Του ΚΙΜΠΙ
Σηκωνόμαστε το πρωί για τη δουλειά, πίνουμε στα γρήγορα ένα καφέ, ετοιμάζουμε τα παιδιά για το σχολείο. Στη δουλειά κάνουμε τις επαναλαμβανόμενες πράξεις, κινήσεις και συναλλαγές που αποτελούν αυτό που λέμε εργασιακή ρουτίνα. Διαπληκτιζόμαστε με συναδέλφους, ανταγωνιζόμαστε προϊσταμένους, μοιραζόμαστε αγωνίες για το αν θα γίνουν απολύσεις ή περικοπές, κουτσομπολεύουμε τ’ αφεντικό. Γυρνώντας σπίτι, περνάμε από το σούπερ μάρκετ, δυσφορούμε για την ακρίβεια, κάνουμε τις χειρότερες σκέψεις για την κυβέρνηση. Στο σπίτι ανοίγουμε κουβέντες για το πώς θα τα βγάλουμε πέρα τον δύσκολο χειμώνα, τι θα κόψουμε, ποιες αγορές θα ματαιώσουμε ή θα αναβάλλουμε, και ανταλλάσσουμε τις τελευταίες πληροφορίες, φήμες και διαδόσεις για τα σενάρια καταστροφής ή σωτηρίας. Το βράδυ χαζεύουμε τα δελτία των οκτώ, συνομιλώντας άγρια με τους άνκορμεν και τους προσκεκλημένους – αν και δεν μας ακούνε. Κάνοντας όλα αυτά τα ταπεινά και καθημερινά, σπάνια έχουμε την αίσθηση ότι με κάποιο τρόπο μετέχουμε στην ιστορία. Αν ήταν ένας πόλεμος, μια κοινωνική εξέγερση, μια πολιτική ανατροπή στην οποία με κάποιο τρόπο -ένα τουφέκι, μια πέτρα, μια ψήφο- είχαμε μετάσχει κι εμείς, θα είχαμε τη βεβαιότητα ότι έστω και σαν κομπάρσοι ήμαστε στο προσκήνιο της ιστορίας.
Παρ’ όλα αυτά, η ιστορία διαμορφώνεται ανεξάρτητα από τις προθέσεις μας και την αίσθηση της συμμετοχής μας σ’ αυτήν. Ακόμη και οι προϊστορικοί άνθρωποι, που ένας λιμός ή μια φυσική καταστροφή τούς ανάγκαζαν να μετακινηθούν σε μικρές, χωρίς επικοινωνία ομάδες, από τη μια ήπειρο στην άλλη προκάλεσαν τεράστιας σημασίας για την ανθρώπινη εξέλιξη αλλαγές. Ως εκ τούτου, κανείς δεν ξέρει τι σημασία και επιπτώσεις μπορεί να έχει η αντίδραση, η ανοχή ή αποδοχή μας σε αλλαγές που έρχονται έξω από τον μικρόκοσμό μας, από τα κέντρα διεθνούς ισχύος, τις αγορές, τα κέντρα εξουσίας, τις κυβερνήσεις. Οι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι τις περισσότερες φορές έχουν την αίσθηση ότι κινούνται στο περιθώριο της ιστορίας.
Με τους ανθρώπους που βρίσκονται στον πυρήνα των κέντρων ισχύος, επιρροής και εξουσίας συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Θεωρούν ότι έχουν την απόλυτη εύνοια της ιστορίας, τη γράφουν κυριολεκτικά με κάθε σημαντική ή ασήμαντη πράξη και φράση τους. Και, στο δίπολο δημιουργίας και καταστροφής που συνθέτει την ιστορική εξέλιξη, θαρρούν πως βρίσκονται πάντα στην πλευρά της πρώτης. Με μεταρρυθμίσεις που αλλάζουν τη διοικητική διαίρεση μιας χώρας, με οικονομικές αποφάσεις που ανατρέπουν δεδομένα δεκαετιών για τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι, τα στρώματα, οι επαγγελματικές κατηγορίες, οι τάξεις συμμετέχουν στην παραγωγική διαδικασία και συγκροτούν το οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο μιας κοινωνίας. Αλλά ακόμη και με μια οικονομική συναλλαγή μεγάλου μεγέθους ή μια εφεύρεση που αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι επικοινωνούν ή παράγουν. Ωστόσο, η ιστορία αποφασίζει κατά κανόνα ερήμην τους ποιες απ’ αυτές τις αλλαγές θα μπουν στην πραγματική ζωή, ποιες θ’ αντέξουν στο πέρασμα του χρόνου, ποιες θα καταγραφούν στο γενετικό υλικό του ανθρώπινου πολιτισμού, και ιδιαίτερα στην πλευρά της δημιουργίας. Βεβαίως, η ιστορία δεν έχει δική της, ιδιαίτερη βούληση για το τι θα περιλάβει και τι όχι στον τελικό της απολογισμό. Είναι η ανθρώπινη βούληση (ή και η αβουλία), για την ακρίβεια ένα σύνολο από εκατομμύρια, δισεκατομμύρια ανθρώπινες βουλήσεις που καθορίζουν τον βηματισμό της πάνω στη γραμμή της προόδου και της οπισθοδρόμησης.
