Η αντιλαϊκή λαίλαπα που
βιώνουν οι Έλληνες εργαζόμενοι έχει πολλές παραμέτρους, εκ των οποίων μια από
τις πλέον σημαντικές, είναι αυτή των ιδιωτικοποιήσεων.
Ο Σύλλογος διάδοσης της
μαρξιστικής σκέψης "Γιάνης Κορδάτος" σε ένα συνοπτικό κείμενο
επιχειρεί να αναδείξει πλευρές του εν λόγω ζητήματος, έχοντας -όπως σημειώνει-
επίγνωση ότι μια τέτοια ανάλυση δεν εξαντλείται σε μερικές σελίδες.
Ο
"Οδηγός κατά των ιδιωτικοποιήσεων" που μας έστειλε είναι γραμμένος με
τη μορφή ερωταπαντήσεων. Διαβάστε:
Τι είναι ο τρόπος
διαχείρισης του καπιταλισμού;
Ο τρόπος διαχείρισης του
καπιταλισμού είναι η γενική γραμμή άσκησης της οικονομικής πολιτικής, ο τρόπος
που παρεμβαίνει το κράτος στην οικονομία, οι νόμοι που θεσπίζονται για την
εργασία και ό,τι σχετίζεται με αυτήν. Ο τρόπος διαχείρισης έχει κάθε φορά ως
στόχο την επιβίωση του συστήματος, τη μεγιστοποίηση της κερδοφορίας, την
εξασφάλιση της κοινωνικής συναίνεσης (είτε με το καρότο είτε με το μαστίγιο).
Ποιοι τρόποι διαχείρισης
έχουν εφαρμοστεί;
[1] Μερκαντιλισμός
(εμποροκρατία): Ήταν η πολιτική της περιόδου της πρωταρχικής συσσώρευσης του
κεφαλαίου (15ος-18ος αιώνας) και εξέφραζε τα συμφέροντα του εμπορικού
κεφαλαίου. Κύρια χαρακτηριστικά: συσσώρευση χρυσού, απαγόρευση εξαγωγής
χρήματος εκτός της χώρας, στόχος οι εξαγωγές να είναι περισσότερες από τις
εισαγωγές. Στα μέσα του 17ου αιώνα ξεκινάει η αποσύνθεση του μερκαντιλισμού.
[2] Φιλελευθερισμός:
Αντικατέστησε την πολιτική του Μερκαντιλισμού κι εξέφραζε την ανερχόμενη αστική
τάξη που έπαιρνε τη θέση των φεουδαρχών στο ιστορικό προσκήνιο. Βασικό δόγμα
υπήρξε το laissez faire (σε ελεύθερη μετάφραση καταργήστε τους
προστατευτισμούς, δηλαδή τον κρατικό παρεμβατισμό). Κατά το Φιλελευθερισμό το
προσωπικό συμφέρον είναι η μόνη κινητήρια δύναμη της οικονομίας και ως εκ
τούτου τα άτομα πρέπει να αφεθούν ελεύθερα προκειμένου να δράσουν στο επίπεδο
της οικονομίας κατά το δοκούν. Σύμφωνα
με τον Άνταμ Σμιθ ο κρατικός παρεμβατισμός είναι επικίνδυνος π.χ. οι δασμοί δεν
πρέπει να υπάρχουν.
