του Γιάννη Λαθήρα
Αντιπρόεδρου Γ΄ ΕΛΜΕ Θεσσαλονίκης
Αντιπρόεδρου Γ΄ ΕΛΜΕ Θεσσαλονίκης
«Το σύστημα δεν κάνει
λάθη,
είναι το ίδιο λάθος!»
(σύνθημα του Μάη του 68)
είναι το ίδιο λάθος!»
(σύνθημα του Μάη του 68)
«Η αγωνία των μαθητών πήρε τέλος και οι εξετάσεις συνεχίζονται κανονικά»
Μετά το άδειασμα της απεργίας από την ηγεσία του κλάδου όλα «βαίνουν κανονικώς».
Το δέος του ιερού θεσμού συνεχίζει αδιατάρακτα τη σταθερή του πορεία .
Θέματα «δύσκολα, βατά, για καλά προετοιμασμένους κ.λ.π.» οι ξύλινες εκφράσεις των εφημερίδων. Εύκολη η έκθεση, δύσκολα τα Μαθηματικά κ.ο.κ.
O μύθος του «αδιάβλητου» νομιμοποιεί χρόνια τώρα στην ελληνική κοινωνία τον πιο σημαντικό ταξικό φραγμό στην εκπαίδευση. Όλοι σχεδόν μιλούν περί του πιο «δοκιμασμένου», «άψογου», «αξιόπιστου», «αντικειμενικού» θεσμού.
Η αντικειμενικότητα του συστήματος που υπερθεματίζουν αφορά μόνο την πλευρά της τυπικά ισότιμης αντιμετώπισης των υποψηφίων (κοινά θέματα, κοινός χρόνος εξέτασης, αυστηρή επιτήρηση, μυστικότητα στη βαθμολογία κ.λ.π. ) που εξασφαλίζεται από την συνεπή και κακοπληρωμένη και σήμερα επιστρατευμένη συμμετοχή της πλειοψηφίας του κατώτερου εκπ. προσωπικού των σχολείων.
Αποκρύπτεται εντέχνως η εντελώς ανισότιμη προετοιμασία για τις εξετάσεις (ή -πιο σωστά- για τον διαγωνισμό). Αυτή καθορίζεται από το σχολείο, το μορφωτικό, κοινωνικό περιβάλλον του υποψηφίου και κυρίως από την οικογενειακή δαπάνη που διοχετεύεται σε φροντιστήρια, ιδιαίτερα και … «βοηθήματα», μια τεράστια αγορά που ζει και αναπνέει από τον «αδιάβλητο» θεσμό και περιγελά την λεγόμενη δωρεάν παιδεία.
Το αποτέλεσμα είναι εν πολλοίς προδιαγεγραμμένο. Οι εξετάσεις επικυρώνουν τυπικά τις ταξικές διακρίσεις. Η ίδια η ύπαρξη των εξετάσεων καθορίζει ήδη από πολύ νωρίς τις εκπαιδευτικές επιλογές των μαθητών όταν από το Γυμνάσιο κιόλας οι «εν δυνάμει» αποτυχόντες (παιδιά από φτωχά-λαϊκά στρώματα) αποκλείονται «αυτοβούλως» με την μετατόπισή τους στην πολυδιασπασμένη, πολυμεταρρυθμισμένη και υποβαθμισμένη Τεχνική Εκπαίδευση ή εγκαταλείπουν το σχολείο.
Το ίδιο το σύστημα που θεσπίζει φράγματα για τους πολλούς, το ίδιο τα καταργεί για τους έχοντες: όποιος δεν καταφέρει να περάσει στην Ιατρική, γράφεται στο ρουμάνικο πανεπιστήμιο και μεταγράφεται στο τρίτο έτος, αρκεί να έχει χρήματα. Ο κλειστός αριθμός και οι ανταγωνιστικές εξετάσεις μένουν γι αυτούς που δεν έχουν. Ή, αυτός που θα απορριφθεί θα μπορεί, πάλι αν έχει τα χρήματα, να γραφτεί σε ένα ιδιωτικό κολέγιο και αποφοιτώντας να έχει τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα (ας είναι καλά η Ε.Ε) με τους υπόλοιπους.
