Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

Κλιματική αλλαγή:αλήθειες και ψέματα




7 ερωτήσεις για την υπερθέρμανση του πλανήτη

ΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ δεν έχουν όλες τις απαντήσεις για την κλιματική αλλαγή. Ένας αριθμός ερωτημάτων όμως επανέρχεται ανά διαστήματα στο προσκήνιο, τροφοδοτώντας αβάσιμες συζητήσεις.
 1. Η κλιματική αλλαγή σταμάτησε το 1998;
«Όλα σταμάτησαν μονομιάς το 1998. Έκτοτε οι θερμοκρασίες έπαψαν να ανεβαίνουν». Αν και λανθασμένες, αυτές οι διαβεβαιώσεις, οι οποίες κυκλοφορούν ευρέως στο Διαδίκτυο, βασίζονται σε έναν αληθινό υπολογισμό. Μεταξύ 1998 και 2008 η μέση παγκόσμια επίγεια θερμοκρασία αυξήθηκε μόλις κατά 0,02 βαθμούς Κελσίου, δηλαδή σχεδόν καθόλου, αν πιστέψουμε τα δεδομένα του Κέντρου Ηadley και του Πανεπιστημίου Εast Αnglia στη Βρετανία.
Σύμφωνα με τον κλιματολόγο Στέφαν Ράμστορφ, του Πανεπιστημίου του Πότσνταμ στη Γερμανία, αυτή η απεικόνιση είναι μεροληπτική. Στην πραγματικότητα συμπεριλαμβάνει δύο ιδιαίτερες χρονιές. Το 1998 σημειώθηκε το ισχυρότερο φαινόμενο του Ελ Νίνιο που καταμετρήθηκε ποτέ. Αυτό το φαινόμενο θέρμανσης του Ειρηνικού, που συμβαίνει κάθε τρία με επτά χρόνια, ευθύνεται για μια απότομη άνοδο των θερμοκρασιών, η οποία προστίθεται σε εκείνη που σχετίζεται με τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Επιπλέον το 2008 παρατηρήθηκε το αντίστροφο φαινόμενο, το Ελ Νίνια, κατά το οποίο η θερμοκρασία έπεσε. Συνεπώς η περίοδος 1998-2008 παρουσιάζει μια μικρή, αλλά στατιστικά στρεψόδικη, άνοδο της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας.
Εξάλλου, όπως διευκρινίζει ο κ. Ράμστορφ, οι υπολογισμοί του Κέντρου Ηadley και του Πανεπιστημίου Εast Αnglia για την παγκόσμια μέση θερμοκρασία «δεν συμπεριλαμβάνουν την Αρκτική, όπου παρατηρήθηκε η μεγαλύτερη άνοδος θερμοκρασίας της τελευταίας δεκαετίας». Πράγματι, «η παγκόσμια μέση θερμοκρασία είναι μόνο ένας δείκτης της υπερθέρμανσης του πλανήτη, όπως τόσοι άλλοι. Ας θυμηθούμε ότι τα τελευταία τρία καλοκαίρια οι παγετώνες της Αρκτικής έχουν σημειώσει τη μεγαλύτερη μείωσή τους, η οποία δεν έχει καταμετρηθεί» επισημαίνει ο διευθυντής του Ινστιτούτου ΡierreSimon Laplace, Ερβέ λε Τρε.
Παρ΄ όλα αυτά, στο πλαίσιο της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (ΙΡCC), η συζήτηση μαίνεται για μια πιθανή παύση της υπερθέρμανσης του πλανήτη κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, προσωρινά «καμουφλαρισμένης» από τις ψυχρές φάσεις των φυσικών κύκλων του Ατλαντικού (πολυδεκαετής ταλάντωση του Ατλαντικού) και του Ειρηνικού (δεκαετής ταλάντωση του Ειρηνικού). Τον Σεπτέμβριο, κατά τη διάρκεια μιας συνόδου του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού, ο κλιματολόγος Μοζίμπ Λατίφ, ο οποίος διευθύνει μια φημισμένη ομάδα επιστημόνων στο Πανεπιστήμιο του Κιελ στη Γερμανία, δήλωσε ότι «είναι πιθανό να εισέλθουμε σε μία ή ίσως και δύο δεκαετίες κατά τις οποίες οι θερμοκρασίες θα μειωθούν σε σχέση με σήμερα». Όπως πρόσθεσε όμως, αυτό δεν θα σημάνει το «τέλος» της κλιματικής αλλαγής, παρά μόνο την προσωρινή έκλειψη ενός από τα πολλά επακόλουθά της.