[3] Κεϋνσιανισμός: Η κρίση
του 1929 και ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος καθώς και οι γενικότερες πολιτικές
εξελίξεις προκαλούν τριγμούς στα θεμέλια του καπιταλισμού. Ο Άγγλος
οικονομολόγος Κέυνς αναλαμβάνει τη σωτηρία του καπιταλιστικού συστήματος. Ο
κεϋνσιανός τρόπος διαχείρισης εμφανίζεται ολοκληρωμένα μετά τη λήξη του Β’
παγκόσμιου πολέμου. Βασικά χαρακτηριστικά του ήταν: η παρέμβαση του κράτους
στην οικονομία ώστε να ρυθμίζει τις «αρρυθμίες» του συστήματος, η αύξηση του
εργατικού εισοδήματος ώστε να τονωθεί η ζήτηση, η δημιουργία διακρατικών
οργανισμών (Διεθνής Τράπεζα και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) προκειμένου να υπάρχουν
παρεμβάσεις και ρυθμίσεις όχι μόνο σε εθνοκρατικό αλλά και σε διεθνές επίπεδο,
η θέσπιση του λεγόμενου κράτους πρόνοιας. Η πολιτική που εφαρμόσθηκε την
κεϋνσιανή περίοδο δεν αντιστοιχούσε σε κάποια φιλάνθρωπη πολιτική του κεφαλαίου
αλλά ήταν αποτέλεσμα: α) της επιθυμίας του κεφαλαίου να υπερβεί κρίσεις όπως
αυτή του 1929, β) να συγκεντρώσει το κράτος κεφάλαια που μετά τον πόλεμο τα
ιδιωτικά κεφάλαια δεν είχαν τη δυνατότητα να κάνουν, γ) να εξασφαλίσει την
αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης ώστε να υπάρξει άνοδος της παραγωγικότητας,
δ) να κερδίσει την κοινωνική συναίνεση φοβούμενη ριζοσπαστικές εξελίξεις και ε)
να δώσει απάντηση στο εργατικό κίνημα και στη Σοβιετική Ένωση που ασκούσε
εντονότατη ακτινοβολία σε εκατομμύρια ανθρώπων.
[4] Νεοφιλελευθερισμός:
Μετά τον πόλεμο ο καπιταλισμός γνώρισε μια σοβαρή ανάπτυξη που διεκόπη τη
δεκαετία του 1970. Από το 1973 το
ποσοστό κέρδους (η σχέση υπεραξίας προς το μεταβλητό και το σταθερό κεφάλαιο)
σημείωσε πτωτική τάση. Οι καπιταλιστές για να αντιρροπήσουν αυτή την τάση
πρόβαλλαν νέα οικονομικά δόγματα. Υποστήριξαν την αποκατάσταση του ελεύθερου
ανταγωνισμού, τον περιορισμό του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία και εν
γένει στο δημόσιο τομέα, την ιδιωτικοποίηση οικονομικών λειτουργιών και μονάδων
που βρίσκονται στην ευθύνη του κράτους, τη μείωση των κοινωνικών παροχών, την
κατάργηση των εργατικών δικαιωμάτων, την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Η άσκηση
της νέας διαχειριστικής πολιτικής ξεκινά μεθοδευμένα με την πολιτική της Θάτσερ
στην Αγγλία και του Ρέιγκαν στις ΗΠΑ, αλλά και του Πινοτσέτ στη Χιλή. Οι
αρνητικές εξελίξεις στις σοσιαλιστικές χώρες, η ήττα του κομμουνιστικού
κινήματος και γενικότερα η υποχώρηση των λαϊκών κινημάτων, διευκόλυναν την εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης
πολιτικής.
Τι μας διδάσκει η εμπειρία
από την εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής;
Σήμερα «κλείνουμε» πάνω
από τριάντα χρόνια άσκησης νεοφιλελεύθερης πολιτικής σε όλο τον κόσμο. Τα
αποτελέσματα είναι τα εξής: μείωση του εργατικού μισθού, αύξηση της ανεργίας,
εκτεταμένη φτώχεια, επιμήκυνση του χρόνου που απαιτείται για τη συνταξιοδότηση,
μείωση των κοινωνικών παροχών σε παιδεία, υγεία, ασφάλιση κ.λπ., περαιτέρω
αυταρχικοποίηση του κράτους, προώθηση της αντιδραστικής ιδέας του ατομικισμού,
ιδιωτικοποίηση κρατικών τομέων.
