάρο που μπαίνει μπροστά από τα άλογα. Αλλά δεν πρόκειται για λογική ανακολουθία: είναι μια χρήσιμη πολιτική που έχει σημαντικές επιπτώσεις στη διαμόρφωση των ταξικών συμμαχιών και την ενίσχυση των σχέσεων κυριαρχίας-υποταγής στην κοινωνία.
Όταν μιλάς για τον καταναγκασμό που επιβάλουν οι δανειστές αποφεύγεις να μιλήσεις για την πολιτική που οδήγησε στη διόγκωση του χρέους και την έκρηξη των ελλειμμάτων, περιβάλεις με «μνημονιακό» πέπλο τις ταξικές πολιτικές που οδήγησαν στην κρίση και διαμορφώνουν καθημερινά τη βία της αναδιάρθρωσης. Οι δανειστές απλώς υπενθυμίζουν τις συναινετικά αποδεκτές «αλήθειες» του νεοφιλελευθερισμού και αφήνουν στην κρατική διαχείριση να επιλέξει τα όπλα και την ένταση της «προσαρμογής».
Αν ο πυρήνας της σημερινής ολομέτωπης επίθεσης ορίζεται από το δημόσιο χρέος, τότε η δημιουργία του αποτελεί έκφραση της ταξικής φύσης της πολιτικής των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ των δύο τελευταίων δεκαετιών. Μάλιστα μπορεί σε αυτό να δει κανείς ανάγλυφο το «θαύμα» του εκσυγχρονισμού: από το 1997 έως το 2007 αυξήθηκε το ΑΕΠ κατά 44% γεγονός που θα μπορούσε να είχε επιφέρει σημαντική μείωση του χρέους. Αντί γι’ αυτό το χρέος αποτέλεσε μια σταθερή πηγή αναδιανομής εισοδήματος: «Έμεινε» σταθερό χάρη στη μείωση των φορολογικών συντελεστών στα κέρδη του κεφαλαίου και την εισαγωγή μίας πλειάδας φοροαπαλλαγών που συνιστούν νόμιμη φοροαπαλλαγή, ενώ η χρηματοδότησή του δημιούργησε μια επικερδή σφαίρα τοποθέτησης κεφαλαίων για τους Έλληνες και αλλοδαπούς δανειστές του ελληνικού κράτους.
Άραγε ανάγεται στο Μνημόνιο το γεγονός ότι στο ελληνικό φορολογικό σύστημα κυριαρχούν οι έμμεσοι φόροι επί των συναλλαγών και της κατανάλωσης, που πλήττουν κυρίως τα χαμηλά εισοδήματα και τα λαϊκά στρώματα; Ή ότι οι άμεσοι φόροι το 2008 ως ποσοστό της συνολικής φορολογίας ήταν 24,5% στην Ελλάδα έναντι 34,3% στην ΕΕ-27; Ή μήπως το Μνημόνιο εισήγαγε τη νόμιμη φοροαπαλλαγή των μικρών επιχειρήσεων και των αυτοαπασχολούμενων, μέσω της οποίας οικοδομήθηκε τη μεταπολεμική περίοδο η συμπαγής ταξική συμμαχία των κοινωνικών αυτών μερίδων με το κεφαλαιακό μπλοκ, με απαραίτητο συμπλήρωμα την κρατική ευλογία στην «ανεπάρκεια» των εισπρακτικών μηχανισμών, διανθισμένη και με αρκετά εκτεταμένη διαφθορά;