Αν συμφωνούμε ότι είμαστε εμείς, οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από τη θέση που κατέχουμε στις κοινωνικές πυραμίδες και τη σχέση μας ή τις αποστάσεις μας από τα κέντρα ισχύος, που καθορίζουμε τη ροή της ιστορίας και τις νομοτέλειές της, ας αναλογιστούμε ποια ακριβώς είναι η στάση μας απέναντι σε όλα όσα διαδραματίζονται στην Ελλάδα, την Ευρώπη, στον κόσμο τον τελευταίο χρόνο; Ψυχανεμιζόμαστε όλοι πως ζούμε μια «ιστορική», μεταβατική εποχή. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της, ποιες οι βασικές διαστάσεις της; Οι άνθρωποι της εξουσίας -είτε είναι στη Νέα Υόρκη, είτε στις Βρυξέλες, είτε στην Αθήνα- θεωρούν ότι οι κοινωνίες είναι μια εύπλαστη πρώτη ύλη, της οποίας μπορεί να αλλάξουν συμπεριφορές, συνήθειες, νοοτροπίες. Κινούμενοι άλλοτε από αλαζονεία, άλλοτε από «καλές προθέσεις» (το υλικό με το οποίο είναι στρωμένος ο δρόμος για την κόλαση…) ξηλώνουν συστηματικά ένα οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο, το οποίο δεν ήταν βέβαια ο Κήπος της Εδέμ, αλλά έδινε στους ανθρώπους της καθημερινότητας μερικές σταθερές για την οργάνωση της ζωής τους: να ξέρουν στο ξεκίνημα του παραγωγικού τους βίου ότι, αν έχουν μάθει να φυτεύουν και να καλλιεργούν ντομάτες και λαχανικά, μ’ αυτή τη δεξιότητα μπορούν να στήσουν το νοικοκυριό τους και να έχουν ένα σχετικά σταθερό εισόδημα. Να ξέρουν στο ξεκίνημα της μέρας τους ότι θα πάνε στη δουλειά, θα σχολάσουν μια καθορισμένη ώρα και την επομένη θα γυρίσουν σ’ αυτήν, χωρίς να τους περιμένει κάποια δυσάρεστη έκπληξη. Να ξέρουν τι θα παίρνουν κάθε μήνα, πόσα χρόνια πρέπει να δουλέψουν για να βγουν στη σύνταξη, πως τους προστατεύει το δημόσιο σύστημα υγείας και πρόνοιας. Να ξέρουν ακόμη τι αντίκρισμα έχουν στην παραγωγική διαδικασία οι σπουδές τους, τα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά τους προσόντα, πώς αποτιμώνται σε μια αγορά εργασίας που, μπορεί να είναι ζούγκλα, αλλά -όπως κάθε ζούγκλα- έχει τους ελάχιστους κανόνες της. Όλη αυτή η ρουτίνα της κοινωνικής ένταξης και της παραγωγικής καθημερινότητας εκατομμυρίων ανθρώπων στην Ευρώπη δεν έχει τίποτα το ιστορικό, ωστόσο μέχρι τώρα συγκροτούσε ένα «ιστορικό» μοντέλο οργάνωσης της ζωής, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, απότοκο του επίσης ιστορικού ολέθρου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το αποτέλεσμα όλων των αλλαγών που προωθούνται με φανατισμό από τα κέντρα εξουσίας στην Ευρώπη -και με ιδιαίτερη έμφαση στην Ελλάδα- δεν είναι απλώς ένα δυσάρεστο