Ποια είναι η επιχειρηματολογία
των θιασωτών των ιδιωτικοποιήσεων;
Οι απολογητές του
συστήματος υποστηρίζουν ότι οι ιδιωτικοποιήσεις
α) ρίχνουν τις τιμές των
παρεχόμενων προϊόντων και υπηρεσιών γιατί λειτουργούν οι νόμοι της φυσικής
οικονομίας,
β) ο ιδιωτικός τομέας είναι αποδοτικότερος σε σχέση με το δημόσιο
και σπάει τη δυσκινησία και τη γραφειοκρατία του δεύτερου,
γ) το πέρασμα των
κρατικών επιχειρήσεων στους ιδιώτες γλυτώνει το κράτος άρα και την κοινωνία από
προβληματικές επιχειρήσεις,
δ) ο συναγωνισμός των ιδιωτικών επιχειρήσεων φέρνει
ανάπτυξη την οποία καρπώνεται όλη η κοινωνία.
Γιατί η πολιτική των
ιδιωτικοποιήσεων θίγει τα λαϊκά συμφέροντα;
Όταν μια επιχείρηση
περνάει σε χέρια ιδιωτών
α) εξαφανίζεται η όποια δυνατότητα λαϊκού ελέγχου,
β)
με πολύ ευκολότερο τρόπο γίνεται αύξηση στις τιμές των παρεχόμενων υπηρεσιών
και μάλιστα συχνά μέσα από τα καρτέλ δηλαδή μέσω συνεννόησης μεταξύ των εταιρειών,
γ) καταργείται η πιθανότητα τα κέρδη της επιχείρησης να επιστρέφουν στο λαό με
τη μορφή κοινωνικών παροχών,
δ) δυσκολεύει η δραστηριότητα του εργατικού
κινήματος εντός αυτών των επιχειρήσεων,
ε) αυξάνεται η ανεργία αφού στο όνομα
της ορθολογικοποίησης και της εξυγίανσης απολύονται εργαζόμενοι του δημόσιου
τομέα,
στ) χαρίζονται στο μεγάλο κεφάλαιο τεράστιες αξίες που έχουν συσσωρευτεί
από την εργασία χιλιάδων ανθρώπων που εργάζονταν στις κρατικές επιχειρήσεις,
αλλά και από εκατομμύρια ανθρώπους που πλήρωναν για χρόνια τους λογαριασμούς
των κρατικών επιχειρήσεων (ΔΕΗ, ΟΤΕ κ.ά.),
ζ) το όποιο ψήγμα κοινωνικής
προσφοράς που υπήρχε από τις κρατικές επιχειρήσεις χάνεται αφού μόνο μέλημα των
ιδιωτικών επιχειρήσεων είναι το κέρδος.
Τι εμπειρία υπάρχει από
την ιδιωτικοποίηση κρατικών επιχειρήσεων;
Σήμερα έχει συσσωρευτεί
μια τεράστια αρνητική εμπειρία από την ιδιωτικοποίηση κρατικών επιχειρήσεων σε
όλον τον κόσμο. Αναφέρουμε μερικές μόνο χαρακτηριστικές περιπτώσεις:
[1] Το 2001 σημειώθηκαν
εκτεταμένες διακοπές ρεύματος στην Καλιφόρνια. Αιτία ήταν η πολιτική
ιδιωτικοποίησης των εταιρειών παροχής ρεύματος. Συγκεκριμένα οι εταιρείες αυτές
για να ελαχιστοποιήσουν το κόστος λειτουργίας τους, μειώσανε τα έξοδα
συντήρησης του δικτύου, ενώ κάποιες από αυτές μην αντέχοντας το σκληρό
ανταγωνισμό έκλεισαν. Οι διακοπές ρεύματος ταλαιπώρησαν εκατομμύρια ανθρώπους
κι έθεσαν σε κίνδυνο τη ζωή τους. Στην Ελλάδα οι εταιρείες που πρόσφατα
ξεφύτρωσαν ως ανταγωνιστές της ΔΕΗ, αφού εισέπραξαν τα χαράτσια κι έβγαλαν τα
χρήματα στο εξωτερικό.