Οφείλεται μήπως στο Μνημόνιο ότι η απαιτούμενη από τη δανειακή σύμβαση περικοπή των μισθών και συντάξεων για «εξοικονόμηση» 1,8 δις € έγινε με ενιαίο τρόπο χωρίς εξαίρεση των χαμηλόμισθων και χαμηλοσυνταξιούχων; Ή μήπως εκεί πρέπει να αναζητηθεί η αιτία της διαχειριστικής επιλογής του Υπουργείου Οικονομικών, που απεφάνθη ότι οι υστερήσεις από την πλευρά των εσόδων θα καλυφθούν με νέες περικοπές στην «πλευρά των δαπανών». Ή τέλος το Μνημόνιο έχει την ευθύνη για τις απευθείας προμήθειες φαρμάκων και υλικών από τα κρατικά νοσοκομεία σε αστρονομικές τιμές, που συχνά είναι δια νόμου κατοχυρωμένες, και που αποτελούν βασική αιτία, μαζί με την κακοδιαχείριση, για την παραγωγή δυσθεώρητων ελλειμμάτων που φορτώνονται στα ταμεία και τα οποία «επιτάσσουν» την «εξυγίανση», με τη σύνταξη να γίνεται μαγική εικόνα που εξαφανίζεται στο βάθος του ορίζοντα της ζωής;
Και για να έρθουμε στα πιο πρόσφατα του Προϋπολογισμού 2011, ποια είναι η ευθύνη του Μνημονίου στη σχεδιαζόμενη, για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, καταβαράθρωση των άμεσων φόρων, από τους οποίους το 2011 προϋπολογίζονται λιγότερα έσοδα (21,1 δις €) από τις εκτιμώμενες πραγματοποιήσεις κατά το τρέχον έτος (21,4 δις €); Όταν μάλιστα το Μνημόνιο ρητά αναφέρει ότι πρέπει να αυξηθούν τα έσοδα από άμεσους φόρους και οι Financial Times επισημαίνουν ότι «το κράτος χρειάζεται απεγνωσμένα να επιταχύνει τον ρυθμό της είσπραξης φόρων. Αυτή είναι η αχίλλειος πτέρνα επί χρόνια, που αποκαλύφθηκε άγρια (και στην πραγματικότητα συνέβαλε) στην κρίση. Τα φοροέσοδα ήδη υπολείπονται των προβλέψεων για φέτος, με αύξηση μόνο 9% σε σχέση με την πρόβλεψη για 14%. Αν θέλει να καταφέρει η Ελλάδα κάποτε να πληρώσει τα χρέη της – που προβλέπεται να φτάσουν στο 140% του ΑΕΠ του χρόνου, ο ιδιωτικός τομέας θα πρέπει να αρχίσει να πληρώνει τους φόρους του» (οι υπογραμμίσεις δικές μας).
4. Συμμαχίες
Είναι όμως η παραίνεση αυτή κοινωνικά ενεργή; Είναι οδηγός πολιτικής για την κρατική διαχείριση; Είναι οι διαχειριστές πειθήνια όργανα του Μνημονίου και των διεθνών καθοδηγητών ώστε να διαταράξουν τις παραδοσιακές κοινωνικές συμμαχίες στο εσωτερικό του αστικού μπλοκ εξουσίας; Η εικόνα που διαμεσολαβείτο έως σήμερα από τους χειρισμούς της κυβέρνησης, τις επιταγές της συγκυρίας και τη δραστική εξασθένηση της εργασίας στην κρίση, δημιουργούσε την αίσθηση χαλάρωσης των δεσμών στο εσωτερικού του αστικού μπλοκ εξουσίας: «... παραδοσιακά κοινωνικά στηρίγματα του κυρίαρχου μπλοκ εξουσίας που βρίσκονταν επί δεκαετίας στην προστατευτική σκιά της φορολογικής και εισφοροεισπρακτικής ασυλίας, ... ξαφνικά καλούνται να καταβάλουν έστω κάτι συμβολικό στα «κοινωνικά» αποθεματικά ...» (Editorial τ. 112). Η πειθάρχηση της εργασίας δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για αναθεώρηση κάποιων παραχωρήσεων προς το «μικρό κεφάλαιο», προσφιλές αντικείμενο του πόθου στην πολιτική των συμμαχιών της κάθε Αριστεράς.
