Tης Mαριαννας Tζιαντζη
Υπαρκτοί αλλά μη ορατοί διά κοινού οφθαλμού είναι οι διεθνείς κερδοσκόποι, υπαρκτοί αλλά λιγότερο αόρατοι είναι οι εγχώριοι προμηθευτές των δημόσιων νοσοκομείων, οι οποίοι πρόσφατα έγιναν το αντικείμενο της λαϊκής ή μάλλον της τηλεοπτικής κατακραυγής. Είναι αυτοί που υπερτιμολογούν τα προϊόντα τους, εκβιάζουν το υπουργείο Υγείας και περνούν τη θηλιά στον λαιμό του ασθενούς, όμως η εποχή του αρμέγματος του κράτους τελείωσε, μας διαβεβαιώνουν οι αρμόδιοι.
Μόνο που οι προμηθευτές δεν δρούσαν, δεν δρουν σε κενό αέρος, σε συνθήκες παρανομίας, αφού το ίδιο το κράτος εδώ και χρόνια τούς παρέχει το νομικό πλαίσιο για να αναπτύξουν την επιχειρηματική τους δράση, αφού εδώ και χρόνια το νόμιμο ταυτίζεται με το ηθικό. Είναι τουλάχιστον θλιβερό οι νυν κυβερνώντες να μεταφέρουν την ευθύνη στους προηγούμενους, όταν και οι ίδιοι οι νυν ήταν κάποτε (και όχι στο βαθύ παρελθόν) προηγούμενοι.
«Σαν να ζούμε σε μια πόλη που βομβαρδίζεται και πρέπει να κάνουμε ό,τι και οι στρατιωτικοί γιατροί… να βάλουμε στους ασθενείς καρτέλες που να λένε αυτός πεθαίνει, αυτόν τον παλεύουμε», έλεγε ένας νοσοκομειακός γιατρός, εννοώντας το triage, δηλαδή το σύστημα ιεράρχησης της σοβαρότητας των περιστατικών, με σκοπό την ορθολογική περίθαλψη των τραυματιών σε συνθήκες πολέμου, μεγάλων δυστυχημάτων ή φυσικών καταστροφών. Το σύστημα αυτό, που έχει εξελιχθεί ιστορικά, είναι εξαιρετικά περίτεχνο και παρουσιάζει διαφορές από χώρα σε χώρα, όμως φαίνεται ότι η εφαρμογή του είναι αναγκαία, ιδίως όταν τα υλικά μέσα, οι γιατροί και οι νοσηλευτές δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση «όλων» των περιστατικών.
Στην Ελλάδα, σε εποχή ειρήνης, οι γιατροί αναγκάζονται να ξεχωρίζουν τα περιστατικά σε απλώς επείγοντα και σε «άκρως επείγοντα», ενώ σε συνθήκες πολέμου οι τραυματίες ταξινομούνται σε κατηγορίες: είναι αυτοί που θα πεθάνουν έτσι κι αλλιώς, αυτοί που χρειάζονται άμεση βοήθεια, αυτοί που μπορούν να περιμένουν και αυτοί που μάλλον θα ζήσουν. Καρτέλες διαφορετικών χρωμάτων επισημοποιούν αυτό το ξεσκαρτάρισμα.
Παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο! Πώς μπορεί κανείς να παίζει τον Θεό, να αποφασίζει για τη ζωή και το θάνατο των άλλων; Ωστόσο, δεν είναι η ευκολία ή η αναλγησία, αλλά η ανάγκη αυτό που υπαγορεύει τέτοιες βαριές επιλογές.
Η λύση μοιάζει να είναι το «do it yourself», όπως στα μαστορέματα. Εφόσον δεν έχουν όλοι τη δυνατότητα να καταφύγουν στις ιδιωτικές κλινικές, ας προμηθευτούν οι ίδιοι ασθενείς τα απαραίτητα υλικά, ας μάθουν να αυτο-επισκευάζονται στην ελεύθερη αγορά, ας γίνει ο καθένας μάνατζερ, προαγωγός, νοσοκόμος και προμηθευτής του εαυτού του ή του άρρωστου συγγενή. Κάτι παρόμοιο συνέβαινε στην Κατοχή, όπως διαβάζουμε στις «Ιστορίες από τη Μηχανή του Χρόνου», των Χρ. Βασιλόπουλου και Δ. Πετρόπουλου: «Η ιατρική περίθαλψη ήταν ανύπαρκτη. Εγχείρηση έκανε όποιος είχε χρήματα για να αγοράσει τα χειρουργικά εργαλεία, αφού οι γιατροί δεν είχαν στη διάθεσή τους ούτε γάζες». Πάντως, η κυβέρνηση του Γ. Τσολάκογλου είχε κηρύξει αμείλικτο πόλεμο όχι βέβαια κατά των κατακτητών, αλλά κατά των παράνομων προμηθευτών, των μαυραγοριτών. «Μαυραγορίται, παύσατε πλέον να δολοφονήτε την δραχμήν, παύσατε να δολοφονήτε τους ομοφύλους σας και την ράτσαν», ήταν ο τίτλος μιας αθηναϊκής εφημερίδας τον θανατερό Δεκέμβρη του 1941.
Ας μην τα περιμένουμε, λοιπόν, όλα από το κράτος. Και ας συνηθίσουμε να ζούμε με τις αόρατες καρτέλες του κοινωνικού triage που ξεχωρίζουν αυτούς που θα προκόψουν παρά την κρίση, αυτούς που θα επιζήσουν εξαθλιωμένοι, αυτούς που θα βουλιάξουν έτσι κι αλλιώς.