[2] Όσον αφορά στο νερό,
χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Μ. Βρετανίας. Οι ιδιωτικοποιήσεις που
έγιναν κατά την περίοδο 1989-1993 είχαν σαν αποτέλεσμα την αύξηση της τιμής
του νερού σε πρώτη φάση κατά 50% και συνολικά κατά 245% μέχρι το 2006. Οι
παρεχόμενες υπηρεσίες ύδρευσης υποβαθμίστηκαν, καθώς οι εταιρείες,
προκειμένου να μην χάσουν από την κερδοφορία, περιόρισαν στο ελάχιστο δυνατό
τις επενδύσεις σε έργα υποδομής. Θεσπίστηκε Ρυθμιστική Αρχή Υδάτων, η οποία,
όμως, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τις τιμές, ενώ δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει
ούτε τις αναγκαίες επενδύσεις από τις ιδιωτικές εταιρείες. Το αποτέλεσμα ήταν
όταν οι υποδομές άρχισαν να παρουσιάζουν σημαντικά λειτουργικά προβλήματα.
[3] Η Βρετανία είναι
επίσης χαρακτηριστική στην περίπτωση των σιδηροδρόμων. Αφού οι σιδηρόδρομοι
τεμαχίστηκαν και 100 εταιρείες μοιράστηκαν τη λεία, τα αποτελέσματα ήταν
καταστροφικά: ραγδαία αύξηση της τιμής των εισιτηρίων, μείωση δρομολογίων,
ελλιπής συντήρηση. Τον τελευταίο χρόνο πριν την ιδιωτικοποίηση των σιδηροδρόμων
το κόστος τους ανερχόταν στα 431 εκατομμύρια λίρες, το 2006 το κόστος ανήλθε
στα 6 δις λίρες. Επίσης κατά τη διάρκεια της περιόδου των ιδιωτικοποιημένων
σιδηροδρόμων αυξήθηκαν κατακόρυφα τα θανατηφόρα ατυχήματα.
Τι επιχειρείται να γίνει
σήμερα στην Ελλάδα σε σχέση με τις ιδιωτικοποιήσεις;
Σήμερα, προκειμένου να
προχωρήσουν με μεγαλύτερη ταχύτητα οι ιδιωτικοποιήσεις έχει συγκροτηθεί το
Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου. Το Ταμείο χειρίζεται 28
αποκρατικοποιήσεις, έξι εκ των οποίων έχουν τοποθετηθεί στην αγορά (Λαχεία,
Ελληνικό, ΔΕΠΑ/ΔΕΣΦΑ, Διεθνές Κέντρο Ραδιοτηλεόρασης, Κασσιώπη, Αφάντου), 9
βρίσκονται σε στάδιο προχωρημένης προετοιμασίας (28 ακίνητα, ΕΥΑΘ, Εγνατία,
ΕΥΔΑΠ, ΕΛΤΑ, ΟΠΑΠ, Λάρκο, ΟΔΙΕ) κι γίνεται η προετοιμασία για άλλες 13.
Εδώ και πολλά χρόνια η
αστική προπαγάνδα στοχεύει στο να καταστήσει στη συνείδηση των εργαζομένων
αναγκαία την ιδιωτικοποίηση και να στιγματίσει οτιδήποτε ανήκει στο δημόσιο.
Για τούτο το κεφάλαιο χρησιμοποιεί τα παρακάτω επιχειρήματα: οι εργαζόμενοι του
δημόσιου είναι τεμπέληδες, οι συνδικαλιστές έχουν επιβάλει τις συντεχνίες που
κάνουν ό,τι θέλουν, οι δημόσιες επιχειρήσεις είναι ζημιογόνες και η πώλησή τους
θα αποφέρει έσοδα στο κράτος. Τέλος, χρησιμοποιούν το απίθανο επιχείρημα για
την Ελλάδα που είναι «η τελευταία σοβιετική δημοκρατία» (!).
Το γενικό πλαίσιο των
ιδιωτικοποιήσεων έχε τεθεί στο παρελθόν από τη συνθήκη του Μάαστριχτ και στην
Ελλάδα εξειδικεύτηκε από τα Μνημόνια και το μεσοπρόθεσμο, το οποίο προέβλεπε
έσοδα 50 δις ευρώ ως το 2015 από τις σχετικές αποκρατικοποιήσεις.
Αξίζει, επίσης, να
σταθούμε σε δυο κρίσιμους για τις λαϊκές ανάγκες τομείς: το ρεύμα και το νερό.
