Αξιότιμοι κύριοι/ες Βουλευτές
Νομάρχες
Δήμαρχοι
Εκπρόσωποι κοινωνικών φορέων της Κρήτης
Οι Ενώσεις Γιατρών ΕΣΥ όλης της Κρήτης θεωρούν υποχρέωση τους να σας ενημερώσουν για την πραγματική κατάσταση των Νοσοκομείων και Κέντρων Υγείας της Περιφέρειας καθώς και για τα οξυμμένα προβλήματα των νοσοκομειακών γιατρών και τις επιπτώσεις τους στην ποιότητα των παρερχομένων υπηρεσιών προς τους πολίτες, αλλά και τους επισκέπτες της περιοχής μας.
Είναι κοινή εκτίμηση όλων, τόσο των εργαζομένων στο ΕΣΥ όσο και των ασθενών που καταφεύγουν στις υπηρεσίες του, ότι η δημόσια περίθαλψη στη χώρα μας περνά μια σοβαρή και παρατεταμένη κρίση. Η χρόνια εγκατάλειψη των νοσοκομείων και των Κέντρων Υγείας, ιδιαίτερα της επαρχίας, έχει συσσωρεύσει πολλά και δυσεπίλυτα προβλήματα που αφορούν τις υποδομές, τον εξοπλισμό, τη στελέχωση με ανθρώπινο δυναμικό, την οργάνωση των υπηρεσιών, την ανάπτυξη τομέων ζωτικής σημασίας όπως τα αυτόνομα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών και η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας στα αστικά κέντρα, την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη φαινομένων παραοικονομίας και διαφθοράς.
Κομβικό ζήτημα σε όλες τις μονάδες υγείας αναδεικνύεται η έλλειψη του απαραίτητου ιατρικού – νοσηλευτικού – παραϊατρικού προσωπικού, η οποία έχει οδηγήσει σε αποδυνάμωση των περισσότερων τμημάτων και κλινικών και στην εξάντληση των σωματικών και ψυχικών αντοχών των εργαζομένων. Η αναμόρφωση των Οργανισμών των Νοσοκομείων και των Κ.Υ. δεν προχωρά, οι κρίσεις των ιατρικών θέσεων καθυστερούν προκλητικά, νέες προκηρύξεις γίνονται με το «σταγονόμετρο», τα κενά δεν καλύπτονται παρά μόνο προσωρινά με συμβασιούχους-επικουρικούς γιατρούς και το Σύστημα διασώζεται ακόμα χάρις στο φιλότιμο και την ηρωική προσπάθεια του ανεπαρκούς, κουρασμένου και γηρασμένου ιατρικού δυναμικού ( πάνω από το 60% των υπηρετούντων είναι άνω των 50ετών ) .
Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση επιδεικνύει μια πρωτοφανή αδιαφορία για την αντιμετώπιση των ζωτικών προβλημάτων του ΕΣΥ και εστιάζει όλο της το «ενδιαφέρον» στο υποτιθέμενο «νοικοκύρεμα» των προμηθειών των νοσοκομείων, το οποίο εδώ και 2 χρόνια εξαγγέλλεται αλλά δεν υλοποιείται. Η κυβερνητική θέση ότι οι πόροι επαρκούν αλλά χρειάζεται καλύτερη διαχείριση τους, διαψεύδεται κατηγορηματικά από τα στοιχεία της Eurostat που πιστοποιούν ότι η χώρα μας έχει σταθεροποιηθεί στην τελευταία θέση της Ε.Ε. με βάση τις δημόσιες δαπάνες υγείας ως ποσοστό του ΑΕΠ και διατηρεί την «πρωτιά» στις ιδιωτικές δαπάνες με 57% στο σύνολο των δαπανών υγείας, όταν στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες οι ιδιωτικές δαπάνες δεν υπερβαίνουν το 25-28%. Κατά μέσο όρο κάθε ελληνικό νοικοκυριό ξοδεύει περίπου 1600 ευρώ το χρόνο για φάρμακα, ιατρικές υπηρεσίες και νοσοκομειακή περίθαλψη. Στην ουσία το Σύστημα Υγείας στην Ελλάδα είναι εδώ και πολλά χρόνια συγχρηματοδοτούμενο κατά 50% και πάνω από τις τσέπες των πολιτών, πολύ πριν υιοθετηθεί επίσημα ο θεσμός των ΣΔΙΤ .