Οι ρυθμίσεις για την περαίωση έβαλαν όμως (προσωρινά;) τα πράγματα στη θέση τους. Η ύφεση ως πολιτική εκκαθάρισης μέσα στην κρίση διόγκωσε την κοινωνική δυσφορία και από την πλευρά του μικρού κεφαλαίου και των αυτοαπασχολούμενων σε σημείο που φάνηκε ότι δύσκολα αντιμετωπίζεται. Ιδιαίτερα στο φόντο των κυβερνητικών εξαγγελιών για «πάταξη της φοροδιαφυγής», που στην τρέχουσα κατάσταση κοινωνικής αποσταθεροποίησης φάνηκαν να συμπαρασύρουν τις ιερές αγελάδες του μετεμφυλιακού κράτους, τις ιστορικά διαμορφωμένες ταξικές συμμαχίες του κεφαλαίου.
Το κόμμα του κράτους, οι νοικοκυραίοι που βρίσκονται κάτω από την ομπρέλα της φορολογικής ασυλίας, αυτοί που πληρώνουν μεροκάματα πείνας σε ανέργους σε απόγνωση, εκείνοι που δεν δεσμεύονται από τη νομοθεσία για τις ελάχιστες αμοιβές γιατί «δεν βγαίνουν», που δεν αποδίδουν ΦΠΑ ούτε και ασφαλιστικές εισφορές γιατί επιβαρύνουν «δυσβάστακτα» το κόστος εργασίας, αυτοί που απασχολούν «παράνομους» μετανάστες για να τους καταγγείλουν στο τέλος ώστε να αποφύγουν να τους πληρώσουν, όλοι αυτοί που δημιουργικά συμβάλλουν στην ελαστικοποίηση και εξαχρείωση των εργασιακών σχέσεων μαζί με τους «νομοταγείς» συνεταίρους τους, άρχισαν να εξαγριώνονται και να απαιτούν «ευνοϊκές ρυθμίσεις» από το κράτος-προστάτη. Αυτή η αναταραχή στο ευρύτερο μπλοκ εξουσίας απαιτούσε παρέμβαση, ώστε να αποφευχθεί η ανεξέλεγκτη αποδέσμευσή τους και περιήγηση στην προσφιλή για αυτή την κοινωνική κατηγορία «αχανή στέπα» στα άκρα δεξιά του πολιτικού φάσματος.
Στη ΔΕΘ ο πρωθυπουργός έσπευσε να βάλει τέλος στους όποιους φόβους του ευρύτερου μπλοκ των στηριγμάτων της εξουσίας: Από τη μια οι φορολογικοί συντελεστές των ΑΕ και ΕΠΕ θα μειωθούν «εδώ και τώρα» από το 24% στο 20%, με τις πολύ μικρές και ατομικές επιχειρήσεις να ακολουθούν κατά πόδας, από την άλλη θα αμειφθούν όσοι εκπρόσωποι του κεφαλαίου κατά σύστημα ή ευκαιριακά εισφοροδιαφεύγουν και φοροδιαφεύγουν – ακόμη και όσοι έχουν εκδώσει πλαστά τιμολόγια – καθώς θα κληθούν να «περαιώσουν» τις οφειλές τους προς το Δημόσιο με χαριστικούς όρους. Με αυτό τον τρόπο και με την ικανοποίηση των παγίων αιτημάτων ακόμη και των πλέον καθυστερημένων μερίδων του κεφαλαίου δείχνει η κυβέρνηση πόσο σοβαρά λαμβάνει υπόψη ακόμη και τις συστάσεις των δανειστών για συνεπή εκτέλεση του προϋπολογισμού κατά το σκέλος των εσόδων.