Όσον αφορά στην ΕΥΔΑΠ σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των εκπροσώπων των εργαζομένων,
η μείωση του προσωπικού, η τεχνογνωσία και η εμπειρία που χάνεται, αλλά και η
προσπάθεια μείωσης του κόστους ώστε να γίνει πιο ελκυστική η ΕΥΔΑΠ στους
ιδιώτες, θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην ποιότητα του νερού.
Τέτοια σημάδια
παρατηρούνται ήδη και στα διυλιστήρια ( καθαρισμοί - χλωριώσεις ) αλλά και
παντού στην εταιρία όπου οι βάρδιες δεν επαρκούν, ενώ συνήθως λείπουν υλικά.
Αν προσθέσουμε ότι
απαιτείται πολύ εκτεταμένος έλεγχος στα δίκτυα και την προσοχή που χρειάζεται η
χρήση φυτοφαρμάκων από τις καλλιέργειες κυρίως στη Βοιωτία, τότε είναι ξεκάθαρο
ότι καθαρό και φθηνό νερό είναι αδύνατο να υπάρχει με το ξεπούλημα της ΕΥΔΑΠ
στους ιδιώτες.
Όσον αφορά στο ρεύμα η
τυχόν μελλοντική ιδιωτικοποίηση τη ΔΕΗ θα σήμαινε αύξηση των τιμολογίων του
ρεύματος, όπως προβλέπει το 2ο μνημόνιο. Επίσης, με βάση τα λεγόμενα κίνητρα
και τις κρατικές εγγυήσεις προβλέπεται η μεταφορά μέρους των εσόδων από το
τέλος της ΕΡΤ στον ειδικό λογαριασμό των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Αυτό
πρακτικά σημαίνει ότι τα χρήματα που θα συλλέγονται από τους εργαζόμενους θα
διοχετεύονται σε ιδιωτικά συμφέροντα. Το πέρασμα του ρεύματος και γενικότερα
της ενέργειας στα μονοπώλια θα σηματοδοτήσει μια νέα εποχή όπου το παρεχόμενο
προϊόν δε θα είναι κοινωνικό αγαθό, αλλά εμπόρευμα. Αυτό σημαίνει πως η διακοπή
του ρεύματος θα γίνεται πολύ ευκολότερα, το κόστος των τιμολογίων θα ανεβαίνει
κατά το δοκούν, η πρόσβαση στο ρεύμα θα γίνει από δύσκολη ως αδύνατη για τα
λαϊκά στρώματα.
Γιατί το λαϊκό κίνημα
πρέπει να αντισταθεί στην πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων;
[1] Πρώτα απ’ όλα πρέπει
να διευκρινίσουμε ότι κανείς δεν πρέπει να υπερασπίζεται την κατάντια του
σημερινού δημόσιου τομέα: την έλλειψη εκπαιδευτικών στα σχολεία, την έλλειψη
ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού στα δημόσια νοσοκομεία, τη γραφειοκρατία που
ταλαιπωρεί καθημερινά χιλιάδες εργαζόμενους. Αλλά για αυτό δε φταίει ότι τα
σχολεία, τα νοσοκομεία, οι εφορίες και οι κάθε λογής κρατικές υπηρεσίες ανήκουν
στο κράτος, αλλά η υποχρηματοδότηση, οι κακοί μισθοί, οι απολύσεις, οι
εξυπηρετήσεις που επέβαλαν στο παρελθόν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ εκμαυλίζοντας συνειδήσεις.
Το κλείσιμο της στρόφιγγας για τη χρηματοδότηση του δημοσίου, αποτέλεσε,
άλλωστε, συνειδητή πράξη προκειμένου να απαξιωθεί ο δημόσιος τομέας στα μάτια
των εργαζομένων κι έτσι το αίτημα των ιδιωτικοποιήσεων να προκύψει ως μια
φυσιολογική απαίτηση των μαζών.