Αυτή η υποχρηματοδότηση του ΕΣΥ είναι ο βασική αιτία της ανεπαρκούς στελέχωσης του με γιατρούς και άλλο υγειονομικό προσωπικό. Έτσι, την ώρα που η χώρα μας έχει τη μεγαλύτερη αναλογία γιατρών/κατοίκους στην Ευρώπη, παρουσιάζει τραγικές ελλείψεις και κενά, ειδικά στην επαρχία, υποχρεώνοντας τους γιατρούς σε απάνθρωπους ρυθμούς υπερωριακής εργασίας για να καλυφθούν οι ανάγκες εφημερίας των νοσοκομείων και Κ.Υ.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται και ο «πυρήνας» του προβλήματος με τις εφημερίες που ταλανίζει χρόνια τώρα τα νοσοκομεία και τους γιατρούς. Ενώ η χώρα μας έχει ενσωματώσει στην εθνική νομοθεσία τις κοινοτικές οδηγίες για τον ανώτερο επιτρεπτό εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας των γιατρών (48 ώρες για τους ειδικευμένους και 56 ώρες για τους ειδικευόμενους ), η Πολιτεία και το Υπουργείο Υγείας δεν έχουν κάνει τίποτα για να εναρμονιστούμε - έστω σταδιακά- με αυτό το νομοθετικά πλαίσιο, διατηρώντας σε ισχύ ένα απαράδεκτο εφημεριακό καθεστώς που πρακτικά επιβάλλει στους γιατρούς να εργάζονται χωρίς όριο και «σύμφωνα με τις ανάγκες της Υπηρεσίας». Ο λόγος της ολιγωρίας είναι απλός: η εφαρμογή της νομοθεσίας απαιτεί μια σοβαρή ενίσχυση του ΕΣΥ με γιατρούς έτσι ώστε να μειωθούν οι εφημερίες/γιατρό ( σήμερα πραγματοποιούνται 2-3 φορές πάνω από το όριο ) κάτι για το οποίο προφανώς δεν υπάρχει η πολιτική βούληση.
Αντί λοιπόν ο Υπουργός Υγείας να προετοιμάσει εδώ και 2 χρόνια μια βιώσιμη λύση σε συμφωνία με τους εκπροσώπους των νοσοκομειακών γιατρών, άφησε να περάσει ανεκμετάλλευτο το διάστημα αυτό εμπαίζοντας τους γιατρούς και την κοινωνία με υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα. Η τακτική αυτή είχε, όπως ήταν αναμενόμενο, σοβαρές παρενέργειες: πρωτοφανής καθυστέρηση στις πληρωμές των δεδουλευμένων μας και κατά συνέπεια δυναμικές κινητοποιήσεις ( με τη μορφή της επίσχεσης εργασίας) που αναστάτωσαν για μήνες τα νοσοκομεία και τα Κ.Υ. των περισσότερων περιοχών της χώρας.
Σήμερα όλοι συμφωνούμε ότι δεν μπορούμε να επιτρέψουμε τη διαιώνιση αυτής της κατάστασης. Η εκκρεμότητα με το ωράριο εργασίας μπορεί και πρέπει να λήξει με δύο βασικές προϋποθέσεις :
Την εξασφάλιση των αναγκαίων πιστώσεων στον Προϋπολογισμό για ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα προσλήψεων γιατρών, διασφαλίζοντας έτσι την εργασιακή μας ανακούφιση και τη δυνατότητα να κάνουμε καλύτερα τη δουλειά μας.
Την άμεση αναβάθμιση του ιατρικού μισθολογίου που παραμένει καθηλωμένο από το 1998, αναγνωρίζοντας έμπρακτα το εξειδικευμένο, υπεύθυνο και επίπονο έργο που προσφέρουμε καθημερινά και μάλιστα κάτω από αντίξοες συνθήκες.
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι χωρίς τους αναγκαίους, καλά εκπαιδευμένους, ξεκούραστους και αξιοπρεπώς αμειβομένους γιατρούς, όπως και χωρίς την αντίστοιχη εργασιακή και μισθολογική αναβάθμιση όλου του υπόλοιπου νοσηλευτικού-παραϊατρικού προσωπικού, δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε καμιά βελτίωση της δημόσιας περίθαλψης.