διάλειμμα, ένα άγνωστου μήκους τούνελ που θα διανύσουμε μέχρι να ξαναβγούμε στο φως. Ούτε είναι το πιο κρίσιμο τα δισεκατομμύρια που συγκεντρώνονται μέσω της φορολογίας και της βίαιης μείωσης του εισοδήματος για τη σωτηρία των πιστωτών της χώρας. Το σημαντικότερο είναι ότι συντελείται μια ανθρωπολογική καταστροφή δύσκολα επανορθώσιμη: όταν ο αγρότης παύει να φυτεύει ντομάτες και φυτεύει φωτοβολταϊκά για να γίνει μικρο-ραντιέρης ενός πενιχρού εισοδήματος 5.000-6.000 τον χρόνο, όταν ο νέος άνθρωπος αντιλαμβάνεται ότι μικρή σημασία έχει η γνώση και η «συλλογή» πτυχίων για την παραγωγική του εξέλιξη, όταν οι άνθρωποι εξοικειώνονται με την ιδέα ότι στη διάρκεια του εργασιακού τους βίου ίσως χρειαστεί ν’ αλλάξουν πολλά επαγγέλματα, ότι οι υψηλές παραγωγικές δεξιότητες που διαθέτουν δεν είναι τόσο χρήσιμες όσο νομίζουν, ότι ως άνεργοι δεν είναι καθόλου φρόνιμο να είναι επιλεκτικοί, τότε η κοινωνία μετατρέπεται σε μια πληβειακή παραγωγική μάζα, αναλώσιμο ενός οικονομικού μοντέλου χωρίς πυρήνα και στρατηγική.
Αλλά, υπάρχει ένα σημαντικότερο, γεωπολιτικών διαστάσεων στοιχείο της μεταβατικής «ιστορικής» εποχής μας. Διότι αυτό που συντελείται στην κλίμακα των ανθρώπων, συντελείται και στην κλίμακα των χωρών. Ακόμη κι αν η Ελλάδα κι άλλες «περιφερειακές» χώρες της Ε.Ε. δεν χρεοκοπήσουν ολικά ή μερικά, στο τέλος της «ιστορικής» τους μεταμόρφωσης θα έχουν εξωθηθεί σε μιαν ασύλληπτη παραγωγική παρακμή, προκειμένου να διασωθούν οι κεντρικές οικονομίες της Γηραιάς Ηπείρου, η εξαγωγική μηχανή της Γερμανίας, η παραγωγική ικμάδα της Γαλλίας και η χρηματοπιστωτική ηγεμονία της Βρετανίας από τις μεγάλες απειλές που αντιμετωπίζουν από τις νέες οικονομικές δυνάμεις της Ανατολής. Η εμπειρία της τριαντάχρονης ευρωπαϊκής θητείας της Ελλάδας είναι ήδη ένας ιστορικός απολογισμός παραγωγικής υποβάθμισης, αλλά μια πολύ πιο ζοφερή εικόνα για το πόσο μακριά μπορεί να φτάσει αυτή η υποβάθμιση δίνει η τύχη των χωρών του πρώην (αν)ύπαρκτου σοσιαλισμού που μέσα σε μια εικοσαετία μετατράπηκαν σε «αποικίες» των ευρωπαϊκών μητροπόλεων και οι κοινωνίες τους, που το 1989 «έγραφαν ιστορία» ανατρέποντας τα αυταρχικά καθεστώτα τους, έγιναν μεταναστευτικές ορδές ανειδίκευτων, κακοπληρωμένων ή ανεπιθύμητων «σκλάβων».
Χρειαζόμαστε μιαν αίσθηση της ιστορίας. Πέρα από τα γενικά «ναι» και «όχι» μας, όλοι εμείς οι «κάτω» οφείλουμε να αντιληφθούμε ότι είναι τεράστιας ιστορικής σημασίας η απάθεια ή η μοιρολατρία να παρακολουθούμε τους «πάνω» να γράφουν ιστορία. Τη δική τους, βεβαίως…