[2] Η πώληση κρατικών
επιχειρήσεων όπως η ΔΕΗ και η ΕΥΔΑΠ θα φέρει ελάχιστα έσοδα στο κράτος, αφού
μάλιστα θα πωληθούν σε τιμή ευκαιρίας. Κάποιες από αυτές τις εταιρείες δεν
είναι ζημιογόνες ή αν είναι, έγιναν με ευθύνη της πολιτικής των προηγούμενων
και των τωρινών κυβερνήσεων. Επιπλέον, υπάρχουν ορισμένοι τομείς, για να μην
πούμε όλοι, που δεν μπορούν να κοστολογηθούν, αφού πρώτιστος ρόλος τους πρέπει
να είναι η εξυπηρέτηση των κοινωνικών αναγκών. Για παράδειγμα η φθηνή
μετακίνηση των εργαζομένων, το φθηνό ρεύμα και νερό, το υγιεινό νερό, οι δωρεάν
παροχές στα νοσοκομεία δεν μπορούν να μπουν στο χρηματιστήριο αξιών, αφού
καλύπτουν καθημερινές κοινωνικές ανάγκες.
[3] Η παράδοση κρίσιμων
τομέων της οικονομίας σε ιδιώτες δε θα έχει επιπτώσεις μόνο στο κόστος του
παρεχόμενου προϊόντος και στην ποιότητά του αλλά και στον τομέα της εθνικής
ασφάλειας, άμυνας και ανάπτυξης. Ας φανταστούμε τι μπορεί να σημαίνει, για
παράδειγμα, για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το γεγονός ότι το ΙΓΜΕ
(Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών) μπορεί να παραδοθεί σε
ιδιώτες. Ας σκεφτούμε τι μπορεί να σημαίνει τηλεπικοινωνίες στα χέρια ιδιωτών
σε περίπτωση εμπλοκής σε πόλεμο.
[4] Βασικό αίτημα του
λαϊκού κινήματος σήμερα πρέπει να είναι: η απόκρουση κάθε προσπάθειας
ιδιωτικοποίησης, η εθνικοποίηση των τραπεζών, η επανακρατικοποίηση όλων των
ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων, η εθνικοποίηση των βασικών στρατηγικών τομέων
της οικονομίας. Παράλληλα η εθνικοποίηση πρέπει να συνοδευτεί από την επιβολή
εργατικού ελέγχου. Πρόκειται για κρίσιμης σημασίας ζήτημα που μπορεί και πρέπει
να αποτελέσει το εφαλτήριο για μια άλλη κοινωνία, αλλά και παράλληλα να
ανακουφίσει τις πλατιές μάζες των εργαζομένων.
Γιατί η εθνικοποίηση είναι
πολιτική υπέρ των λαϊκών στρωμάτων;
[1] Η εθνικοποίηση των
τραπεζών είναι ο μοναδικός τρόπος για να ελεγχθεί βαθμιαία η καρδιά της
οικονομίας, να γίνει προσπάθεια να προσανατολιστεί σε άλλου τύπου ανάπτυξη, να
αρχίσει ο περιορισμός της ασυδοσίας και κυριαρχίας των ξένων και ντόπιων
μονοπωλίων. Μόνο έτσι μπορεί να χτυπηθεί η ασυδοσία του χρηματιστικού
κεφαλαίου, να χρηματοδοτηθεί η οικονομία με βάση τις προτεραιότητες που θα
χαράξει μια φιλολαϊκή κυβέρνηση. Αυτό πρέπει να συνδυαστεί με το αίτημα της
διαγραφής του χρέους, την αντίθεση στην τρόικα την έξοδο από το ευρώ και την
αποδέσμευση από την ΕΕ, ώστε να αποκτήσει η χώρα τα αναγκαία νομισματικά και
αναπτυξιακά εργαλεία.
[2] Πρέπει να
εθνικοποιηθούν οι μεγάλες επιχειρήσεις των οποίων η ιδιοκτησία αδυνατεί, ή
ισχυρίζεται πως αδυνατεί, να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της έναντι των
εργαζομένων και να ενταχθούν στο πανεθνικό αναπτυξιακό σχέδιο.