 2. Δεν προέβλεπαν οι επιστήμονες πτώση της θερμοκρασίας τη δεκαετία του 1970;
Αυτό το ερώτημα απεικονίστηκε στο εξώφυλλο του περιοδικού «Τime» στις 31 Ιανουαρίου 1977, υπό τον τίτλο «Το μεγάλο ψύχος», και προέρχεται από έναν από τους πιο «ανθεκτικούς» μύθους της κλιματικής επιστήμης.Ο επιστημονικός συντάκτης του «Αlbuquerque Journal» Τζον Φλεκ και δύο ερευνητές, οι Τόμας Πίτερσον του αμερικανικού Εθνικού Κέντρου Κλιματικών Δεδομένων και Γουίλιαμ Κόνολι της Βρετανικής Αποστολής στην Ανταρκτική, αποφάσισαν να ερευνήσουν ενδελεχώς το θέμα. Έψαξαν στα αρχεία του Τύπου ευρείας κυκλοφορίας και έπειτα ανέλυσαν τις βάσεις δεδομένων της επιστημονικής λογοτεχνίας της δεκαετίας του 1970, ώστε να μπορέσουν να εκτιμήσουν αντικειμενικά τις ιδέες που κυριαρχούσαν στην επιστημονική κοινότητα για το κλιματικό μέλλον του πλανήτη.
Τα αποτελέσματα των εργασιών, τα οποία δημοσιεύθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2008 στο «Βulletin of the Αmerican Μeteorological Society», είναι εύγλωττα. Από τις 71 μελέτες για το κλίμα οι οποίες δημοσιεύθηκαν μεταξύ 1965 και 1979 μόνο οι επτά ανέμεναν πτώση της θερμοκρασίας. Η συντριπτική πλειονότητα, περισσότερες από 40, προέβλεπαν άνευ εκπλήξεως, βασιζόμενες σε αρχές της Φυσικής γνωστές για περισσότερο από έναν αιώνα, ότι η θερμοκρασία θα αυξανόταν εξαιτίας των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα... Οσο για τις υπόλοιπες περίπου 20 μελέτες, δεν εξετάζουν το ζήτημα υπό το πρίσμα της διάκρισης μεταξύ ανόδου ή πτώσης της θερμοκρασίας.
3. Οι θερμοκρασίες ανεβαίνουν, αλλά και η Γροιλανδία τον Μεσαίωνα δεν ήταν πράσινη;
Κατά τη διάρκεια της λεγόμενης Μεσαιωνικής Θερμής Περιόδου (περίπου μεταξύ 900 και 1400), κατά την οποία επικρατούσαν ήπιες θερμοκρασίες στην Ευρώπη, οι Βίκινγκς κατάφεραν να αποικήσουν στη Γροιλανδία- λέξη που σημαίνει «πράσινη χώρα». Αυτό και μόνο αρκεί για να αρχίσουν ορισμένοι να φαντάζονται πράσινα λιβάδια εκεί όπου σήμερα η Γη σκεπάζεται από ένα παχύ στρώμα πάγου. Η ιδέα είναι απλή: αν αυτή η περιοχή ψύχθηκε τόσο πολύ την τελευταία δεκαετία, θα πρέπει κατ΄ αναλογία να μετριάσουμε τον βαθμό της σημερινής υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Αφενός, οι δύο κύριες αποικίες των Βίκινγκς, εγκατεστημένες στα παράλια, δεν ξεπέρασαν ποτέ τις 3.000-5.000 άτομα. Η εικόνα μιας πυκνοκατοικημένης και φιλόξενης Γροιλανδίας είναι συνεπώς ψευδής. Όσο για την ετυμολογία της λέξης, για να την εξηγήσουμε, αρκεί να ανατρέξουμε στην πηγή της, και συγκεκριμένα στο έπος του Κόκκινου Ερικ, του ιδρυτή της πρώτης αποικίας των Βίκινγκς στη Γροιλανδία, το 986. Το κείμενο, το οποίο χρονολογείται από τον 13ο αιώνα, λέει ότι «ο Ερικ έφυγε για να αποικίσει τη χώρα την οποία είχε ανακαλύψει και αποκαλούσε “Πράσινη χώρα”, διότι, όπως έλεγε, οι άνθρωποι θα ήθελαν πολύ να πάνε σε μια χώρα με ένα τόσο ωραίο όνομα».