Η αυτονόμηση της λυκειακής βαθμίδας από τις υπόλοιπες, μετατρέπει το Λύκειο σε προθάλαμο για την εισαγωγή σε ΑΕΙ – ΤΕΙ, όπου όμως ασκούνται κυρίως οι συμπληρωματικές γραφειοκρατικές πλευρές της τεχνικής προετοιμασίας (συμπλήρωση μηχανογραφικού, διενέργεια των εξετάσεων κ.λ.π.) ενώ η βασική προετοιμασία-προπόνηση επαφίεται στο κύκλωμα της παραπαιδείας (φαινόμενο μοναδικό στην Ευρώπη).
Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι τα επίμαχα ειδικά μαθήματα (ξένες γλώσσες, σχέδιο, μουσική, αθλήματα για τα Τ.Ε.Φ.Α.) διδάσκονται εντελώς τυπικά στο Λύκειο ή και καθόλου.
Οι πιο σημαντικές όμως παρενέργειες των πανελλαδικών είναι η τυποποίηση της γνώσης, ο κατακερματισμός των επιστημονικών αντικειμένων, η παροχή θραυσμάτων από πληροφορίες, η πρόωρη ειδίκευση, οι τεχνικές αποστήθισης, η υποτίμηση μέχρις χλευασμού της μη εξεταστικά χρήσιμης γνώσης.
Αυτό υπαγορεύεται από το «αξιόπιστο» του θεσμού που για να είναι τέτοιο, τα κριτήρια πρέπει να είναι μετρήσιμα και «αντικειμενικά».
Τελικός στόχος τους η σύνθλιψη της εφηβείας, αποβλάκωση, κυνισμός από τα 17, πολιτικός, πολιτιστικός και κοινωνικός αναλφαβητισμός, υποταγμένες και ευπροσάρμοστες προσωπικότητες.
Όλα δηλαδή τα «απαραίτητα προσόντα» για «πετυχημένη» πορεία στο πανεπιστήμιο της αγοράς, προς το έωλο και ακριβοπληρωμένο πτυχίο και μεταπτυχιακό και από εκεί στη φρίκη της ανεργίας ή στον κοινωνικό μεσαίωνα της μαύρης εργασίας ή της μετανάστευσης.
Ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα λοιπόν καθορίζεται από τις εξετάσεις και όχι μόνο τις πανελλαδικές.
Οποιαδήποτε πρωτοτυπία, ζωντάνια, καινοτόμα ιδέα του εκπαιδευτικού ακυρώνεται. Η επικείμενη αξιολόγηση θέλει εκτός των άλλων να επιβάλλει τη ομοιομορφία και την τυποποίηση της διδασκαλίας.
Η «δικτατορία της ύλης» περιορίζει μέχρις εσχάτων την παιδαγωγική ελευθερία. Η συνεργατική μάθηση αποκλείεται εξ ορισμού στο κλίμα του άκρατου ανταγωνισμού και της βαθμοθηρίας, της ατομικής και «αδιάβλητης» εξέτασης.
Η βιωματική προσέγγιση της γνώσης, η διεπιστημονικότητα της γνώσης, οι εναλλακτικές διδακτικές προσεγγίσεις καθίστανται νεκρό γράμμα καθώς ο Ιούνης του εξεταστικού Μινώταυρου παραμονεύει.
Οι πανελλαδικές κλέβουν τέλος πολύτιμο χρόνο από την εκπαιδευτική διαδικασία και πολύτιμο χρήμα για την στήριξη της (20 περίπου εκ. ευρώ διατίθενται κάθε χρόνο για αυτό το «πανηγύρι».)
Τίποτε απ΄αυτά δεν αλλάζει επί της ουσίας (και δεν άλλαξε τόσα χρόνια με τις αλλεπάλληλες «μεταρρυθμίσεις») με επιμέρους τροποποιήσεις σε πλευρές του συστήματος (αυξομειώσεις των εξεταζομένων μαθημάτων, εμπλοκή ή
όχι της Β΄ ή Α΄λυκείου, δομή και βαθμός δυσκολίας των θεμάτων κ.λ.π.) .