Ο μεγάλος κίνδυνος σήμερα είναι μέσα από τη συνεχή απαξίωση του ΕΣΥ και των εργαζομένων, μέσα από το κλίμα καθημερινής μιζέριας και απογοήτευσης χωρίς ορατή ελπίδα βελτίωσης της κατάστασης, να προκληθεί μια μη αναστρέψιμη κατάρρευση του ηθικού του ανθρώπινου δυναμικού με απρόβλεπτες συνέπειες στην εργασιακή συμπεριφορά και στην απόδοση του, άρα και στην ποιότητα των ιατρικών και νοσηλευτικών υπηρεσιών.
Ζητούμε από τους αιρετούς εκπροσώπους των πολιτών της Κρήτης τη συμπαράσταση και συστράτευση τους στον κοινό αγώνα για ένα Δημόσιο Σύστημα Υγείας αξιόπιστο και αποτελεσματικό, που θα αντιμετωπίζει ισότιμα –χωρίς να χρειάζεται το «μέσον» και η «οικονομική συναλλαγή» - τον πολίτη και τις ανάγκες του, αλλά ταυτόχρονα θα σέβεται τις αντοχές και τα δικαιώματα των λειτουργών της Υγείας.
Καλούμε τους πολιτικούς, αυτοδιοικητικούς και κοινωνικούς φορείς της Κρήτης να ασκήσουν τη μέγιστη δυνατή πολιτική πίεση προς την κυβέρνηση και τον Υπουργό Υγείας στην κατεύθυνση της έναρξης μιας σοβαρής και συγκροτημένης διαπραγμάτευσης με τους εντεταλμένους εκπροσώπους της Ομοσπονδίας Νοσοκομειακών Γιατρών.
Προειδοποιούμε όμως από τώρα ότι σε περίπτωση που ο Υπουργός Υγείας συνεχίσει την προσφιλή του τακτική της απραξίας και της κενής περιεχομένου μεγαλοστομίας, θα αναγκαστούμε πολύ σύντομα ( από το Σεπτέμβριο) να προχωρήσουμε ξανά σε απεργιακές κινητοποιήσεις, υπερασπιζόμενοι την αξιοπρέπεια των γιατρών αλλά και την αξιοπιστία του δημόσιου συστήματος υγείας.
ΕΝΩΣΕΙΣ ΓΙΑΤΡΩΝ ΕΣΥ ΝΟΜΩΝ ΧΑΝΙΩΝ-ΡΕΘΥΜΝΟΥ-ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ-ΛΑΣΙΘΙΟΥ
Νομάρχες
Δήμαρχοι
Εκπρόσωποι κοινωνικών φορέων της Κρήτης
Οι Ενώσεις Γιατρών ΕΣΥ όλης της Κρήτης θεωρούν υποχρέωση τους να σας ενημερώσουν για την πραγματική κατάσταση των Νοσοκομείων και Κέντρων Υγείας της Περιφέρειας καθώς και για τα οξυμμένα προβλήματα των νοσοκομειακών γιατρών και τις επιπτώσεις τους στην ποιότητα των παρερχομένων υπηρεσιών προς τους πολίτες, αλλά και τους επισκέπτες της περιοχής μας.
Είναι κοινή εκτίμηση όλων, τόσο των εργαζομένων στο ΕΣΥ όσο και των ασθενών που καταφεύγουν στις υπηρεσίες του, ότι η δημόσια περίθαλψη στη χώρα μας περνά μια σοβαρή και παρατεταμένη κρίση. Η χρόνια εγκατάλειψη των νοσοκομείων και των Κέντρων Υγείας, ιδιαίτερα της επαρχίας, έχει συσσωρεύσει πολλά και δυσεπίλυτα προβλήματα που αφορούν τις υποδομές, τον εξοπλισμό, τη στελέχωση με ανθρώπινο δυναμικό, την οργάνωση των υπηρεσιών, την ανάπτυξη τομέων ζωτικής σημασίας όπως τα αυτόνομα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών και η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας στα αστικά κέντρα, την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη φαινομένων παραοικονομίας και διαφθοράς.
Κομβικό ζήτημα σε όλες τις μονάδες υγείας αναδεικνύεται η έλλειψη του απαραίτητου ιατρικού – νοσηλευτικού – παραϊατρικού προσωπικού, η οποία έχει οδηγήσει σε αποδυνάμωση των περισσότερων τμημάτων και κλινικών και στην εξάντληση των σωματικών και ψυχικών αντοχών των εργαζομένων. Η αναμόρφωση των Οργανισμών των Νοσοκομείων και των Κ.Υ. δεν προχωρά, οι κρίσεις των ιατρικών θέσεων καθυστερούν προκλητικά, νέες προκηρύξεις γίνονται με το «σταγονόμετρο», τα κενά δεν καλύπτονται παρά μόνο προσωρινά με συμβασιούχους-επικουρικούς γιατρούς και το Σύστημα διασώζεται ακόμα χάρις στο φιλότιμο και την ηρωική προσπάθεια του ανεπαρκούς, κουρασμένου και γηρασμένου ιατρικού δυναμικού ( πάνω από το 60% των υπηρετούντων είναι άνω των 50ετών ) .
Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση επιδεικνύει μια πρωτοφανή αδιαφορία για την αντιμετώπιση των ζωτικών προβλημάτων του ΕΣΥ και εστιάζει όλο της το «ενδιαφέρον» στο υποτιθέμενο «νοικοκύρεμα» των προμηθειών των νοσοκομείων, το οποίο εδώ και 2 χρόνια εξαγγέλλεται αλλά δεν υλοποιείται. Η κυβερνητική θέση ότι οι πόροι επαρκούν αλλά χρειάζεται καλύτερη διαχείριση τους, διαψεύδεται κατηγορηματικά από τα στοιχεία της Eurostat που πιστοποιούν ότι η χώρα μας έχει σταθεροποιηθεί στην τελευταία θέση της Ε.Ε. με βάση τις δημόσιες δαπάνες υγείας ως ποσοστό του ΑΕΠ και διατηρεί την «πρωτιά» στις ιδιωτικές δαπάνες με 57% στο σύνολο των δαπανών υγείας, όταν στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες οι ιδιωτικές δαπάνες δεν υπερβαίνουν το 25-28%. Κατά μέσο όρο κάθε ελληνικό νοικοκυριό ξοδεύει περίπου 1600 ευρώ το χρόνο για φάρμακα, ιατρικές υπηρεσίες και νοσοκομειακή περίθαλψη. Στην ουσία το Σύστημα Υγείας στην Ελλάδα είναι εδώ και πολλά χρόνια συγχρηματοδοτούμενο κατά 50% και πάνω από τις τσέπες των πολιτών, πολύ πριν υιοθετηθεί επίσημα ο θεσμός των ΣΔΙΤ .
Αυτή η υποχρηματοδότηση του ΕΣΥ είναι ο βασική αιτία της ανεπαρκούς στελέχωσης του με γιατρούς και άλλο υγειονομικό προσωπικό. Έτσι, την ώρα που η χώρα μας έχει τη μεγαλύτερη αναλογία γιατρών/κατοίκους στην Ευρώπη, παρουσιάζει τραγικές ελλείψεις και κενά, ειδικά στην επαρχία, υποχρεώνοντας τους γιατρούς σε απάνθρωπους ρυθμούς υπερωριακής εργασίας για να καλυφθούν οι ανάγκες εφημερίας των νοσοκομείων και Κ.Υ.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται και ο «πυρήνας» του προβλήματος με τις εφημερίες που ταλανίζει χρόνια τώρα τα νοσοκομεία και τους γιατρούς. Ενώ η χώρα μας έχει ενσωματώσει στην εθνική νομοθεσία τις κοινοτικές οδηγίες για τον ανώτερο επιτρεπτό εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας των γιατρών (48 ώρες για τους ειδικευμένους και 56 ώρες για τους ειδικευόμενους ), η Πολιτεία και το Υπουργείο Υγείας δεν έχουν κάνει τίποτα για να εναρμονιστούμε - έστω σταδιακά- με αυτό το νομοθετικά πλαίσιο, διατηρώντας σε ισχύ ένα απαράδεκτο εφημεριακό καθεστώς που πρακτικά επιβάλλει στους γιατρούς να εργάζονται χωρίς όριο και «σύμφωνα με τις ανάγκες της Υπηρεσίας». Ο λόγος της ολιγωρίας είναι απλός: η εφαρμογή της νομοθεσίας απαιτεί μια σοβαρή ενίσχυση του ΕΣΥ με γιατρούς έτσι ώστε να μειωθούν οι εφημερίες/γιατρό ( σήμερα πραγματοποιούνται 2-3 φορές πάνω από το όριο ) κάτι για το οποίο προφανώς δεν υπάρχει η πολιτική βούληση.