Από πού θα καλυφθεί λοιπόν το έλλειμμα; Εδώ εισβάλει η λογική του Μνημονίου, η αναγκαιότητα να πληρωθούν εις το ακέραιο οι δανειστές. Με διάφορα προσχήματα θα επιχειρηθεί νέα φορολογική επιδρομή στα λαϊκά στρώματα: για να «παταχθεί» το λαθρεμπόριο καυσίμων θα αυξηθεί το πετρέλαιο θέρμανσης, για να εξαφανιστούν οι ανισορροπίες θα μεταταχθούν είδη πρώτης ανάγκης στον ακριβό ΦΠΑ, θα αυξηθεί αναλογικά περισσότερο το κόστος των υπηρεσιών της ΔΕΗ για τα νοικοκυριά συγκριτικά με τις επιχειρήσεις, ενώ αναμένονται και άλλες δράσεις παρόμοιας κοπής και έμπνευσης.
Και εδώ δεν χρειάστηκε η παραμικρή «τεχνική βοήθεια» από την Τρόικα. Ούτε η εκδικητική για το «έθνος» κατοχική μανία του Μνημονίου. Όλες οι επιλογές κινούνται μέσα στο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο που προϋπήρχε της δανειακής σύμβασης, είχε επιμελώς εγκαθιδρυθεί σε αγαστή διαδοχή από τις κυβερνήσεις του εκσυγχρονισμού και της δεξιάς παρένθεσης, και με συνέπεια συνεχίζεται με την εμπνευσμένη ηγεσία ενός πρωθυπουργού που μέσα σε ένα χρόνο, αφότου τελικά αποφάσισε ότι «θέλει» να αναλάβει τα ηνία της κρατικής διαχείρισης, διακηρύττει με συνέπεια ό,τι αντιφατικό και αλλοπρόσαλλο κυκλοφορεί στη νεοφιλελεύθερη αγορά, ενορχηστρώνοντας τη μεγαλύτερη επίθεση που έχει γίνει κατά της εργασίας στην Ελλάδα, καλυπτόμενος πίσω από συχνά ανύπαρκτους καταναγκασμούς του Μνημονίου.
Αν πρέπει για κάτι να κατηγορήσει κανείς τους δανειστές είναι ότι παρά τη ρητορική για νοικοκύρεμα του κράτους εκείνοι δεν χάνουν την ευκαιρία να συμβάλλουν στον εκτροχιασμό των δημόσιων οικονομικών επιβάλλοντας επιτόκιο της τάξης του 5% αντί του «νόμιμου» 3% για τον μηχανισμό στήριξης. Ίσως όμως να γνωρίζουν κάτι παραπάνω και με τα υψηλότερα επιτόκια να προεξοφλούν κάποιο μελλοντικό haircut στο δημόσιο χρέος ...
5. Εξαγγελίες
Αν αυτή είναι μια σχετικά ασφαλής εικόνα της συγκυρίας, τότε λίγη σχέση με την πραγματικότητα έχουν οι δοξασίες που στον προϋπολογισμό του 2011 βλέπουν τις «συνωμοσίες» των δανειστών και του Μνημονίου. Αν είναι προφανής πραγματικότητα η ανάγκη εξυπηρέτησης του ογκούμενου δανεισμού που οδηγεί τους τόκους το 2011 σε 15,8 δις ευρώ από 13,2 δις το 2010, αυτό δεν δικαιολογεί την επίκληση ενός νεκρού κεϋνσιανισμού που εστιάζει στην «πραγματική οικονομία» αντί για τις τράπεζες και το παγκόσμιο χρηματιστικό κεφάλαιο, που περνάνε τις ζημιές της κρίσης στις «πλάτες των λαών».
Κατ’ αρχάς διότι πραγματική είναι η οικονομία που παράγει κέρδος, σε οποιαδήποτε σφαίρα οικονομικής δραστηριότητας και αν ανήκει. Η διάκριση ανάμεσα στην παραγωγική και χρηματοπιστωτική σφαίρα είναι μια βολική επινόηση για τον εσωτερικό ανταγωνισμό στο μπλοκ του κεφαλαίου αλλά δεν βοηθά – μάλλον υποσκάπτει – την προσπάθεια της εργασίας για ερμηνεία και απάντηση στην κρίση. Είναι ο μοχλός με τον οποίο επιχειρείται να μετατραπεί η κρίση του κεφαλαίου και η κρίση των δημόσιων οικονομικών σε κρίση της εργασίας. Που υφίσταται την επίθεση με ομοιογενή και ομοιόμορφο τρόπο είτε βρίσκεται στην «πραγματική» οικονομία, είτε στα χρηματοπιστωτικά, είτε στις υπηρεσίες της κρατικής διαχείρισης. Για να υποστεί τη ριζική υποβάθμιση θέσης και εισοδήματος – παρόντος και μελλοντικού – μέσω της απαξίωσης των εργασιακών, μισθολογικών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων.