[3] Πρέπει να
εθνικοποιηθούν οι ΔΕΚΟ, οι επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας και ο ορυκτός
πλούτος της χώρας ώστε να αποκτήσει ο λαός τον έλεγχο των πιο σημαντικών τομέων
της οικονομίας και τα κέρδη των επιχειρήσεων να μην τροφοδοτούν πλέον τις
καταθέσεις των κεφαλαιοκρατών στην Ελβετία αλλά την κοινωνική πολιτική και ένα
επενδυτικό πρόγραμμα ανάπτυξης σε όφελος του λαού.
[4] Πρέπει ο δημόσιος
τομέας να αναλάβει, με τη χρηματοδότηση του τραπεζικού συστήματος, την εκπόνηση
και υλοποίηση ενός μεγάλου αναπτυξιακού σχεδίου παραγωγικών επενδύσεων με βάση
ένα επιστημονικό σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης που θα χαράσσεται με βάση τα
συμφέροντα του λαού, με βάση τις δυνατότητες της χώρας, με ισότιμη συνεργασία
με άλλες χώρες, που θα αξιοποιεί το επιστημονικό δυναμικό της πατρίδας
μας. Ο δημόσιος τομέας πρέπει να γίνει ο
μοχλός και ο βασικός παράγοντας της ανάπτυξης.
[5] Το σχέδιο αυτό θα
στοχεύει στην ανάπτυξη της βιομηχανικής και αγροτικής παραγωγής. Θα εντάσσει
εκεί τη μικρή και μεσαία επιχείρηση. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις πρέπει να
στηριχθούν, να ενθαρρυνθούν να συμμετέχουν στο πανεθνικό σχέδιο ανάπτυξης, να
παροτρύνονται στη συνεταιριστικοποίηση με διάφορες μορφές, να ελέγχονται από
την κυβέρνηση και το λαό ότι δεν σπαταλούν τη βοήθεια αυτή και ότι σέβονται
πλήρως τα δικαιώματα των εργαζομένων. Πρέπει να προστατευθεί η ντόπια παραγωγή,
να τονωθεί η εσωτερική αγορά.
[6] Απαραίτητη προϋπόθεση
είναι ο εθνικοποιημένος τομέας της οικονομίας να κόψει τον ομφάλιο λώρο που τον
συνδέει με το εγχώριο και ξένο μονοπωλιακό κεφάλαιο, να τεθεί στην υπηρεσία του
λαού και ιδίως να βασίζεται στη δημοκρατική διαχείριση και στον εργατικό και γενικότερο
λαϊκό έλεγχο. Μόνο ο πολύμορφος έλεγχος του λαού και των μαζικών φορέων του
(κυρίως από τα κάτω) μπορεί να εξασφαλίσει ότι θα χτυπηθεί η γραφειοκρατία, η
κακοδιαχείριση, η σπατάλη, οι καταχρήσεις, τα ρουσφέτια και ότι τελικά - και με
κριτήρια οικονομικής αποδοτικότητας - ο εθνικοποιημένος τομέας θα δείξει την
υπεροχή του. Το ίδιο το σχέδιο κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης πρέπει να είναι
καρπός παλλαϊκής, δημοκρατικής συζήτησης και απόφασης και όχι μια στενά
κοινοβουλευτική υπόθεση.
[7] Ο εκδημοκρατισμένος
και υπό λαϊκό – εργατικό έλεγχο δημόσιος τομέας πρέπει να αναπτύξει πολύπλευρη
συνεργασία με όλες τις χώρες για να σπάσει την εξάρτηση από τον αμερικανικό και
ευρωενωσιακό ιμπεριαλισμό, να σπάσει τα δεσμά της υποτέλειας σε ΕΕ και ΗΠΑ, να
ενισχύσει τη διεθνή θέση της χώρας, να αντιμετωπίσει τις πιέσεις και τους
εκβιασμούς του ιμπεριαλισμού.