Συνεπώς η Γροιλανδία δεν υπήρξε «πράσινη» πριν από 1.000 χρόνια, όχι περισσότερο από ό,τι είναι «λευκή» σήμερα. «Αντίθετα με την άποψη που κυκλοφορεί ευρέως, η Γροιλανδία απέχει πολύ από το να είναι ολοκληρωτικά καλυμμένη με πάγο. Σε μια λωρίδα περίπου 20  χιλιομέτρων, στα νότια και στα δυτικά βρίσκουμε μια βλάστηση τύπου τούνδρας, με βάτα, θάμνους κτλ.» εξηγεί η Γαλλίδα κλιματολόγος Βαλερί Μασόν Ντελμότ.
Παρ΄ όλα αυτά οι θερμοκρασίες ήταν λιγότερο ή περισσότερο ήπιες από ό,τι είναι σήμερα; Η ανάλυση γύρης λουλουδιών παγιδευμένης σε λιμναίες αποθέσεις της περιοχής έδειξε ότι το φυτικό περιβάλλον «είναι λίγο-πολύ ίδιο σήμερα με εκείνο που υπήρχε πριν από 1.000 χρόνια. Οι κλιματικές συνθήκες που επικρατούν σήμερα στη Γροιλανδία δεν είναι πολύ διαφορετικές από εκείνες της Μεσαιωνικής Θερμής Περιόδου» υποστηρίζουν η παλυνολόγος Εμιλί Γκοτιέ και ο γεωλόγος Βενσάν Μπισέ του γαλλικού Εθνικού Κέντρου Ερευνών. Στην ερώτηση αν οι σύγχρονες κλιματικές αλλαγές στην υπόλοιπη Ευρώπη υπάγονται απλώς σε μια επιστροφή της Μεσαιωνικής Θερμής Περιόδου, ο διάσημος ιστορικός του κλίματος Εμμανουέλ λε Ρουά Λαντουρί απαντάει αρνητικά, εκτιμώντας ότι «η σημερινή υπερθέρμανση υπερβαίνει κατά πολύ αυτό το πλαίσιο».
4. Είναι οι κλιματολόγοι υπερβολικά απαισιόδοξοι;
Οι επιστήμονες που συμμετέχουν στις διαδικασίες της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (ΙΡCC) θεωρούνται συχνά ύποπτοι ότι υπερβάλλουν στις προβλέψεις και στις διαγνώσεις τους. Ορισμένα γεγονότα καταστρατηγούν όμως αυτή την ευρέως διαδεδομένη ιδέα.
Για παράδειγμα, η ΙΡCC έχει καταρτίσει πολλά σενάρια οικονομικής ανάπτυξης, από τα πιο λιτά σε άνθρακα ως τα πιο πλουσιοπάροχα. Για καθένα από αυτά τα σενάρια η ΙΡCC προετοιμάζει μια καμπύλη προβλέψεων για τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, ως το 2100. Τα σενάρια αυτά δημοσιεύθηκαν το 2000 και μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η πραγματικότητα των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά την τελευταία δεκαετία ξεπερνάει ελαφρώς το πλέον απαισιόδοξο σενάριο της ΙΡCC.
Ομοίως, κατά την τελευταία εκτίμησή της για την ανύψωση του επιπέδου των θαλασσών ως το 2100 (μεταξύ 18 και 59 εκατοστών), η οποία δημοσιεύθηκε τον Φεβρουάριο του 2007, η ΙΡCC αγνοεί οικιοθελώς ένα φαινόμενο που ανακαλύφθηκε κατά τη δεκαετία του 2000: το λιώσιμο των παγετώνων, οι οποίοι δεν μειώνονται απλώς σπάζοντας σε κομμάτια αλλά «γλιστρούν» και χύνονται στη θάλασσα. Οι παρατηρήσεις για τη δυναμική των ηπειρωτικών παγετώνων της Γροιλανδίας και της Ανταρκτικής θεωρήθηκαν πολύ πρόσφατες και ελλιπείς την εποχή που συντάχθηκε η έκθεση και δεν συμπεριελήφθησαν σε αυτήν.