Η κατεύθυνση θεραπείας των δημόσιων οικονομικών αναλύθηκε διεξοδικά σε όσα προηγήθηκαν. Η πολιτική που ακολουθείται αποτελεί μοχλό για το βάθεμα της ύφεσης, ως μέσου εκκαθάρισης στην κρίση. Η «πρόβλεψη» για ισπανικού επιπέδου ανεργία της τάξης του 15% δείχνει το δρόμο, ενώ η συνέχεια της πολιτικής διασφαλίζεται από «... τη μεγάλη υστέρηση στην είσπραξη εσόδων από άμεσους και έμμεσους φόρους παρελθόντων οικονομικών ετών κατά -25,5% και -23,7% αντίστοιχα, παρά το ότι οι βεβαιωμένες και ανείσπρακτες ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του Ελληνικού Δημοσίου ξεπερνούσαν στις αρχές του 2010 τα € 30 δις και πολύ περισσότερες ήταν οι απαιτήσεις που προέκυπταν από εκκρεμείς φορολογικές υποθέσεις» (Οικονομικό Δελτίο της Alpha Bank, 30/09/2010).
Ήδη καταγράφεται μεγάλη μείωση των εσόδων από τον φόρο εισοδήματος κατά -11,1% στο 8μηνο του 2010, παρά τη σημαντική αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης των μισθωτών, ενώ η παρακράτηση του ΦΠΑ συνεχίζεται με αμείωτη ένταση όπως δείχνει η μικρή σχετικά αύξηση των εσόδων από ΦΠΑ κατά 1,6% στην ίδια περίοδο, παρά τη μεγάλη αύξηση των συντελεστών του ΦΠΑ.
Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι οι δεσμοί αίματος των διαφόρων μερίδων του κεφαλαιακού μπλοκ παραμένουν ανέπαφοι, η φοροαπαλλαγή συνεχίζεται αμείωτη μέσα στην κρίση, και η «δημοσιονομική προσαρμογή» θα στηριχθεί στην αδύνατη πλευρά των κοινωνικών συσχετισμών, την εργασία.
6. Διέξοδος
Τα φαινόμενα δείχνουν ότι η κυβέρνηση προχωρά ακάθεκτη στην υλοποίηση του σχεδίου αναδιάταξης των δυνάμεων και επιβολής νέων συσχετισμών μέσα στην κρίση, που βασικό χαρακτηριστικό τους είναι η ριζική επιδείνωση της θέσης της εργασίας. Είναι οι «μεταρρυθμίσεις» για τις οποίες επαίρεται (και βραβεύεται διεθνώς) ο πρωθυπουργός, διότι μέχρι στιγμής επιτυγχάνει το αδιανόητο, να ανατρέψει συσχετισμούς και να υποβιβάσει ριζικά τη θέση της εργασίας στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό.
Η συγκεκριμένη ανάλυση επιβεβαιώνεται κάθε μέρα από την πρωτοφανή επίθεση που δέχονται εργατικές και κοινωνικές κατακτήσεις χρόνων, υπό το πρόσχημα του Μνημονίου και της δημοσιονομικής κρίσης, στην πραγματικότητα αξιοποιώντας την κρίση για τη μετατροπή της σε κρίση της εργασίας.