Μόνο έτσι η παραγωγική
βάση της οικονομίας θα πάψει να παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά της συρρίκνωσης,
εξάρθρωσης και αποσύνθεσης, θα πάψει η χώρα να αποτελεί “ξέφραγο αμπέλι” των
πολυεθνικών. Μόνο έτσι μπορεί να χαραχθεί ένα φιλολαϊκό πρόγραμμα
ανασυγκρότησης της οικονομίας σε αντιμονοπωλιακή βάση, με σεβασμό στο
περιβάλλον. Μόνο έτσι μπορεί να ανακτηθεί η εσωτερική αγορά κατά πρώτο λόγο
εκεί που υπάρχει ή μπορεί να αναπτυχθεί η εγχώρια παραγωγή. Μόνο έτσι μπορεί
πραγματικά να προστατευθεί και να ανέβει το βιοτικό επίπεδο του λαού.
Ένα τέτοιο οικονομικό
πρόγραμμα ανασυγκρότησης μπορεί να συσπειρώσει την εργατική τάξη, τους αγρότες,
τα μεσαία στρώματα, τους διανοούμενους και καλλιτέχνες, τη νεολαία και τις
γυναίκες, τα διάφορα κοινωνικά κινήματα. Ένα τέτοιο πρόγραμμα μπορεί να επιβληθεί
μέσα από επίμονους λαϊκούς αγώνες.
Δυο απαραίτητες
διευκρινίσεις
[1] Η υπεράσπιση του
δημόσιου χαρακτήρα των κοινωφελών επιχειρήσεων μπορεί να γεννήσει αυταπάτες
σχετικά με το ρόλο του κράτους. Το κράτος με δημόσιες ή ιδιωτικοποιημένες
επιχειρήσεις παραμένει κράτος των καπιταλιστών και σε καμία περίπτωση δεν είναι
ουδέτερο. Ωστόσο, θα πρέπει να διευκρινίσουμε πως οι δημόσιες επιχειρήσεις ήταν
αποτέλεσμα της ταξικής πάλης και όχι μια ευγενική παραχώρηση του κεφαλαίου. Η
ύπαρξή τους σημαίνει πως με έμμεσο τρόπο ανεβαίνει η τιμή της εργατικής δύναμης
και ένα ποσό της αποσπώμενης υπεραξίας επιστρέφει με τη μορφή των κοινωνικών
παροχών. Επιπλέον, το λαϊκό κίνημα μπορεί ευκολότερα νε ελέγξει τις δημόσιες
υπηρεσίες (ρεμούλες, αύξηση των τιμών των παρεχόμενων υπηρεσιών) σε αντίθεση με
τις ιδιωτικές επιχειρήσεις όπου το απόλυτο αφεντικό είναι ο κάτοχός τους.
[2] Εκτός από τον κίνδυνο
να παρανοηθεί ο ρόλος του κράτους, υφίσταται και ο κίνδυνος να εξωραϊστεί ένας
συγκεκριμένος τρόπος διαχείρισης του καπιταλισμού. Εν προκειμένω ο
κεϋνσιανισμός. Παρά τις διαφορές του με το (νεο)φιλελεύθερο μοντέλο, είναι
απαραίτητο να πούμε ότι ο καπιταλισμός δεν εξανθρωπίζεται με κανέναν τρόπο. Ο
μόνος δρόμος που θα δώσει ριζική λύση για την εργατική τάξη και τα σύμμαχα
στρώματα είναι ο σοσιαλισμός. Σε τελική ανάλυση αυτό που θα πρέπει το λαϊκό
κίνημα να ανακαλύψει, είναι ο προσφορότερος δρόμος προς την κοινωνική
επανάσταση.
Το λαϊκό κίνημα θα πρέπει
στο επόμενο χρονικό διάστημα να δώσει την κρίσιμη μάχη για να παραμείνουν οι
μεγάλες κοινωφελείς επιχειρήσεις, η παιδεία, η υγεία και ό,τι ανήκει στο
δημόσιο, στην κατοχή του δημοσίου. Ο τρόπος που θα δοθεί αυτή η μάχη, το
περιεχόμενό της, η συμμετοχή του κόσμου και οι συσπειρώσεις που θα επιτευχθούν,
θα κρίνουν πολλά για το μέλλον του κινήματος.