Κι όμως σήμερα η παρατήρηση μέσω δορυφόρων δείχνει ότι αυτή η δυναμική των παγετώνων επιταχύνθηκε. Αντιπροσωπεύει περίπου 500 δισ. τόνους πάγου που πέφτουν κάθε χρόνο στους ωκεανούς. Η συζήτηση σχετικά με την εξέλιξη αυτού του φαινομένου στο μέλλον παραμένει έντονη. Η επιστημονική κοινότητα όμως συμφωνεί ότι οι τελευταίες εκτιμήσεις της ΙΡCC για την άνοδο της στάθμης των ωκεανών ήταν υπερβολικά αισιόδοξες.
Μια άλλη υπερβολικά ευνοϊκή πρόβλεψη των ειδημόνων αφορά την ταχύτητα της μείωσης των πάγων της Αρκτικής κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Τα περισσότερα αριθμητικά μοντέλα που προσομοιώνουν τη συμπεριφορά του επιθαλάσσιου πάγου στο φαινόμενο της ανόδου της θερμοκρασίας αναμένουν την πλήρη εξαφάνιση των αρκτικών παγετώνων το καλοκαίρι, στα τέλη του αιώνα. Παρ΄ όλα αυτά, αν συνεχιστεί η ισχύουσα τάση, αυτό θα συμβεί σε μόλις 30 χρόνια.
 5. Ευθύνονται οι διακυμάνσεις της ηλιακής δραστηριότητας για την πρόσφατη εξέλιξη της παγκόσμιας θερμοκρασίας;
Πολλές μελέτες έχουν προταθεί για την εξήγηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη μέσω των διακυμάνσεων της ηλιακής δραστηριότητας. Η διασημότερη από αυτές ανήκει στους Εγκιλ Φρις Κρίστενσεβν και Κνουντ Λάσεν και χρονολογείται από το 1991. Κατεδείκνυε τον άμεσο συσχετισμό μεταξύ του αριθμού των ηλιακών κηλίδων και των διακυμάνσεων των μέσων θερμοκρασιών της Γης. Η μελέτη αυτή ήταν σαφώς μεροληπτική και, σύμφωνα με τους κανόνες, απορριπτέα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ένας άλλος ερευνητής, ο Χένρικ Σβένσμαρκ, νόμισε ότι παρατήρησε μια σύνδεση μεταξύ νεφώσεων και ροής της κοσμικής ακτινοβολίας - η οποία αποτελεί έναν άλλο δείκτη της ηλιακής δραστηριότητας. Και σε αυτή την περίπτωση πλήθος ερευνών έφεραν στο φως στοιχεία υποκειμενικής προσέγγισης που, μέχρι αποδείξεως του εναντίου, ακυρώνουν αυτές τις μελέτες.
Ο Ήλιος ακολουθεί έναν σχετικά τακτικό κύκλο 11 ετών. Από τα μέσα του 2007 η δραστηριότητά του βρίσκεται στο ναδίρ της: ο Ήλιος έχει να υπάρξει τόσο ήρεμος από το 1910! Παρ΄ όλα αυτά, σύμφωνα με το αμερικανικό Εθνικό Κέντρο Κλιματικών Δεδομένων, οι πρώτοι δέκα μήνες του 2009 αποτελούν κατ΄ αναλογία χρόνου το πέμπτο πιο θερμό διάστημα που έχει καταγραφεί ποτέ...