Και αν η επιλογή για τις δυνάμεις της εργασίας είναι προφανής, η μέθοδος και η πολιτική για την ανατροπή των συσχετισμών δεν προκύπτει ευθέως και χωρίς ταλαντεύσεις. Ίσως ευκολότερο είναι να αποκλείσει κανείς «εύκολες» λύσεις που αποτελούν εισιτήριο για το απόλυτο αδιέξοδο.
Ο απομονωτισμός της «ενίσχυσης των δυνάμεων» της (υποτιθέμενης) συνεπούς στάσης, που διαθέτει την πυξίδα διεξόδου και απλά της λείπει η αναγκαία «οργανωτική και υλική υποδομή» για την υλοποίησή της, είναι μια πρόφαση των «επαγγελματιών της επανάστασης» που δεν κάνουν καν τον κόπο να αφουγκρασθούν τις πραγματικές ανησυχίες και πιέσεις της ασφυκτικής καθημερινότητας μαζί και το τυχαίο που ελλοχεύει σε κάθε καμπή μιας υποτιθέμενα γραμμικής ιστορικής πορείας. Αυτή η «διέξοδος» έχει τους οπαδούς της από το απόθεμα των ψυχαναλυτικά προσηλωμένων στη συστηματική επιδίωξη του μηδενικού διακυβεύματος. Όμως, ο υλισμός της συνάντησης δεν δίνει χρονοδιαγράμματα ούτε φυλακίζεται στη μεταφυσική των σταδίων.
Η άλλη εκδοχή των επαγγελματιών των ιστορικών αναγκαιοτήτων είναι η επίκληση της μάχης ενάντια στους ξένους, της περιχάραξης της «δικής μας επικράτειας» ώστε να μπορέσουμε να εξορίσουμε τον «άλλο», τον εχθρό στον εκτός χώρο, στο πολιτικό no man’s land. Αν αυτή η εκδοχή βολεύει κάποιους γιατί αντιμετωπίζει τον εχθρό ως «εξωτερικό» και πυκνώνει τις τάξεις για μια μάχη που ενδεχομένως να μην έχει αντίπαλο, αυτό είναι κάτι που οφείλουν να κρίνουν όσοι βρίσκουν τις σχετικές ρητορείες ελκυστικές και θέλουν να δημιουργήσουν τη δική τους «απομνημονιοποιημένη» ζώνη, όπου θα επικρατούν αμιγώς «ενδογενείς» αρχές και το σύνορο με τους ξένους θα είναι απόλυτα ορισμένο και διακριτό.
Τέλος, υπάρχει και η εκδοχή που διακινδυνεύει και επιδιώκει να «ιππεύσει» στις αντιφάσεις χωρίς να προσπαθήσει να τις ελέγξει εκ των προτέρων δίνοντας ονόματα που «εξοικειώνουν» με το απροσδόκητο αλλά δεν παρέχουν πρακτικά όπλα για τη μάχη. Στα θετικά της προσμετράται η επιδίωξη για όσμωση με τις αντιφάσεις όλων όσοι επανατοποθετούνται στη συγκυρία μετά τη λαίλαπα του τελευταίου χρόνου. Στα αρνητικά της περιλαμβάνεται η (εν μέρει και αντικειμενική;) αδυναμία επιλογής των συμμάχων, η οποία μπορεί να αποβεί κρίσιμη για την επιτυχή έκβαση του εγχειρήματος. Με δεδομένο ότι μια λάθος επιλογή στη συγκυρία μπορεί να απαξιώσει ένα θετικών προθέσεων εγχείρημα για δεκαετίες.
Και αυτό ενώ οι ανάγκες συντονισμού με τις αυθόρμητες αντιστάσεις των εργαζομένων στην ολομέτωπη επίθεση του κεφαλαίου δεν αφήνουν περιθώρια για λάθη και άστοχες επιλογές. Γιατί εκτός από το μέλλον που γενικά αργεί, υπάρχει και το αμείλικτο παρόν.
1 Δάνειο από το έργο του Wolf Biermann της δεκαετίας του ’70.