Η θεσμοθέτηση της βάσης του 10 έκανε σαφώς πιο σκληρό το σύστημα και απέκλεισε επιπλέον χιλιάδες παιδιά από τα ΑΕΙ – ΤΕΙ.
H αναγγελθείσα μεταρρύθμιση ενός ακόμη «νέου» λυκείου επεκτείνει τις πανελλαδικές και στις 3!!! τάξεις του.
Ούτε η μετατόπιση των ταξικών αποκλεισμών και κατηγοριοποιήσεων στα ΑΕΙ (προπαρασκευαστικό έτος σπουδών, δύο κύκλοι σπουδών αλλά Μπολώνια κ.λ.π ) όπως προτείνονται απ’ τ΄αριστερά και δεξιά αντιμετωπίζει την ουσία του προβλήματος.
Κατάργηση λοιπόν των πανελλαδικών εξετάσεων και ελεύθερη πρόσβαση τώρα!
Δεν θα «εκβιάζουμε» πλέον εμείς οι καθηγητές αλλά ούτε θα ‘βιάζονται» η γνώση και οι μαθητές μας!
Στην προφανή και γνωστή, καλοπροαίρετη ή όχι ένσταση «αν μπορούν όλα τα παιδιά να σπουδάσουν» ή «αν τα πανεπιστήμια επαρκούν» η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι συνολική.
Ενιαίο δωδεκάχρονο δημόσιο και δωρεάν σχολείο ευρύχωρο και ελκυστικό για όλα τα παιδιά.
Ένα σχολείο που θα συνδέει οργανικά και δημιουργικά την γενική με την τεχνολογική γνώση και τις εφαρμογές, με 20 παιδιά το πολύ σε κάθε τάξη, που θα προάγει την ολόπλευρη γνώση, την κριτική σκέψη, την ομαδική εργασία τις κλίσεις τα ενδιαφέροντα και θα παράγει ολοκληρωμένες μαχόμενες προσωπικότητες.
Ένα σχολείο που θα αφήνει ελεύθερο τον δάσκαλο να μεγαλουργήσει, θα τον στηρίζει, θα τον σέβεται, θα τον ενθαρρύνει θα του επιτρέπει να αφιερωθεί αποκλειστικά στον παιδαγωγικό του ρόλο.
Ένα σχολείο της πλήρους παιδαγωγικής ελευθερίας, της δημοκρατικής λειτουργίας χωρίς «αφεντικά» ,managers, μέντορες και αξιολογητές, της άρτιας υλικοτεχνικής υποδομής, της αντισταθμιστικής εκπαίδευσης για «τα παιδιά ενός κατώτερου θεού» Ένα σχολείο που θα απορρίψει τις εξετάσεις και όχι τους μαθητές του. Θα απαλλάξει την κοινωνία και την εκπαίδευση από τους παραλογισμούς του «φροντιστηρίου» και των «ιδιαιτέρων».
Ένα τέτοιο σχολείο μπορεί να οδηγεί απρόσκοπτα τα παιδιά σε μια ενιαία, δημόσια ποιοτική και δωρεάν πανεπιστημιακή εκπαίδευση με γενναία και επαρκή χρηματοδότηση και υποδομές με γερά και ενιαία πτυχία που θα προάγει και θα ερευνά την κοινωνικά ωφέλιμη γνώση.
Σε όσους και σε όποια φάση της ζωής τους το επιθυμούν, να υπάρχει και η επιλογή φοίτησης σε υψηλού επιπέδου δημόσιες δωρεάν ενιαίες σχολές επαγγελματικής εκπαίδευσης .
Εννοείται ότι μια τέτοια προοπτική πρέπει να συνοδεύεται από ριζοσπαστικές κοινωνικές τομές και ανατροπές,
Το εκπαιδευτικό κίνημα, που μετά τα πρόσφατα γεγονότα πρέπει να ανασυγκροτηθεί εκ βάθρων, τολμηρά και αποφασιστικά να αναδείξει το ζήτημα της ελεύθερης πρόσβασης σαν βασική πτυχή των διεκδικήσεων του την επόμενη και καθοριστική μάχη, διευρύνοντας τις συμμαχίες του με τους μαθητές και τους εργαζόμενους γονείς.