6. Μήπως είναι η αύξηση της θερμοκρασίας που ανεβάζει τα επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα;
Κατά τη διάρκεια τουλάχιστον των τελευταίων 800.000 ετών το κλίμα της Γης έχει σημειώσει διακυμάνσεις - σε χρονικές κλίμακες της τάξεως δεκάδων εκατομμυρίων ετών- μεταξύ παγετωδών και μεσοπαγετωδών περιόδων, ανάλογων με αυτήν που διανύουμε στις ημέρες μας. Οι πάγοι της Ανταρκτικής έχουν διατηρήσει μνήμες αυτών των μεγάλων κλιματικών διακυμάνσεων. Κι όμως, όπως εξηγεί ο ειδήμων σε θέματα παγετώνων Ζερόμ Σαπελάζ, «τα δεδομένα που παρέχει ο πάγος συνιστούν ότι η αύξηση διοξειδίου του άνθρακα (CΟ2 ) αρχίζει μερικούς αιώνες μετά την έναρξη της ανόδου της θερμοκρασίας που παρατηρήθηκε στην Ανταρκτική, στα τέλη της τελευταίας δημιουργίας παγετώνων. Η καλύτερη σημερινή εκτίμηση υπολογίζει αυτή την καθυστέρηση σε περίπου 400 χρόνια, αλλά υπάρχει ακόμη μεγάλη αβεβαιότητα ως προς αυτό το στοιχείο»
Εκ πρώτης όψεως, η άνοδος των θερμοκρασιών εμφανίζεται να έχει προκαλέσει την αύξηση της περιεκτικότητας της ατμόσφαιρας σε CΟ2 . Για να κατανοήσουμε αυτό το προφανές παράδοξο, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι μεγάλες και αργές κλιματικές διακυμάνσεις του 1 εκατομμυρίου χρόνων που έχουν κυλήσει έκτοτε οφείλονται στις κυκλικές μεταβολές της τροχιάς της Γης και της απόκλισής της από τον άξονα περιστροφής της. Κατά τη διάρκεια μιας παγετώδους περιόδου, εφόσον υπάρχει ένας συγκεκριμένος συσχετισμός μεταξύ αυτών των παραμέτρων, οι θερμοκρασίες αυξάνονται αρχικώς ελαφρά, προκαλώντας το λιώσιμο των κρηπίδων πάγου και κατά συνέπεια μεταβολές στα θαλάσσια ρεύματα. Αυτή ακριβώς η αναδιοργάνωση της ωκεάνιας κυκλοφορίας προκαλεί την εκπομπή CΟ2 . Η μεγέθυνση του φαινόμενου του θερμοκηπίου πυροδοτεί με τη σειρά της άνοδο της θερμοκρασίας, η οποία τονίζει τις εκπομπές CΟ2 . Άλλωστε, στην περίπτωση που αντιμετωπίζουμε στις ημέρες μας, αυτό το επιχείρημα δεν έχει νόημα. Η ανάλυση των πλεοναζόντων ισοτόπων άνθρακα στην ατμόσφαιρα δείχνει ότι πρόκειται για άνθρακα ο οποίος προέρχεται ως επί το πλείστον από ορυκτές πηγές. Επιπλέον, στα τέλη της δεκαετίας του 1990 σημειώθηκε μια πολύ μικρή μείωση του οξυγόνου στην ατμόσφαιρα, η οποία επικυρώνει αναντίρρητα ότι η αύξηση CΟ2 στην ατμόσφαιρα οφείλεται σε διαδικασίες αερόβιας καύσης.
7. Μπορούμε να προβλέψουμε το κλίμα τη στιγμή που είμαστε σε θέση να κάνουμε μετεωρολογικές προβλέψεις μόνο λίγων ημερών;
Η μετεωρολογία ενδιαφέρεται για χαοτικά φαινόμενα, η εξέλιξη των οποίων για διάστημα μεγαλύτερο από μερικές ημέρες είναι κατ΄ ουσίαν αδύνατο να προβλεφθεί. Επιχειρεί να περιγράψει την εξέλιξη του καιρού με βάση την ενδελεχή γνώση των ισχυουσών ατμοσφαιρικών συνθηκών, τις οποίες επεκτείνουν τα αριθμητικά μοντέλα. Η κλιματολογία είναι στατιστική επιστήμη. Στηρίζεται σε βάσεις δεδομένων της μετεωρολογίας και τρέφεται με μέσους όρους φυσικών μετρήσεων, στον χώρο και στον χρόνο. Αντλεί στοιχεία όμως και από άλλους γνωστικούς τομείς, όπως είναι η μελέτη των παγετώνων, η ωκεανογραφία και η αστρονομία, ώστε να ανασυνθέσει παρελθοντικές κλιματικές συνθήκες και να ελέγξει τα αριθμητικά τους μοντέλα. Εν συνεχεία, σε συνάρτηση με τη συγκέντρωση των αερίων του θερμοκηπίου, αυτά μπορούν να προσομοιώσουν το μέλλον. Για να πάρετε μια ιδέα, η τροχιά του νερού που εκτινάσσεται από το «τηλέφωνο» του ντους είναι δύσκολο να υπολογιστεί (μετεωρολογία), αλλά μπορούμε να προβλέψουμε πότε θα ξεχειλίσει η μπανιέρα (κλιματολογία).


Πηγή: Το Βήμα