Αντί λοιπόν ο Υπουργός Υγείας να προετοιμάσει εδώ και 2 χρόνια μια βιώσιμη λύση σε συμφωνία με τους εκπροσώπους των νοσοκομειακών γιατρών, άφησε να περάσει ανεκμετάλλευτο το διάστημα αυτό εμπαίζοντας τους γιατρούς και την κοινωνία με υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα. Η τακτική αυτή είχε, όπως ήταν αναμενόμενο, σοβαρές παρενέργειες: πρωτοφανής καθυστέρηση στις πληρωμές των δεδουλευμένων μας και κατά συνέπεια δυναμικές κινητοποιήσεις ( με τη μορφή της επίσχεσης εργασίας) που αναστάτωσαν για μήνες τα νοσοκομεία και τα Κ.Υ. των περισσότερων περιοχών της χώρας.
Σήμερα όλοι συμφωνούμε ότι δεν μπορούμε να επιτρέψουμε τη διαιώνιση αυτής της κατάστασης. Η εκκρεμότητα με το ωράριο εργασίας μπορεί και πρέπει να λήξει με δύο βασικές προϋποθέσεις :
Την εξασφάλιση των αναγκαίων πιστώσεων στον Προϋπολογισμό για ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα προσλήψεων γιατρών, διασφαλίζοντας έτσι την εργασιακή μας ανακούφιση και τη δυνατότητα να κάνουμε καλύτερα τη δουλειά μας.
Την άμεση αναβάθμιση του ιατρικού μισθολογίου που παραμένει καθηλωμένο από το 1998, αναγνωρίζοντας έμπρακτα το εξειδικευμένο, υπεύθυνο και επίπονο έργο που προσφέρουμε καθημερινά και μάλιστα κάτω από αντίξοες συνθήκες.
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι χωρίς τους αναγκαίους, καλά εκπαιδευμένους, ξεκούραστους και αξιοπρεπώς αμειβομένους γιατρούς, όπως και χωρίς την αντίστοιχη εργασιακή και μισθολογική αναβάθμιση όλου του υπόλοιπου νοσηλευτικού-παραϊατρικού προσωπικού, δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε καμιά βελτίωση της δημόσιας περίθαλψης.
Ο μεγάλος κίνδυνος σήμερα είναι μέσα από τη συνεχή απαξίωση του ΕΣΥ και των εργαζομένων, μέσα από το κλίμα καθημερινής μιζέριας και απογοήτευσης χωρίς ορατή ελπίδα βελτίωσης της κατάστασης, να προκληθεί μια μη αναστρέψιμη κατάρρευση του ηθικού του ανθρώπινου δυναμικού με απρόβλεπτες συνέπειες στην εργασιακή συμπεριφορά και στην απόδοση του, άρα και στην ποιότητα των ιατρικών και νοσηλευτικών υπηρεσιών.
Ζητούμε από τους αιρετούς εκπροσώπους των πολιτών της Κρήτης τη συμπαράσταση και συστράτευση τους στον κοινό αγώνα για ένα Δημόσιο Σύστημα Υγείας αξιόπιστο και αποτελεσματικό, που θα αντιμετωπίζει ισότιμα –χωρίς να χρειάζεται το «μέσον» και η «οικονομική συναλλαγή» - τον πολίτη και τις ανάγκες του, αλλά ταυτόχρονα θα σέβεται τις αντοχές και τα δικαιώματα των λειτουργών της Υγείας.
Καλούμε τους πολιτικούς, αυτοδιοικητικούς και κοινωνικούς φορείς της Κρήτης να ασκήσουν τη μέγιστη δυνατή πολιτική πίεση προς την κυβέρνηση και τον Υπουργό Υγείας στην κατεύθυνση της έναρξης μιας σοβαρής και συγκροτημένης διαπραγμάτευσης με τους εντεταλμένους εκπροσώπους της Ομοσπονδίας Νοσοκομειακών Γιατρών.
Προειδοποιούμε όμως από τώρα ότι σε περίπτωση που ο Υπουργός Υγείας συνεχίσει την προσφιλή του τακτική της απραξίας και της κενής περιεχομένου μεγαλοστομίας, θα αναγκαστούμε πολύ σύντομα ( από το Σεπτέμβριο) να προχωρήσουμε ξανά σε απεργιακές κινητοποιήσεις, υπερασπιζόμενοι την αξιοπρέπεια των γιατρών αλλά και την αξιοπιστία του δημόσιου συστήματος υγείας.
ΕΝΩΣΕΙΣ ΓΙΑΤΡΩΝ ΕΣΥ ΝΟΜΩΝ ΧΑΝΙΩΝ-ΡΕΘΥΜΝΟΥ-ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ-ΛΑΣΙΘΙΟΥ